Η Δικαιοσύνη Ανάχωμα στη Διαφθορά

Δεν υπάρχει άλλη χώρα της Ευρώπης, με καθημερινές καταλήψεις, διαδηλώσεις και ληστείες. Τη θλιβερή αυτή αποκλειστικότητα έχει μόνο η Ελλάδα. Και τη διατηρεί επί πολλές δεκαετίες. Ομως, τα εκφυλιστικά αυτά κοινωνικά φαινόμενα, που είναι απότοκα της παρερμηνείας και διαστρεβλώσεως της εννοίας της Δημοκρατίας, έχουν ενταθεί, κατά τη διάρκεια της «νέας διακυβερνήσεως».
Του Βασ. Αθ. Κόκκινου
Παρ, 6 Φεβρουαρίου 2009 - 13:21
Δεν υπάρχει άλλη χώρα της Ευρώπης, με καθημερινές καταλήψεις, διαδηλώσεις και ληστείες. Τη θλιβερή αυτή αποκλειστικότητα έχει μόνο η Ελλάδα. Και τη διατηρεί επί πολλές δεκαετίες. Ομως, τα εκφυλιστικά αυτά κοινωνικά φαινόμενα, που είναι απότοκα της παρερμηνείας και διαστρεβλώσεως της εννοίας της Δημοκρατίας, έχουν ενταθεί, κατά τη διάρκεια της «νέας διακυβερνήσεως».

Ματαίως διερωτώνται οι σκεπτόμενοι πολίτες, γιατί η Κυβέρνηση που επαγγέλθηκε την «επανίδρυση των κράτους», ανέχεται την αδρανοποίησή του και την περιφρόνηση των νόμων του από ομάδες ατιθάσων ή και κακών πολιτών του. Απορούν δε πώς συμβιβάζεται η ηγετική εμφάνιση του κ. Καραμανλή στις ομιλίες του και η πρωτοφανής ανοχή του ενώπιον φαινομένων αυθαιρεσίας και παρανομίας. Ωσάν να γίνεται διαφορετικός άνθρωπος, όταν σβήνουν οι προβολείς των τηλεοπτικών δικτύων. Οπως ακριβώς οι καλοί ηθοποιοί, όταν υποδύονται επιτυχώς διαφόρους ρόλους και στη συνέχεια παραδίδονται στις συνήθειές τους.

Τι έχει να φοβηθεί, άραγε, η Κυβέρνηση από την εφαρμογή του Συντάγματος και των νόμων του Κράτους; Οι μόνοι που δεν θέλουν εφαρμογή τούτων, είναι οι αναρχικοί, οι εγκληματίες, οι φυγόδικοι και γενικώς οι εχθροί κάθε είδους νομιμότητος και εξουσίας.

Αυτοί, και αν ακόμη η Κυβέρνηση συμμορφωνόταν απολύτως προς τις επιθυμίες και επιδιώξεις τους, δεν θα την ψήφιζαν ποτέ. Αλλά έστω, ότι ένα μέρος τούτων είναι δυνατόν να δελεασθεί από την ανοχή και αδράνεια των κυβερνώντων και να τους ψηφίσει. Εκείνοι που δυσαρεστούνται από την πολιτική της Κυβερνήσεως είναι απείρως περισσότεροι, σοβαρότεροι και αξιότεροι πολίτες.
Επομένως το πολιτικό συμφέρον των κυβερνώντων είναι να εφαρμόζουν τους νόμους του Κράτους και να μην επιτρέπουν τις καταλήψεις των εκπαιδευτηρίων, ούτε των δημοσίων οδών και πλατειών, τις οποίες επιχειρούν σχεδόν καθημερινώς οι ανένταχτοι αναρχικοί, οι ανήκοντες σε διαφόρους πολιτικούς χώρους ταραξίες και οι κατευθυνόμενοι επαγγελματίες διαδηλωτές.

Καθημερινώς αναγγέλλονται διαδηλώσεις διαφόρων κατηγοριών πολιτών, με ποικίλα αιτήματα, από λογικά έως προφανώς παράλογα. Το χειρότερο όμως είναι, ότι η Αστυνομία, με εντολή της Κυβερνήσεως ασφαλώς, σπεύδει να διακόψει την κυκλοφορία, για να διευκολύνει τους διαδηλωτές, έστω και αν ο αριθμός τους δεν υπερβαίνει ελάχιστες δεκάδες! Βεβαίως, κάθε διακοπή της κυκλοφορίας παραλύει την εμπορική κίνηση του κέντρου της πόλεως και δυσχεραίνει τη δυνατότητα των πολιτών να διεκπεραιώσουν επείγουσες εργασίες τους. Με συνέπεια να αποφεύγουν αυτό συστηματικώς. Ετσι, το τελευταίο καταδικάζεται σε εμπορική απραξία και μαρασμό.

