Η Επόμενη Υπερδύναμις

Παγκοσμιοποίηση και γεωπολιτική είναι δυνάμεις αντιφατικές ή συμπληρωματικά «υπορρεύματα», στην παρούσα φάση της ανθρώπινης ιστορίας; Αν ναι, τότε μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο έλεγχος των πηγών ισχύος της παγκοσμιοποιήσεως και της γεωπολιτικής αποτελεί προϋπόθεση, ακόμα και σε περιόδους κρίσεως, για την επίτευξη παγκόσμιας υπεροχής.
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Τρι, 24 Φεβρουαρίου 2009 - 10:50
Παγκοσμιοποίηση και γεωπολιτική είναι δυνάμεις αντιφατικές ή συμπληρωματικά «υπορρεύματα», στην παρούσα φάση της ανθρώπινης ιστορίας; Αν ναι, τότε μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο έλεγχος των πηγών ισχύος της παγκοσμιοποιήσεως και της γεωπολιτικής αποτελεί προϋπόθεση, ακόμα και σε περιόδους κρίσεως, για την επίτευξη παγκόσμιας υπεροχής.

Σήμερα, το θεωρητικό αυτό πλαίσιο ίσως είναι ο κύριος δρόμος για να ερμηνευθεί η πρόσφατη αμερικανική άνοδος και ηγεμονία στα παγκόσμια πράγματα. Πιθανότατα δε να προσφέρει μία εξήγηση και για την ενδεχόμενη παρακμή της αποκαλούμενης υπερδυνάμεως.

Σε κάθε περίπτωση, οποιοσδήποτε δυνητικός διεκδικητής της παγκόσμιας ηγεμονίας θα πρέπει να βρει τρόπους κυριαρχίας αυτών των δύο διαστάσεων της ισχύος. Ποιος μπορεί να είναι, ωστόσο, αυτός ο διεκδικητής; Με ποιες συνέπειες; Μήπως θα είναι η Κίνα; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι δύσκολη και παρακινδυνευμένη, πλην όμως δεν αποκλείει κάποιες υποθέσεις.

Στην Ελλάδα, με εξαίρεση κάποιους γνωστούς και έγκριτους καθηγητές διεθνών σχέσεων, ελάχιστοι είναι αυτοί που γνωρίζουν τον όρο γεωπολιτική και τις ποικίλες ερμηνείες του. Μία από αυτές είναι του Βρεταννού γεωγράφου Harford Mackinder, ο οποίος θεωρείται και ο πατέρας της αγγλο-αμερικανικής σχολής γεωπολιτικής.

Σε διάλεξή του με τίτλο «Ο γεωγραφικός μοχλός της Ιστορίας», το 1904, περιέγραφε μία μακρά περίοδο ιστορικής εξελίξεως, τονίζοντας ότι τα χερσαία κράτη δεν ήσαν συμβατά με τις ναυτικές δυνάμεις. Και ενώ οι τελευταίες ήσαν πανίσχυρες στην εποχή του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ρους της Ιστορίας θα εστρέφετο κατά μίας θαλασσοκράτειρας, όπως η Βρεταννία. Πρόσθετε δε ότι η ανάδυση μεγάλων χερσαίων δυνάμεων, όπως η Γερμανία και η Ρωσία, αν ποτέ κατάφερναν να κυριαρχήσουν στην Ευρασία, αποτελεί πολύ μεγάλο κίνδυνο για την επιβίωση της Γηραιάς Αλβιώνος και της αυτοκρατορίας της. Υποστήριζε δε ότι, για να αποφευχθεί παρόμοιο ενδεχόμενο, προτεραιότητα για την βρεταννική εξωτερική πολιτική θα έπρεπε να είναι η δημιουργία μίας Κοινοπολιτείας αγγλόφωνων εθνών, η οποία θα αποτελούσε το αντίπαλο δέος της ευρασιατικής υπερδυνάμεως.

Σήμερα είναι παραδεκτό ότι ο Mackinder μπόρεσε να διακρίνει παγκόσμιες πραγματικότητες πέρα από την κατάσταση η οποία επικρατούσε στον κόσμο στην εποχή του και ήταν ο πρώτος που παρουσίασε μία συνεκτική γεωπολιτική κοσμοθεωρία. Γνωστή ως θεωρία της «Heartland» (Κεντρικής Γης), επειδή σχετιζόταν με την άνοδο των χερσαίων δυνάμεων, η κοσμοθεωρία του Mackinder επρόκειτο να ασκήσει σημαντική και καθοριστική επιρροή στην εξέλιξη της πολιτικής γεωγραφίας και της γεωπολιτικής στον αγγλόφωνο κόσμο.

