Όταν όλα πάνε καλά, οι τράπεζες είναι και αυτές καλές. Προσφέρουν στεγαστικά, καταναλωτικά, βιομηχανικά, βιοτεχνικά και εμπορικά δάνεια, καθώς και δυνατότητες διαχειρίσεως σημαντικών ποσών. Θέτουν στην διάθεση της πελατείας τους ποικίλα χρηματοοικονομικά προϊόντα, όπως αμοιβαία κεφάλαια και άλλα. Βοηθούν εταιρείες να εισαχθούν στα χρηματιστήρια ή, μέσω της τεχνικής του leasing, να αποκτήσουν πάγια στοιχεία.

Όταν όλα πάνε καλά, οι τράπεζες είναι και αυτές καλές. Προσφέρουν στεγαστικά, καταναλωτικά, βιομηχανικά, βιοτεχνικά και εμπορικά δάνεια, καθώς και δυνατότητες διαχειρίσεως σημαντικών ποσών. Θέτουν στην διάθεση της πελατείας τους ποικίλα χρηματοοικονομικά προϊόντα, όπως αμοιβαία κεφάλαια και άλλα. Βοηθούν εταιρείες να εισαχθούν στα χρηματιστήρια ή, μέσω της τεχνικής του leasing, να αποκτήσουν πάγια στοιχεία.

Συμβαίνει, όμως, οι τράπεζες να μην προσφέρουν ομπρέλλες όταν βρέχει και να απαιτούν επιστροφή των δανεικών στις προθεσμίες που έχουν συμφωνηθεί. Αυτή είναι και η στιγμή που οι τράπεζες γίνονται αντιπαθέστατες –ενίοτε δε, δικαίως. Τότε οι τράπεζες κατηγορούνται για αντικοινωνική συμπεριφορά και άλλα παρόμοια, χωρίς τα γεγονότα να εξετάζονται κατά περίπτωσιν.

Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και χιλιοευνοημένοι από τις τράπεζες με θαλασσοδάνεια και άλλες σχετικές διευκολύνσεις ζητούν την επανακρατικοποίηση της Εθνικής Τράπεζας, αν όχι ολόκληρου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Με αφορμή, λοιπόν, αυτή την φιλολογία, θα θέλαμε να φέρουμε εις γνώσιν κάθε ενδιαφερομένου ορισμένες πτυχές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

Υπενθυμίζουμε ότι, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας τού 1990, το σύστημα αυτό ήταν σε ποσοστό 80% και πλέον κρατικοποιημένο, άρα κομματικοποιημένο. Μεγάλες ελληνικές τράπεζες δάνειζαν επιχειρηματίες και επιχειρήσεις με αμιγώς κομματικά κριτήρια και σύμφωνα με το ανθρώπινο δυναμικό που θα προσελάμβαναν. Εξυπηρετούσαν, δηλαδή, το ελληνικό πελατειακό σύστημα.

Έτσι, για μακρά περίοδο, ακόμα και μη κομματικοποιημένες ελληνικές επιχειρήσεις, λειτουργώντας σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων, δανείζονταν τα απαραίτητα κεφάλαια για την λειτουργία και την ανάπτυξή τους με αρκετά υψηλότερο κόστος σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις, γεγονός που είχε άμεση επίπτωση στο λειτουργικό κόστος και, κατ’ επέκτασιν, στην ανταγωνιστικότητά τους. Οι δυσκολίες χρηματοδοτήσεως ήταν μεγαλύτερες για τις μικρότερες επιχειρήσεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν μεγαλύτερες δυσκολίες στην πρόσβασή τους σε ξένα κεφάλαια. Παρόμοια εικόνα αντιμετώπιζαν και οι ιδιώτες, καθώς το κόστος τόσο των καταναλωτικών όσο και των στεγαστικών δανείων ήταν αρκετά υψηλό και τα κριτήρια για την χορήγηση τέτοιων δανείων ήταν ιδιαιτέρως αυστηρά. Αυτή ήταν και η αιτία που το συνολικό ύψος αυτών των δανείων ήταν ιδιαιτέρως χαμηλό μέχρι την ελληνική ένταξη στη ζώνη του ευρώ.

Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι, ως το τέλος του 2000, τα ελληνικά επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό με βάση τα επιτόκια παρεμβάσεως της Τράπεζας της Ελλάδος, τα οποία, με την σειρά τους, προσδιορίζονταν με βάση τα μακροοικονομικά δεδομένα, τους ισχύοντες κινδύνους αγοράς και τις ανάγκες της οικονομίας. Για τον λόγο αυτό, το ύψος των επιτοκίων χορηγήσεων παρέμενε σε υψηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με τα επιτόκια που ίσχυαν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες και άρα στην ουσία έπληττε ανταγωνιστικά τις ελληνικές επιχειρήσεις –οι οποίες, από την άλλη πλευρά, εκαλούντο να λειτουργήσουν στο καθεστώς της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.

Επίσης, στην διάρκεια της κομματικοποιήσεως του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είχε αναπτυχθεί στην Ελλάδα μία απιθάνων διαστάσεων τοκογλυφική αγορά, την οποία ευνοούσαν και τραπεζικά στελέχη, κυρίως στην περιφέρεια. Οργίαζε επίσης και ο –μοναδικός στην Ευρώπη– θεσμός των μεταχρονολογημένων επιταγών που, όπως και η τοκογλυφία, ουδέποτε κατηγορήθηκαν για κοινωνική αναλγησία. Όμως, χιλιάδες επιχειρήσεις και ιδιώτες κατεστράφησαν από αυτό το εκρηκτικό χρηματοπιστωτικό κοκτέιλ.

Ωστόσο, τα είκοσι τελευταία χρόνια, μπροστά στην διεθνή απελευθέρωση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και την πορεία μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα άρχισε να εκσυγχρονίζεται. Προς αυτή την κατεύθυνση βοήθησαν άνθρωποι όπως ο κ. Γιάννης Κωστόπουλος, ο αείμνηστος Θεόδωρος Καρατζάς, ο δολοφονηθείς από τους «σωτήρες» του λαού της «17 Νοέμβρη» Μιχάλης Βρανόπουλος. Αργότερα, ενεργό ρόλο έπαιξαν οι κ.κ. Τάκης Αράπογλου, Μιχάλης Σάλλας, Νίκος Νανόπουλος και άλλοι.

Έτσι, με τον σταδιακό μετασχηματισμό του χρηματοοικονομικού συστήματος, παρατηρήθηκαν οι ακόλουθες εξελίξεις:

- Καταργήθηκαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, καθώς και όλοι οι διοικητικοί περιορισμοί στους όρους λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος που ίσχυσαν σε όλη την διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου.

- Οι τράπεζες ειδικού σκοπού –κτηματικές, επενδυτικές, ναυτιλιακές– έπαψαν να υφίστανται. Οι τράπεζες που τελούσαν υπό τον έλεγχο του Δημοσίου μετατράπηκαν σε ανώνυμες εταιρείες, με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο και μετοχολόγιο ένα ευρύ φάσμα Ελλήνων και ξένων ιδιωτών και θεσμικών επενδυτών, ενώ καταργήθηκε και η συντριπτική πλειοψηφία των ειδικών προνομίων τα οποία απολάμβαναν οι εν λόγω τράπεζες.

- Απαγορεύτηκε η νομισματική χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του ελληνικού Δημοσίου, καθώς και η επιβολή της υποχρέωσης στις τράπεζες να επενδύουν σημαντικότατο ποσοστό των καταθέσεών τους σε τίτλους του ελληνικού Δημοσίου –με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί η πρωτογενής και δευτερογενής αγορά αυτών των τίτλων και να απελευθερωθούν δανειακά κεφάλαια προς διοχέτευση σε παραγωγικές επενδύσεις.

- Ταυτοχρόνως, επετράπη σε όλες τις τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα η παροχή του συνόλου των επενδυτικών υπηρεσιών που προσφέρονται στις κεφαλαιαγορές, καθώς και η διαμεσολάβηση στην παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών.

- Το 2003, απελευθερώθηκε πλήρως και η καταναλωτική πίστη.

Όσοι, λοιπόν, «ονειρεύονται» την επανακρατικοποίηση του τραπεζικού μας συστήματος, τί επιδιώκουν τελικώς; Να υπαχθεί εκ νέου υπό τον έλεγχο της τοπικής πολιτικής φεουδαρχίας;

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 18/11/2008)