Η Απειλή του Προστατευτισμού

Παραφράζοντας τον Κάρολο Μαρξ, θα λέγαμε ότι ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την παγκόσμια οικονομία. Αυτό του προστατευτισμού. Η εξέλιξη αυτή υποκρύπτει σοβαρότατους κινδύνους. Διότι, αν μπουν δασμολογικά και άλλα εμπόδια στο παγκόσμιο εμπόριο, τότε η κρίση την οποία θα γνωρίσουμε και θα ζήσουμε θα είναι καταστροφική. Κυριολεκτούμε δε με την διατύπωση της λέξεως αυτής. Και εξηγούμεθα.
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Δευ, 16 Φεβρουαρίου 2009 - 10:33
Παραφράζοντας τον Κάρολο Μαρξ, θα λέγαμε ότι ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την παγκόσμια οικονομία. Αυτό του προστατευτισμού. Η εξέλιξη αυτή υποκρύπτει σοβαρότατους κινδύνους. Διότι, αν μπουν δασμολογικά και άλλα εμπόδια στο παγκόσμιο εμπόριο, τότε η κρίση την οποία θα γνωρίσουμε και θα ζήσουμε θα είναι καταστροφική. Κυριολεκτούμε δε με την διατύπωση της λέξεως αυτής. Και εξηγούμεθα.

Η παρούσα παγκόσμια οικονομική –αλλά και κοινωνική, ταυτοχρόνως– κρίση, πέρα από την χρηματοοικονομική της υφή, έχει και μιαν άλλη διάσταση για την οποία δεν γίνεται πολύς λόγος –η οποία, όμως είναι σοβαρότατη κατά την γνώμη μας. Διότι, σε μεγάλο βαθμό, η κρίση οφείλεται στην νοσηρή διάδραση μεταξύ της ροπής ορισμένων χωρών να αναπτύσσουν μία πλεονασματική προσφορά και την αντίθετη ροπή άλλων χωρών να διατηρούν μία πλεονασματική ζήτηση. Η τελευταία, ωστόσο, υπήρχε χάρη στις χορηγούμενες πιστώσεις.

Σήμερα, όμως, ο δανεισμός των νοικοκυριών –ο οποίος ετροφοδοτείτο από τις πιστώσεις και συντηρούσε την ζήτηση στις ελλειμματικές χώρες– ξαφνικά διεκόπη. Και, αν δεν υπάρξει ανατροπή αυτής της καταστάσεως, το πλεόνασμα προσφοράς στις πλεονασματικές χώρες με την σειρά του θα καταρρεύσει.

Την κατάσταση αυτή περιέγραφε πολύ εύστοχα ο καθηγητής Μάϊκλ Πιττ στην εφημερίδα «Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς», στις 14 Δεκεμβρίου 2008. Θεωρούσε ότι ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε δύο οικονομικά στρατόπεδα. Στο πρώτο, βρίσκουμε τις χώρες που διαθέτουν εύκαμπτα πιστωτικά συστήματα τα οποία τροφοδοτούν την κατανάλωση. Στο δεύτερο, υπάρχουν οι χώρες με υψηλά επίπεδα αποταμιεύσεως και επενδύσεων. Οι ΗΠΑ αποτελούν το κλασσικό παράδειγμα στην πρώτη περίπτωση και η Κίνα ανταποκρίνεται πλήρως στην δεύτερη. Στην Ευρώπη, η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελλάδα αποτελούν μία μίνι εκδοχή των ΗΠΑ, ενώ η Γερμανία είναι μία ώριμη εκδοχή της Κίνας.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι η φούσκα της τιμής των ενεργητικών επέτρεψε την πλεονασματική προσφορά της Κίνας και ορισμένων άλλων χωρών, ενώ στον αναπτυγμένο κόσμο οι χρηματιστηριακές φούσκες και οι αντίστοιχες των ακινήτων δημιούργησαν μία νοσηρή ευφορία. Η εποχή αυτή παρήλθε ανεπιστρεπτί –και για πολλά χρόνια θα υποστούμε τις συνέπειές της.

Τί μπορεί λοιπόν να γίνει, για να εξομαλυνθεί αυτή η κατάσταση; Η πτώση της ζητήσεως σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, που είναι και χρηματιστηριακά εξασθενημένες, μπορεί να εξουδετερωθεί με δύο τρόπους: είτε με μέτρα στηρίξεως της ζητήσεως, είτε με βίαιη συμπίεση της προσφοράς. Στην τελευταία περίπτωση, όμως, ελλοχεύει ένας πολύ σοβαρός κίνδυνος. Οι ελλειμματικές χώρες εξαρτώνται από τις αντίστοιχες πλεονασματικές, ώστε να κρατήσουν τις αγορές τους ανοικτές. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε μία χώρα όπως η Κίνα –της οποίας το 45% του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος εξαρτάται από τις εξαγωγές της– θα έχει σοβαρό πρόβλημα, που ήδη είναι ορατό. Αν δε οι πλεονασματικές χώρες επιχειρήσουν να επιδοτήσουν την πλεονασματική προσφορά τους έναντι της ζητήσεως, τότε θα είναι αναπόφευκτα τα αντίποινα –τα οποία επίσης είναι ήδη ορατά.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η εκτόνωση της ζητήσεως θα ήταν η καλύτερη λύση. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι πώς μπορεί να στηριχθεί μία παρόμοια προσπάθεια. Λόγου χάρη, αν το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ φθάσει στο 10% του ΑΕΠ της χώρας αυτής, είναι αρκετό για να στηριχθεί η διεθνής ζήτηση; Η απάντησή μας είναι αρνητική. Το ίδιο ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι αδύνατον οι όποιες δημοσιονομικές ασωτίες της, όπως για παράδειγμα οι ελληνικές, να στηρίζουν την ζήτηση σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία. Συνεπώς, η παγκόσμια οικονομία έχει να αντιμετωπίσει μία πολύ σοβαρή πρόκληση, που είναι η στήριξη της ζητήσεως σε χώρες οι οποίες έχουν υψηλά εμπορικά πλεονάσματα και, ως εκ τούτου, σημαντικά συναλλαγματικά αποθέματα.

Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερον ότι η Κίνα θα πρέπει να δημιουργήσει μία οικονομία η οποία να στηρίζεται στην κατανάλωση και λιγότερο στις ανταγωνιστικές και επιδοτούμενες εξαγωγές. Αυτό υπαγορεύει το συμφέρον της, αλλά και το αντίστοιχο της παγκόσμιας οικονομίας. Από την άλλη όμως πλευρά, αν το G20, που θα συνεδριάσει τον Απρίλιο στο Λονδίνο, θέλει πραγματικά να σκύψει σοβαρά και ορθολογικά στην παγκόσμια οικονομία, θα πρέπει, και είναι πλέον ζωτικό, μεγάλο μέρος του πλεονάσματος των διεθνών κεφαλαίων να επενδυθεί στις αναπτυσσόμενες χώρες και όχι σε χρηματοοικονομικές φούσκες σε Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία.

Με άλλα λόγια, η παγκόσμια οικονομία, αντί για τον προστατευτισμό, θα πρέπει να υιοθετήσει μία διαφορετική και εξορθολογισμένη παγκοσμιοποίηση. Αυτή είναι και η μεγάλη πρόκληση της εποχής μας. Μία πρόκληση την οποία το βρεταννικό περιοδικό «The Economist» αποκαλεί αναβίωση του οικονομικού εθνικισμού, τονίζοντας ότι η Αμερική μπορεί πολλά να κάνει για την καταπολέμησή του –αρκεί, βεβαίως, να το θελήσει.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 10/02/2009)