Κατ’ επανάληψη έχει γραφεί ότι πρέπει να ρυθμισθεί νομοθετικώς ο τρόπος πραγματοποιήσεως των διαδηλώσεων, χωρίς να διακόπτεται η κυκλοφορία πεζών και τροχοφόρων, όπως γίνεται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ο κ. Βύρων Πολύδωρας ήταν ο μόνος Υπουργός Δημοσίας Τάξεως, που είχε αποδεχθεί την ανάγκη νομοθετικής ρυθμίσεως των διαδηλώσεων και είχε εξαγγείλει την πρόθεσή του να προβεί σε σχετική πρόταση νόμου, για τη ρύθμιση αυτή.

Αλλά απεχώρησε της Κυβερνήσεως πριν πραγματοποιήσει τις εξαγγελίες του. Εκτοτε, οι διάδοχοί του εξακολουθούν να τηρούν απαράδεκτη υποχωρητικότητα έναντι των διαδηλωτών, διευκολύνουν δε αυτούς καθημερινώς διά της διακοπής της κυκλοφορίας. Ετσι εμποδίζονται οι πολλοί να ασκήσουν το συνταγματικό τους δικαίωμα της ελευθέρας κυκλοφορίας, χάριν των ολίγων, που επιμένουν να επιβάλουν αυθαιρέτως τα αιτήματά τους. Η πρακτική αυτή δεν είναι δυνατόν να μην είναι της εγκρίσεως του κ. Πρωθυπουργού, υπευθύνου σε κάθε περίπτωση για τη συνεχιζόμενη παράλυση της πρωτευούσης με τη συχνή διακοπή της κυκλοφορίας και των συναλλαγών στο κέντρο αυτής.

Η αυθαιρεσία και ο εκβιασμός της κυβερνήσεως από ορισμένες κοινωνικές ομάδες, υπερέβη κάθε λογικό όριο, διά της καταλήψεως των κυριοτέρων οδικών αρτηριών της χώρας, από αγρότες και κτηνοτρόφους πολλών περιοχών της. Ως έκφραση διαμαρτυρίας τους διότι αναγκάζονται να πωλούν τα προϊόντα τους προς τους χονδρεμπόρους, σε τιμές κάτω του κόστους της παραγωγής τους.
Αλλά, εάν κάθε επαγγελματική ομάδα είχε το δικαίωμα να διακόπτει την κυκλοφορία στη χώρα για να γίνουν δεκτά τα αιτήματά της, θα έπρεπε η πατρίδα μας να έχει μεταβληθεί σε ζούγκλα, κυριαρχούμενη από το δίκαιο των ισχυροτέρων. Ομως, ο ποινικός κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών την παρακώλυση της χρήσεως κοινόχρηστης οδού ή άλλης εγκαταστάσεως εξυπηρετούσης τη συγκοινωνία (άρθρο 292). Και εάν από την πράξη αυτή προκλήθηκε κατάσταση ανάγκης, προβλέπει την επιβολή ποινής καθείρξεως.

Ο πολιτικός κόσμος ανέχεται την παραβίαση των νόμων και τους εκβιασμούς των καταληψιών, παρά το ότι παρακωλύεται η κυκλοφορία προσώπων και αγαθών, που αποτελεί βασική αρχή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Μέλη της Κυβερνήσεως, αλλά και στελέχη της Αντιπολιτεύσεως δηλώνουν τηλεοπτικώς, πως οι αγρότες και κτηνοτρόφοι έχουν δίκαιο, αφού τα προϊόντα τους αγοράζονται στο 1/20 της τιμής, με την οποία διατίθενται από τους χονδρεμπόρους στη λιανική πώληση. Αλλά το δίκαιο των αιτημάτων τους δεν εξωραΐζει, ούτε δικαιολογεί τον παράνομο τρόπο, με τον οποίο οι ανωτέρω διεκδικούν την αποζημίωσή τους από το Κράτος.

Με τη λογική τούτων, οι καταστηματάρχες των Αθηνών, τα εμπορεύματα των οποίων αποτεφρώθηκαν ή λεηλατήθηκαν τον παρελθόντα Δεκέμβριο, θα ήσαν δικαιολογημένοι, αν καταλάμβαναν το κέντρο της πόλεως και έκλειναν τους δρόμους της, με τα αυτοκίνητά τους, προβάλλοντες αξίωση αποζημιώσεώς τους από το Κράτος!

