Κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις. Το ίδιο συμβαίνει σήμερα και με την παγκόσμια οικονομία. Από την μία μεριά μαστίζεται από επιβράδυνση και, σε αρκετές περιπτώσεις, ύφεση. Όμως, η άλλη όψη του νομίσματος έχει κάποιες θετικές πλευρές για τις οποίες δεν γίνεται πολύς λόγος. Γι’ αυτό θα τις καταγράψουμε, διότι πιστεύουμε ότι έχουν μεγάλη σημασία.
Μία πρώτη θετική πλευρά της οικονομικής κρίσεως είναι οι χαμηλές τιμές των μετοχών –κάποιες από τις οποίες φθάνουν μέχρι 0,50 ευρώ. Η εξέλιξη αυτή, η οποία παρατηρείται στα περισσότερα χρηματιστήρια του κόσμου, κατά πολλούς σχολιαστές θα έπρεπε να έχει πυροδοτήσει αντιδράσεις, τόσο από την πλευρά των επενδυτών όσο και των τολμηρών κυβερνήσεων.
Όπως επισημαίνει και ο διαπρεπής αρθρογράφος των «Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς», κ. Μάρτιν Γουόλφ, αυτή η πορεία των τιμών των μετοχών προκύπτει μαθηματικώς και από τους περίφημους δείκτες του νομπελίστα οικονομολόγου Τζαίημς Τόμπιν, οι οποίοι είναι από κάθε άποψη θετικοί. Κατά συνέπεια, για πρώτη φορά έπειτα από σχεδόν δύο δεκαετίες, οι επενδυτές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα βρίσκονται μπροστά σε ελκυστικές χρηματιστηριακές αποτιμήσεις. Παράλληλα, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές πιέσεις προς την κατεύθυνση της περαιτέρω πτώσης των τιμών. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι επενδυτές που αναζητούν ευκαιρίες στον «πάτο» των αγορών, ίσως αρχίσουν να προσφέρουν τα κεφάλαια που έχουν ανάγκη οι εταιρείες, ειδικά από την στιγμή που θα δημιουργηθεί μία ορατή βάση στήριξης των τιμών.
Μία δεύτερη θετική πλευρά της οικονομικής κρίσεως είναι η εκλογίκευση των τιμών των ακινήτων. Οι τελευταίες, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως λ.χ. η Γαλλία, είχαν φθάσει σε σχεδόν παρανοϊκά επίπεδα, με αποτέλεσμα να τιμωρούνται τελικώς οι αγοραστές. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο οι τιμές υποχωρούν, γεγονός το οποίο αναμένεται να ενθαρρύνει τους αγοραστές, που τους τελευταίους μήνες είχαν «παγώσει». Θετική προς την κατεύθυνση αυτή κρίνεται και η κατά μισή μονάδα μείωση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ασχέτως αν αυτή δεν είναι αισθητή στην Ελλάδα.
Οι περισσότεροι ειδικοί προβλέπουν, επίσης, ότι η πτώση των τιμών του πετρελαίου και των πρώτων υλών θα έχει θετικές επιπτώσεις και στον πληθωρισμό, τον οποίο βλέπουν να πέφτει στα επίπεδα του 2%. Κατ’ επέκτασιν, οι ειδικοί προβλέπουν και περαιτέρω μείωση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, γεγονός που θα μπορούσε να έχει θετικές ψυχολογικές επιπτώσεις και να ωθήσει τις τράπεζες να αρχίσουν να δανείζονται μεταξύ τους. Μία τέτοια εξέλιξη θα ήταν πραγματική τονωτική ένεση, όχι τόσο για τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες μπορούν να επαναχρηματοδοτούνται από τις αγορές, όσο για τις μικρομεσαίες, οι οποίες σήμερα τελούν υπό πιστωτική ασφυξία. Ακόμα χειρότερα, πληρώνουν ακριβά και το κόστος του χρήματος, όταν αυτό μπορεί να βρεθεί. Το θέμα είναι, βεβαίως, ότι η πτώση των επιτοκίων δεν γίνεται αμέσως αισθητή. Συνεπώς, οι όποιες θετικές επιπτώσεις τυχόν υπάρξουν θα γίνουν αισθητές μετά το πρώτο εξάμηνο του 2009.
Άλλη θετική πλευρά της κρίσεως είναι η πτώση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολλαρίου. Η εκλογίκευση της ισοτιμίας αυτής θα βοηθήσει την εξαγωγική δραστηριότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά τους. Ωστόσο, έγκυροι οικονομολόγοι είναι πολύ επιφυλακτικοί ως προς την πορεία της ισοτιμίας ευρώ/δολλαρίου και φοβούνται ότι το περίφημο Σχέδιο Πώλσον για ενίσχυση της αμερικανικής οικονομίας με 700 δισεκατ. δολλάρια θα επιδεινώσει την παρατηρούμενη ανισορροπία των δημοσίων οικονομικών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Αν κλονισθεί η εμπιστοσύνη στο αμερικανικό νόμισμα, θα ζήσουμε μία πραγματική καταστροφή», τονίζει ο έγκριτος Γάλλος πρόεδρος της Λέσχης Οικονομολόγων, καθηγητής Ζαν-Ερβέ Λορενεζί. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι, με αφορμή την κρίση, θα υπάρξουν και κάποιες πρόσθετες θετικές επιπτώσεις, που είναι η ισχυροποίηση των τραπεζικών συστημάτων μέσω συγχωνεύσεων τραπεζών, η επιστροφή της βιομηχανίας στην πρωτοκαθεδρία και η ηθικοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος.
Για την Ελλάδα, η διεθνής οικονομική κρίση προσφέρει μία μεγάλη ευκαιρία στην κυβέρνηση να πραγματοποιήσει σοβαρές διαρθρωτικές αλλαγές και να συμβάλει στην εξυγίανση νοσούντων τομέων της ελληνικής οικονομίας. Κυρίως δε, απαιτείται εις βάθος αναδιάρθρωση του παραγωγικού μας ιστού, διότι η ελληνική μεταποίηση δεν μπορεί εσαεί να στηρίζεται σε δραστηριότητες των αρχών του 20ου αιώνα.
Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι οι μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές απαιτούν και σημαντικό πολιτικό θάρρος –είδος εν ανεπαρκεία στην χώρα μας.
(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 02/12/2008)