Η Κρίση, η Όπερα και η Μουσική

Πριν μία δεκαετία, οι οικονομικός αναλυτής Αντρέ Κοστολάνι μού διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία, η οποία σίγουρα είναι εξόχως ενδιαφέρουσα. «Πριν από περίπου 200 χρόνια, έγινε στο παλάτι μιας Γαλλίδας δούκισσας ένας έντονος διάλογος μεταξύ των καλεσμένων για το τί είναι πιο σημαντικό σε μία όπερα: η μουσική ή τα λόγια. Ένας από τους καλεσμένους ήταν ποιητής και ένας άλλος μουσικός. Και οι δύο έκαναν κόρτε στην δούκισσα. Ο ένας έγραψε γι’ αυτήν ένα σονέτο και ο άλλος το επένδυσε με την μουσική του. Η δούκισσα έπρεπε να αποφασίσει ποιο από τα δύο τής άρεσε περισσότερο, η μουσική ή το κείμενο.
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Σαβ, 21 Φεβρουαρίου 2009 - 10:34
Πριν μία δεκαετία, οι οικονομικός αναλυτής Αντρέ Κοστολάνι μού διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία, η οποία σίγουρα είναι εξόχως ενδιαφέρουσα. «Πριν από περίπου 200 χρόνια, έγινε στο παλάτι μιας Γαλλίδας δούκισσας ένας έντονος διάλογος μεταξύ των καλεσμένων για το τί είναι πιο σημαντικό σε μία όπερα: η μουσική ή τα λόγια. Ένας από τους καλεσμένους ήταν ποιητής και ένας άλλος μουσικός. Και οι δύο έκαναν κόρτε στην δούκισσα. Ο ένας έγραψε γι’ αυτήν ένα σονέτο και ο άλλος το επένδυσε με την μουσική του. Η δούκισσα έπρεπε να αποφασίσει ποιο από τα δύο τής άρεσε περισσότερο, η μουσική ή το κείμενο. Η ιστορία αυτή δεν είναι παρά το περιεχόμενο της πασίγνωστης όπερας του Ρίχαρντ Στράους, Capriccio. Η δε κατάληξη αυτής της υπόθεσης δεν έκρυβε καμμία έκπληξη. Η δούκισσα παραδέχθηκε στο φινάλε της όπερας ότι δεν μπορεί να αποφασίσει –και έτσι το ερώτημα παρέμεινε αναπάντητο.

»Παρόμοια συζήτηση γίνεται εδώ και μερικά χρόνια ανάμεσα στους οικονομολόγους και στους ειδικούς της οικονομίας: Ποιο από τα δύο είναι σημαντικότερο στην διακυβέρνηση μιας χώρας, η οικονομική ισχύς ή η δημοσιονομική της κατάσταση;

»Και ενώ η δούκισσα δεν κατάφερε να υπερβεί το δίλημμα και να απαντήσει, εγώ νομίζω ότι μπορώ να τοποθετηθώ ξεκάθαρα στο ερώτημα. Στην όπερα, θεωρώ την μουσική σημαντικότερη, παράλληλα όμως δεν μπορώ να αγνοήσω και τα λόγια. Αν τα αγνοούσα, τότε δεν θα πήγαινα να δω όπερα, αλλά κονσέρτο, χωρίς το δράμα και τα κοστούμια. Στην διακυβέρνηση μιας χώρας, το πιο σημαντικό είναι η ισχύς της οικονομίας της –επενδύσεις, πλήρης απασχόληση, κλπ– και όχι τα χρηματικά της –δημοσιονομική κατάσταση. Αν μία χώρα βρίσκεται υψηλά οικονομικά, τότε θα τακτοποιηθούν και τα δημοσιονομικά της. Είναι μόνον ζήτημα χρόνου. Αντιθέτως, μία αδύνατη οικονομία δεν μπορεί ποτέ να επηρεάσει θετικά τα δημοσιονομικά της.

