Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου Σε προηγούμενο άρθρο μας αναφερόμασταν στις ολέθριες παρενέργειες του οικονομικού λαϊκισμού και υπογραμμίζαμε ότι οι χρήστες τους, προς άγραν ψηφοφόρων, τηλεθεατών ή αναγνωστών, θα είναι αύριο και από τα πρώτα θύματά του. Βεβαίως, οι θεράποντες του οικονομικού λαϊκισμού ποσώς ενδιαφέρονται για τα μέλλοντα να συμβούν. Είναι συνήθως τυφλωμένοι από την επίτευξη γρήγορων και ακόπων υλικών και ηθικών πλεονεκτημάτων, με αποτέλεσμα το αύριο να τους αφήνει αδιάφορους. Παρουσιάζεται, έτσι, το προκλητικό θέαμα παχυλότατα αμειβόμενοι τηλεπαρουσιαστές να αναγορεύονται σε «προστάτες» των πτωχών και να μας «αναλύουν» ποια «δεινά» προκαλεί στην χώρα το ξένο κεφάλαιο. Οι τηλεπαρουσιαστές αυτοί προσποιούνται ότι αγνοούν –ή πράγματι δεν γνωρίζουν- ότι, στην χώρα της Ολυμπιάδος του 2004, όχι μόνον δεν έχει τα τελευταία χρόνια πραγματοποιηθεί καμία ξένη επένδυση αλλά ούτε και πρόκειται να πραγματοποιηθεί την προσεχή πενταετία. Αποκαλυπτική, από την άποψη αυτή, είναι η τελευταία έκθεση της εταιρείας συμβούλων Ernst and Young, την οποία η Ελλάς είναι παντελώς απούσα από πλευράς αλλοδαπού επενδυτικού ενδιαφέροντος. Από τα 1.895 επενδυτικά σχέδια που κατεγράφησαν για το 2002 σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και μέσω των οποίων θα εδημιουργούντο στην Ευρώπη 246.000 θέσεις εργασίας, ούτε ένα δεν αφορούσε την Ελλάδα. Το ίδιο ισχύει και για το 2001, έτος κατά το οποίο κατεγράφησαν στην Ευρώπη 1.974 επενδυτικά σχέδια, τα οποία θα δημιουργούσαν 340.000 θέσεις εργασίας. Αντιθέτως, η κατά κάποιους Έλληνες «πολιτικούς» και «προοδευτικούς» αστέρες, «βρωμερή» χώρα που ονομάζεται Ηνωμένο Βασίλειο, προσέλκυσε το 20% των ανωτέρω επενδύσεων, από τις οποίες δημιουργήθηκαν και 46.000 θέσεις εργασίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο ακολουθείται από την Γαλλία, την Γερμανία, την Ουγγαρία και την Τσεχία, χώρες οι οποίες συνολικά απορρόφησαν το 60% του συνόλου των επενδυτικών σχεδίων. Επίσης, ένα 3% από τις επενδύσεις αυτές κατευθύνθηκε στην γειτονική μας Τουρκία, παρά τα σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα αυτή. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, και το γεγονός ότι η Ελλάς δεν αναφέρεται καν ως επενδυτικός προορισμός και στις υψηλές τεχνολογίες, με μοναδική εξαίρεση μία επένδυση αγνώστων στοιχείων στις τηλεπικοινωνίες. Όλες αυτές οι πληροφορίες που περιέχονται στην έκθεση της Ernst and Young φανταζόμεθα ότι θα ικανοποιούν ιδιαιτέρως την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, γιατί επιβεβαιώνουν την αδάμαστη θέλησή της «να γίνουμε Ιρλανδία». Ωστόσο, η μετατροπή της χώρας σε επενδυτική Σαχάρα μας δημιουργεί δύο θεμελιώδη ερωτηματικά. Πρώτον, εφ’ όσον δεν πρέπει «να γίνουμε Ιρλανδία», τότε ποιος ο λόγος ο Ελληνας φορολογούμενος να επιβαρύνεται με την λειτουργία του Ελληνικού Κέντρου Επενδύσεων (ΕΛΚΕ); Δεύτερον, οι επιχειρηματίες – καναλάρχες που χρηματοδοτούν αφειδώς την διαπόμπευση των επενδύσεων και κάθε έννοια υπεύθυνης οικονομικής ενημερώσεως, αύριο, χωρίς παραγωγικές δραστηριότητες και άνοδο του εθνικού πλούτου, από πού θα αντλούν διαφημιστικά έσοδα; (Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ 11/06/03)