Περί Πραγματικής Οικονομίας

Τον τελευταίο καιρό πολύς λόγος γίνεται, σε Ελλάδα και Ευρώπη, για την πραγματική οικονομία και την εκ νέου ανάδειξή της σε κινητήριο δύναμη, μετά την κατάρρευση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Με τον όρο «πραγματική οικονομία» οι αναφερόμενοι σε αυτήν εννοούν δραστηριότητες οι οποίες αφορούν στην αγροτική παραγωγή, στην βιομηχανία και στις υπηρεσίες όπως το εμπόριο, η ναυτιλία, ο τουρισμός και άλλες.
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Παρ, 12 Δεκεμβρίου 2008 - 10:00

Τον τελευταίο καιρό πολύς λόγος γίνεται, σε Ελλάδα και Ευρώπη, για την πραγματική οικονομία και την εκ νέου ανάδειξή της σε κινητήριο δύναμη, μετά την κατάρρευση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Με τον όρο «πραγματική οικονομία» οι αναφερόμενοι σε αυτήν εννοούν δραστηριότητες οι οποίες αφορούν στην αγροτική παραγωγή, στην βιομηχανία και στις υπηρεσίες όπως το εμπόριο, η ναυτιλία, ο τουρισμός και άλλες.

Έτσι, στην βάση αυτής της λογικής, αρκετές κυβερνήσεις της ευρωζώνης, με πρώτη την γαλλική, έχουν εξαγγείλει και θέσει σε εφαρμογή προγράμματα ενισχύσεως της επιχειρηματικής δραστηριότητος και καταπολεμήσεως της ανεργίας. Επίσης, ενισχύουν καινοτόμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις διότι είναι βέβαιον ότι, μέσα από την παρούσα κρίση, οι επιχειρήσεις που μπορούν να νεωτερίζουν θα είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι της στασιμότητος. Το ερώτημα, συνεπώς, που τίθεται είναι αυτό της πορείας της ελληνικής οικονομίας σε ένα ζοφερό διεθνές περιβάλλον και με δεδομένες τις σοβαρές μακροοικονομικές και μικροοικονομικές διαρθρωτικές αδυναμίες. Στο επίπεδο αυτό υπάρχουν τόσον θετικές, όσο και αρνητικές πλευρές.

Εξετάζοντας τις πρώτες, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η χώρα μας απολαμβάνει την συναλλαγματική σταθερότητα που τής παρέχει η συμμετοχή της στην ζώνη του ευρώ, συνεπώς είναι προφυλαγμένη σε μεγάλο βαθμό από το ενδεχόμενο υποτιμητικής κερδοσκοπίας –την οποία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να προκαλέσει η μεγάλη διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών της. Δεύτερον, η επιχειρηματική δαπάνη για επενδύσεις αναμένεται να συνεχίσει την πορεία, υποστηριζόμενη τόσο από συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), όσο και από τις ευνοϊκές διατάξεις του Επενδυτικού Νόμου του 2005.

Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, για μεν τις ΣΔΙΤ έχουν ήδη εγκριθεί κονδύλια ύψους 3,1 δισ. ευρώ για νέες επενδύσεις σε τομείς δραστηριοτήτων όπως ο τουρισμός, η παιδεία, η υγεία, η περιφερειακή ανάπτυξη και οι κατασκευές. Επίσης, στο πλαίσιο του Επενδυτικού Νόμου, έχουν ήδη υποβληθεί περί τις τέσσερις χιλιάδες αιτήσεις για επενδύσεις στην βιομηχανία, την ενέργεια, τον τουρισμό και σε άλλους τομείς, βάσει των οποίων έχουν ήδη εγκριθεί κονδύλια συνολικού ύψους 12 δισ. ευρώ.

Η συνολική δαπάνη για δημόσιες επενδύσεις αναμένεται επίσης να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα το τρέχον έτος και την επόμενη πενταετία, καθώς ο κρατικός προϋπολογισμός θα συνεχίσει να παρέχει κονδύλια για την συγχρηματοδότηση έργων τα οποία συνδέονται με την αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων του 4ου ΚΠΣ. Συνολικά, ο λόγος συνολικής επενδυτικής δαπάνης προς ΑΕΠ στην Ελλάδα παραμένει υψηλότερος του μέσου όρου της ευρωζώνης τα τελευταία έτη, υποστηρίζοντας έτσι τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας, έστω και με ρυθμούς που είχε προβλέψει ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, κ. Γ. Αλογοσκούφης, πριν λίγους μήνες.

Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική πραγματική οικονομία παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες. Η ελληνική παραγωγή είναι στο σύνολό της καθυστερημένη ως προς την διεθνή ζήτηση, ελάχιστα ανταγωνιστική και σχετικώς χαμηλού τεχνολογικού επιπέδου. Έτσι, σε μεγάλο βαθμό η Ελλάδα παράγει προϊόντα τα οποία άλλες χώρες παράγουν φθηνότερα. Στο επίπεδο των υπηρεσιών, ο ελληνικός τουρισμός –παρά τα σημαντικά βήματα προόδου που έχει κάνει τα τελευταία είκοσι χρόνια– υστερεί σε καινοτομίες, σε ποικιλία και σε ποιότητα.

Ωστόσο, οι μεγάλες πληγές της ελληνικής πραγματικής οικονομίας είναι η δημόσια διοίκηση της χώρας, από την μία μεριά, και ο συνδικαλισμός, από την άλλη. Η διεφθαρμένη ελληνική γραφειοκρατία κοστίζει το 7% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος στις ελληνικές επιχειρήσεις και περίπου άλλο τόσο κοστίζουν οι συμμορίες που λυμαίνονται τα λιμάνια, τις μεταφορές και άλλους τομείς της οικονομικής ζωής. Αν στις πληγές αυτές προστεθούν η απαράδεκτη παιδεία και η επικίνδυνη τηλεόραση, τότε τόσο το άμεσο όσο και το μακρυνό μέλλον της ελληνικής πραγματικής οικονομίας είναι κάτι περισσότερο από αβέβαια. Γι’ αυτό και θεωρούμε ότι, παρά κάποιους θετικούς δείκτες, το 2009 ίσως αποδειχθεί μοιραία χρονιά για το οικονομικό μέλλον της χώρας –και όχι μόνον.


(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 10/12/2008)