Η κυβέρνηση του Βελγίου εξετάζει το ενδεχόμενο να παρατείνει τη λειτουργία των υφιστάμενων στη χώρα πυρηνικών αντιδραστήρων ή να προχωρήσει στην ανέγερση νέων. Η Εσθονία, η Πολωνία και η Νορβηγία ξεκινούν τα πρώτα τους προγράμματα πυρηνικής ενέργειας με ταχύτατους ρυθμούς και άλλες 30 χώρες, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Πυρηνικής Ενωσης (WNA), το σκέφτονται σοβαρά. Σε μια συγκυρία κατά την οποία η Ευρώπη και ο υπόλοιπος κόσμος επείγονται να βρουν μονιμότερους ενεργειακούς πόρους για να καλύψουν τις ολοένα και πιο αυξημένες ανάγκες τους, η πυρηνική ενέργεια, όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές της, προσφέρει σχετική ενεργειακή αυτάρκεια και, παράλληλα, είναι συμβατή με τον στόχο της μείωσης των εκπομπών καυσαερίων (μολονότι συνοδεύεται από άλλου είδους περιβαλλοντικές ανησυχίες).
Ποια θέση έχει σε αυτό το «τοπίο» η Ελλάδα; Μπορεί η πυρηνική ενέργεια να αποτελέσει λύση στο μείζον πρόβλημα της ενεργειακής κρίσης; Υπάρχουν κίνδυνοι; Και ποιοι; «Δεν είναι λύση, αλλά ένα ακόμη πρόβλημα. Το ρίσκο που συνεπάγεται είναι τεράστιο. Και όχι μόνο για το περιβάλλον, αλλά και για την υγεία μας – και χωρίς απαραίτητα αυτό να σχετίζεται με κάποιο ατύχημα που θα προκαλέσει μικρότερη ή μεγαλύτερη διαρροή», λέει στην «Κ» ένας από τους πλέον ειδικούς, ο Πέτρος Κουτράκης, καθηγητής Περιβαλλοντικών Επιστημών και πρώην διευθυντής του Κέντρου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης, Κλιματικής Αλλαγής και Ενέργειας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Νέα, υπό εξέλιξη πρωτοποριακή μελέτη του ιδίου και της ομάδας του αναδεικνύει αυτή τη σημαντική πτυχή του θέματος. Ο διακεκριμένος Ελληνας επιστήμονας και οι συνεργάτες του έχουν καταγράψει τη θνητότητα από καρκίνο του μαστού, του παχέος εντέρου και του πνεύμονα, από το 2000 έως το 2018, σε κατοικημένες περιοχές των ΗΠΑ όπου υπάρχουν σταθμοί παραγωγής πυρηνικής ενέργειας – σε ακτίνα 200 χιλιομέτρων από αυτούς. Τα δεδομένα αποδεικνύουν πως η γειτνίαση με πυρηνικές εγκαταστάσεις σχετίζεται με την εμφάνιση αλλά και τη δυσμενή εξέλιξη της νόσου.
Στις γυναίκες η υψηλότερη επιβάρυνση παρατηρείται στον καρκίνο του πνεύμονα, με κατ’ εκτίμηση 16.040 αποδιδόμενους θανάτους σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Ο καρκίνος του μαστού ακολουθεί με 9.333 θανάτους και του παχέος εντέρου με 5.239. Στους άνδρες ο καρκίνος του πνεύμονα έχει και πάλι την υψηλότερη εκτιμώμενη επιβάρυνση, με 17.126 θανάτους, ακολουθούμενος από τον καρκίνο του παχέος εντέρου με 7.353 θανάτους. «Ενα από τα πιο σημαντικά ευρήματά μας είναι ότι ο κίνδυνος θνητότητας μειώνεται δραστικά με την αύξηση της απόστασης από τους πυρηνικούς σταθμούς· γίνεται σχεδόν αμελητέος για κατοίκους που βρίσκονται σε απόσταση 50 χιλιομέτρων και πλέον», εξηγεί ο κ. Κουτράκης.