Επί πλέον, μαζί με το έργο του Ratzel, η κοσμοθεωρία του Mackinder άσκησε σημαντική επίδραση και στην μετέπειτα εξέλιξη της γερμανικής Geopolitik. Παρόλα αυτά, ο τρόπος σκέψεως του Ratzel δεν επηρέασε σημαντικά τις αγγλόφωνες χώρες μέχρι περίπου μία δεκαετία μετά την έκδοση της Politische Geographie. Όμως τότε ο Ratzel είχε πεθάνει και η διεθνής σκηνή είχε ήδη αλλάξει σημαντικά.

Όπως άλλαξε και από τα τέλη της δεκαετίας τού 1970, με την ραγδαία ανάπτυξη της παγκοσμιοποιήσεως, η οποία κατέστησε την Αμερική παγκόσμια ηγετική δύναμη, χωρίς γεωγραφική επέκταση και άρα καταλήψεις εδαφών. Η καινοτομία, οι εφαρμογές νέων μεθόδων παραγωγής, η υψηλή τεχνολογία, το επιχειρηματικό πνεύμα και, κυρίως, η επέκταση υπαρχουσών αγορών και η ανακάλυψη νέων, σε συνδυασμό με τις χωρίς προηγούμενο ροές κεφαλαίων, αγαθών, υπηρεσιών και ιδεών, δημιούργησαν ένα νέο περιβάλλον, στο πλαίσιο του οποίου οι παλαιές ανταγωνιστικές μέθοδοι παραμερίστηκαν.

Για πολλά χρόνια οι τελευταίες στηρίζονταν στον έλεγχο χώρου και πλουτοπαραγωγικών πηγών. Με την ανάπτυξη της παγκοσμιοποιήσεως, οι όροι παραγωγής ανετράπησαν. Έτσι –ειδικώς για την Αμερική, η οποία διατηρεί την πρώτη θέση παγκοσμίως σε εφευρετικότητα, νεωτερισμούς και επιχειρηματική ελευθερία– η παγκοσμιοποίηση έγινε η συνέχεια της γεωπολιτικής με άλλα μέσα. Μέσα στα οποία θα πρέπει κανείς να προσθέσει και την πολιτιστική κυριαρχία των ΗΠΑ, με κύριο μοχλό τους τις τεχνολογίες της πληροφορήσεως.

Όμως, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως και του διπολικού συστήματος, εισήλθαν στην διαδικασία της παγκοσμιοποιήσεως και άλλες χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία και η Βραζιλία. Οι χώρες αυτές δημιούργησαν νέες γεωπολιτικές συνθήκες και διαμορφώνουν νέους όρους παγκοσμιοποιήσεως. Εκτιμάται δε ότι, από τις προαναφερόμενες δυνάμεις, η Κίνα είναι αυτή που έχει ισχυρές δυνατότητες να αναρριχηθεί στις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας κυριαρχίας. Είναι δε σαφές ότι η χώρα αυτή προσπαθεί να επεκτείνει την γεωπολιτική της επιρροή προς τέσσερεις ομόκεντρους κύκλους οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την ευρύτερη περιφέρειά της. Πρόκειται για την Ταϊβάν και την Νοτιοκινεζική Θάλασσα, την εσωτερική Ευρασία, την Υποσαχάρεια Αφρική και τη Λατινική Αμερική.

Πώς θα αντιδράσει η Αμερική στην εξέλιξη αυτή; Με προστατευτισμό, ο οποίος θα υπονομεύσει την παγκοσμιοποίηση ή με προσέγγιση της Κίνας, ώστε να γίνει εφικτή μία δεύτερη περίοδος της παγκοσμιοποιήσεως; Το ερώτημα δεν είναι διόλου απλό. Διότι, αν ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και το Κογκρέσσο επιλέξουν τον πρώτο δρόμο, τότε η σημερινή κρίση θα είναι απλό κρυολόγημα μπροστά στην πνευμονία που θα ακολουθήσει.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 19/02/2009)