Θα έπρεπε επομένως η Κυβέρνηση να μην έχει κανένα διάλογο με τους παραβάτες του ποινικού κώδικος. Αλλά να διατάξει την Αστυνομία να πράξει το καθήκον της, συλλαμβάνουσα τους καταληψίες και οδηγούσα αυτούς στους κατά τόπους Εισαγγελείς. Τούτο θα έπρεπε να είχαν πράξει και οι τελευταίοι, οι οποίοι, παραλείποντες την άσκηση ποινικής διώξεως για εγκλήματα τιμωρούμενα αυτεπαγγέλτως, διαπράττουν κατάχρηση δικαιώματος, σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 239 περ. β Π.Κ.).

Με εξαίρεση τον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ο οποίος -έστω και με κάποια καθυστέρηση- με παραγγελία του προς την Αστυνομία ζήτησε να ενεργηθούν τα νόμιμα, όλοι οι άλλοι συνάδελφοί του, εσιώπησαν ή αδράνησαν, αφού καμία σχετική ενέργειά τους δεν έγινε γνωστή. Το αυτό έπραξαν και τα ελέγχοντα τους Εισαγγελείς αρμόδια πειθαρχικά όργανα.

Προδήλως, διότι η ανοχή των καταληψιών ήταν κυβερνητική γραμμή. Η εξέλιξη αυτή όμως, κάθε άλλο παρά συμβιβάζεται με τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη ανεξαρτησία της Δικαστικής Αρχής, περί της οποίας ακούσθηκαν διθύραμβοι, στην τελευταία Συνέλευση Δικαστών και Εισαγγελέων!

Σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους, οι τελευταίοι εφαρμόζονται από τους Εισαγγελείς και τα Δικαστήρια ανεξαρτήτως της εκάστοτε διαφόρου τυχόν επιθυμίας των κυβερνώντων. Γι’ αυτό και ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου απεκάλεσε τον θεσμό της Δικαιοσύνης προπύργιο της Δημοκρατίας και όχι των πολιτικών. Ωστόσο, προέχον και για τους τελευταίους, θα έπρεπε να είναι το δίκαιο, όχι δε το πολιτικό τους συμφέρον, το οποίο μάλιστα συχνά αντιλαμβάνονται και εσφαλμένως.

Οι εχέφρονες πολίτες διακρίνουν και επισημαίνουν πάντοτε την τεραστία διαφορά μεταξύ λόγων και έργων των πολιτικών, όταν τα τελευταία αναιρούν ή διαψεύδουν τις επαγγελίες τους. Κατά συνέπεια, ο λαός αναμένει τελικώς μόνον από τους ευσυνειδήτους και εντίμους Εισαγγελείς και Δικαστές, τόσον την προστασία του, όσον και τη σωτηρία της πατρίδος από τη συνεχή κατολίσθησή της, διά της φαύλης διακυβερνήσεως, των ποικίλων παρανομιών, της σπατάλης του δημοσίου χρήματος, της καλύψεως κάθε παραμελήσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων, της αναξιοκρατίας και της αναίσχυντης ευνοιοκρατίας. Και το μόνο όπλο που διαθέτουν προς τούτο, είναι η ψύχραιμη, επίμονη, αντικειμενική και αταλάντευτη εφαρμογή των νόμων του Κράτους, έναντι όλων!

Και το ερώτημα είναι, αφού όλοι παραδέχονται πως οι αγρότες έχουν δίκαιο, γιατί δεν εφαρμόζεται το άρθρο 405 του Π.Κ., που τιμωρεί την αισχροκέρδεια; Δεν γίνεται αντιληπτό, άραγε, πως τα σημερινά κοινωνικά φαινόμενα δεν θα εκλείψουν, αλλά αντιθέτως θα ενταθούν αν:
1 κυβερνώντες και λαός δεν συνειδητοποιήσουν ότι ελευθερία της οικονομίας δεν σημαίνει ασύδοτη κερδοσκοπία μέχρις αισχροκερδείας,
2δεν αυστηροποιηθούν οι ποινές της τελευταίας, ώστε να τιμωρείται με κάθειρξη η επιδίωξη προφανώς υπερβολικού κέρδους, επί βασικών ειδών πρώτης ανάγκης σε κρίσιμες οικονομικές συνθήκες. και
3δεν θεσμοθετηθούν απλοί, άμεσοι και αποτελεσματικοί μηχανισμοί, ελέγχου και διώξεως της αισχροκέρδειας.
Ολα τα άλλα κυβερνητικά μέτρα είναι ημίμετρα, που δεν πλήττουν το κακό στον πυρήνα του και, φυσικά, δεν είναι δυνατόν να το εξαλείψουν.

Ο κ. Βασ. Κόκκινος είναι Επίτ. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου

(Από την εφημερίδα ΑΞΙΑ, 31/01/2009)