Οι ΗΠΑ άρχισαν να παράγουν ηλεκτρική ενέργεια από πυρηνικούς σταθμούς το 1958 και σήμερα –με 93 εμπορικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες σε 54 εργοστάσια και σε 28 πολιτείες– είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός πυρηνικής ηλεκτρικής ενέργειας στον πλανήτη, με περίπου το 30% από την «πίτα» της διεθνούς παραγωγής. «Αυτοί οι πυρηνικοί σταθμοί (μέσης ηλικίας περίπου 42 ετών) εκπέμπουν ραδιενεργούς ρύπους που μπορούν να διασκορπιστούν στο περιβάλλον, οδηγώντας σε πιθανή έκθεση των κατοίκων των γύρω περιοχών μέσω άμεσης επαφής, εισπνοής ή και κατάποσης. Οι πυρηνικοί αντιδραστήρες είναι κλειστοί, αλλά πρέπει να αερίζονται, γιατί οι πυρηνικές αντιδράσεις δημιουργούν αέρια που είναι ανάγκη κάθε τόσο να απελευθερώνονται. Σε αυτή την περίπτωση τα αέρια αποθηκεύονται σε ένα θάλαμο. Αν όμως οι ποσότητές τους είναι μεγάλες, απελευθερώνονται στο περιβάλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι βρήκαμε ραδιενεργά σωματίδια σε κατοικίες ανθρώπων οι οποίοι ζουν κοντά σε πυρηνικά εργοστάσια, σε αποστάσεις έως και 20 χιλιομέτρων από αυτά», επισημαίνει ο Πέτρος Κουτράκης. «Και αν εξαιρέσουμε τις κακοήθειες που εμφανίζονται άμεσα, δηλαδή σε λίγα χρόνια, έπειτα από πυρηνικά ατυχήματα, όπως αυτά στο Τσερνόμπιλ και στη Φουκουσίμα, και οι οποίες αφορούν κυρίως καρκίνο του θυρεοειδούς, λευχαιμία και μυελώματα, οι συμπαγείς όγκοι –στον πνεύμονα, στον μαστό ή στο παχύ έντερο– συνήθως είναι αποτέλεσμα χρόνιας έκθεσης στην ιονίζουσα ακτινοβολία και ενδέχεται να παρουσιασθούν έπειτα από 20 ή ακόμα και 30 χρόνια. Αν σκεφθούμε, λοιπόν, ότι οι σταθμοί πυρηνικής ενέργειας άρχισαν να λειτουργούν στις ΗΠΑ τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, την περίοδο στην οποία εστιάζει η μελέτη μας αποκαλύπτονται οι πραγματικές διαστάσεις της απειλής. Πέρα από τους καρκίνους διαπιστώνουμε επίσης ότι άνθρωποι που ζουν σε απόσταση 30 έως 50 χιλιομέτρων από τους πυρηνικούς σταθμούς διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών, μεταβολικών και νευρολογικών διαταραχών».

Για τον καθηγητή του Χάρβαρντ, «η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να στραφεί στην πυρηνική ενέργεια. Ή μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, έχει πολλούς λόγους να μην το κάνει. Η ηλιακή ενέργεια που φθάνει κάθε μέρα στη Γη είναι 10.000 φορές περισσότερη από όση χρειάζεται ο πλανήτης. Στην Ελλάδα, με τόσο ήλιο, πρέπει να επενδύσουμε στη συλλογή και στην αποθήκευση της ηλιακής ενέργειας. Και με τέτοιο αιολικό δυναμικό πρέπει να αναπτύξουμε περαιτέρω την αιολική ενέργεια», όπως τονίζει. «Επίσης, σε μια χώρα σεισμογενή, όπως η δική μας, η λειτουργία πυρηνικών σταθμών θα είναι πάντα επισφαλής. Και με δεδομένο ότι οι πυρηνικοί σταθμοί παράγουν πολλά απόβλητα, τα οποία πρέπει να ταφούν –ένα από αυτά είναι το ραδιενεργό πλουτώνιο, που έχει χρόνο ημιζωής 25.000 χρόνια!–, είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να βρεθούν σταθερά γεωλογικές περιοχές για την αποθήκευσή του. Τέλος, είναι και η απαιτούμενη απόσταση των 50 χιλιομέτρων που προκύπτει από τη μελέτη μας προκειμένου να μην υπάρχουν κίνδυνοι για την υγεία, όπως και η ανάγκη γειτνίασης με νερό για να ψύχεται ο σταθμός. Ξέρετε πολλά μέρη στην Ελλάδα που να πληρούν όλες αυτές τις προδιαγραφές;».
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")