»Η απάντηση είναι ίσως λίγο αφηρημένη, αλλά ας δούμε αυτή την ίδια ερώτηση σε σχέση με την κατάσταση της υγείας ενός ανθρώπου. Είναι ποτέ δυνατόν ένας υγιέστατος άνθρωπος να αρρωστήσει μόνο και μόνο επειδή διέπραξε κάποιες μικροαμαρτίες; Και το αντίθετο. Είναι δυνατόν ένας βαριά ασθενής να γίνει τελείως καλά μόνο και μόνο επειδή ακολούθησε αυστηρά τις εντολές του γιατρού σε φάρμακα και δίαιτα; Και στις δύο περιπτώσεις, η απάντηση είναι: σίγουρα όχι».

Πρέπει έτσι να τονιστεί ότι, ισχυρές οικονομίες, όπως λόγου χάρη η αμερικανική, αντιμετώπισαν για αρκετά χρόνια με επιείκεια τον πληθωρισμό, προκειμένου να ενισχύσουν το παραγωγικό τους δυναμικό. Κατά την διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου, οι αμερικανικές επιχειρήσεις, χάρη στον πληθωρισμό, επένδυσαν, αυτοματοποίησαν και εξορθολογικοποίησαν μαζικά την οικονομία. Χάρη στις επενδύσεις τους αύξησαν την παραγωγικότητα της χώρας κατά 65%. Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Η παραγωγικότητα κάνει δυνατή την αύξηση των μισθών και των εν γένει αμοιβών, χωρίς να αυξηθούν και οι τιμές. Αυτό είναι όλο το μυστικό της ευημερίας.

Στο παρελθόν, είχαμε διαφορετικά είδη πληθωρισμού. Για παράδειγμα, τον πληθωρισμό των τιμών και των αμοιβών, όπου οι εργαζόμενοι απαιτούσαν υψηλότερους μισθούς, γεγονός που οδηγούσε στην άνοδο των τιμών. Αυτό, με την σειρά του, οδηγούσε στην μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να απαιτούν και πάλι αύξηση των αμοιβών τους. Ένα όντως επικίνδυνο σπιράλ. Ωστόσο, σε ποια ευρωπαϊκή χώρα υπάρχει σήμερα αδιάκοπη αύξηση των μισθών; Οι τιμές παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα κάτω από την πίεση της σαφώς υψηλότερης παραγωγικότητας. Η παραγωγικότητα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του πληθωρισμού.

Όμως, με αφορμή την ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών λειτουργιών, αυτή η πολύ σημαντική διάσταση της πραγματικής οικονομίας παραμελήθηκε –ιδιαιτέρως δε στην Ελλάδα και σε οικονομίες όπως η ιρλανδική, η ισπανική και η ιταλική. Στις οικονομίες αυτές, οι πιστώσεις άρχισαν από το 2000 και μετά να αναπτύσσονται ταχύτερα από τα εισοδήματα, με αποτέλεσμα την δημιουργία συνθηκών εκτροχιασμού. Όπως δε τονίζει και ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος Μισέλ Αλιεττά, όταν οι πιστώσεις αυξάνονται ταχύτερα από τον πραγματικό πλούτο μιας χώρας, αυτό σημαίνει ότι δεν οδηγούνται από την αξία νέας παραγωγής, αλλά από μία επικίνδυνη μελλοντική πρόβλεψη περί της αξίας των στοιχείων που αποτελούν τις οικονομίες. Έτσι αποδεικνύεται ότι η αγορά των στοιχείων ενεργητικού λειτουργεί με βάση νόμους που δεν είναι ίδιοι με εκείνους που ισχύουν για τα συνήθη καταναλωτικά αγαθά –και ότι η αστάθεια αυτή αποτελεί εγγενές στοιχείο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας σήμερα είναι και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την χώρα. Ένας κίνδυνος ο οποίος, επιδεικτικά και αφρόνως, αγνοείται από τους πολιτικούς και τους εργατοπατέρες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ήδη ζοφερό μέλλον της οικονομίας μας. Προβλέπουμε δε ότι η ουσιαστική κρίση της τελευταίας θα εκδηλωθεί από το φθινόπωρο και μετά, για να γίνει οξύτερη το 2010.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 17/02/2009)