Συγκυριακές οι Aνατιμήσεις στο Φυσικό αέριο για την Βόρεια Ελλάδα, εκτιμά η ΡΑΕ

Συγκυριακές οι Aνατιμήσεις στο Φυσικό αέριο για την Βόρεια Ελλάδα, εκτιμά η ΡΑΕ
Του Σωτήρη Χιωτάκη/Energia.gr
Παρ, 27 Φεβρουαρίου 2009 - 09:20
Στην αναπροσαρμογή των εγχώριων τιμών του φυσικού αερίου με εξάμηνη υστέρηση σε σχέση προς την πορεία των διεθνών τιμών καθώς και στον καθορισμό της τιμολογιακής πολιτικής των Εταιρειών Παροχή Αερίου (ΕΠΑ) με βάση τους όρους που προβλέπονται στις άδειες διανομής αποδίδει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας το ότι οι τιμές του φυσικού αερίου κατά το τελευταίο τρίμηνο είναι υψηλότερες σε σχέση προς εκείνες του πετρελαίου θέρμανσης για τους καταναλωτές της Βορείου Ελλάδος.
Στην αναπροσαρμογή των εγχώριων τιμών του φυσικού αερίου με εξάμηνη υστέρηση σε σχέση προς την πορεία των διεθνών τιμών καθώς και στον καθορισμό της τιμολογιακής πολιτικής των Εταιρειών Παροχή Αερίου (ΕΠΑ) με βάση τους όρους που προβλέπονται στις άδειες διανομής αποδίδει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας το ότι οι τιμές του φυσικού αερίου κατά το τελευταίο τρίμηνο είναι υψηλότερες σε σχέση προς εκείνες του πετρελαίου θέρμανσης για τους καταναλωτές της Βορείου Ελλάδος.

Η Αρχή, προς την οποία είχε παραπέμψει προχθές το ζήτημα ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Ανάπτυξης κ. Κωστής Μουσουρούλης, κάνει λόγο για συγκυριακό φαινόμενο, επισημαίνοντας ότι ήδη τον Φεβρουάριο οι τιμές στις οποίες πωλούν το αέριο οι ΕΠΑ Θεσσαλονίκης και Θεσσαλίας είναι μειωμένες κατά 13% σε σχέση προς τον προηγούμενο μήνα.

Επίσης η ΡΑΕ επισημαίνει ότι οι ΕΠΑ δεν είναι υποχρεωμένες να ακολουθούν την ίδια τιμολογιακή πολιτική, προσθέτοντας ότι στην Θεσσαλονίκη και στην Θεσσαλία ακολουθείται μία σταθερά κοστοστρεφή προσέγγιση στον καθορισμό των τιμολογίων τους (cost-plus). Δηλαδή οι ΕΠΑ προσθέτουν ένα -σταθερό κατ’ έτος- περιθώριο διανομής επί της τιμής που αγοράζουν το αέριο από τον προμηθευτή τους, δηλαδή τη ΔΕΠΑ.

Πάντως η ΡΑΕ στέκεται και στο ότι στην Ελλάδα, σε αντίθεση προς τα ισχύοντα στις περισσότερες χώρες με μονοπωλιακά χαρακτηριστικά,  η ΡΑΕ έχει αρμοδιότητα για την εποπτεία και εκ των υστέρων έλεγχο των τιμολογίων και όχι αρμοδιότητα για τον εκ των προτέρων καθορισμό ή έγκρισή τους

Ακολουθεί η αναλυτική γνωμοδότηση της ΡΑΕ (μπορεί να διαβαστεί και στο http://www.rae.gr/cases/EPA_Thess_Prices_Feb09.html)

Το τελευταίο διάστημα η ΡΑΕ έχει γίνει αποδέκτης παραπόνων καταναλωτών φυσικού αερίου από τις περιοχές αρμοδιότητας των Εταιριών Παροχής Αερίου (ΕΠΑ) της Θεσσαλονίκης και της Θεσσαλίας, οι οποίοι διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι η τιμή του φυσικού αερίου για οικιακή και επαγγελματική χρήση είναι υψηλότερη αυτής του πετρελαίου θέρμανσης.

Πράγματι, τους τελευταίους μήνες οι τελικές τιμές φυσικού αερίου στις τιμολογιακές κατηγορίες Τ2 και Τ3 των ΕΠΑ Θεσσαλονίκης και ΕΠΑ Θεσσαλίας διαμορφώθηκαν σε επίπεδα υψηλότερα των τιμών του πετρελαίου θέρμανσης. Συγκεκριμένα, η τελική τιμή καταναλωτή του αερίου στο τιμολόγιο Τ3 ήταν υψηλότερη της μέσης τιμής του πετρελαίου θέρμανσης (σύμφωνα με τα στοιχεία τιμών πετρελαίου θέρμανσης που δημοσιεύονται από το Υπουργείο Ανάπτυξης) κατά περίπου 3% το Νοέμβριο, 13% το Δεκέμβριο και 20% τον Ιανουάριο. Οι αντίστοιχες αποκλίσεις στο τιμολόγιο Τ2, χωρίς να συνυπολογίζεται η πάγια χρέωση που υφίσταται σε αυτή την τιμολογιακή κατηγορία παροχής, ήταν περίπου 1% το Νοέμβριο, 10% το Δεκέμβριο και 17% τον Ιανουάριο.

Προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι αιτίες της απόκλισης αυτής επισημαίνονται τα εξής:
•         Οι ΕΠΑ καθορίζουν τα τιμολόγια παροχής φυσικού αερίου σύμφωνα με τους όρους των Αδειών Διανομής που τους έχουν χορηγηθεί. Οι όροι αυτοί, κοινοί για όλες τις ΕΠΑ, καθορίστηκαν στο πλαίσιο του διεθνούς διαγωνισμού που διενήργησε στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας το ελληνικό κράτος για την εξεύρεση στρατηγικού επενδυτή ο οποίος θα αναλάμβανε τη διανομή φυσικού αερίου στις περιοχές της Αττικής, Θεσσαλονίκης και Θεσσαλίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι ΕΠΑ επιλέγουν ελεύθερα τη μεθοδολογία καθορισμού των τιμολογίων παροχής φυσικού αερίου, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά είναι διαφανή και ανακοινώσιμα και ταυτόχρονα τα ετήσια έσοδά τους από τη διανομή και προμήθεια φυσικού αερίου δεν υπερβαίνουν ένα προκαθορισμένο στην Άδεια Διανομής όριο. Το θεσμικό πλαίσιο δεν υποχρεώνει τις ΕΠΑ να έχουν παρόμοιες μεταξύ τους τιμές ή να ακολουθούν κοινή τιμολογιακή πολιτική.
•         Σύμφωνα με την Άδεια Διανομής, και αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες χώρες στις οποίες διατηρείται μονοπωλιακό καθεστώς παροχής αερίου στον εμπορικό και οικιακό τομέα, η ΡΑΕ έχει αρμοδιότητα για την εποπτεία και εκ των υστέρων έλεγχο των τιμολογίων και όχι αρμοδιότητα για τον εκ των προτέρων καθορισμό ή έγκρισή τους. Αρμόδιοι για τον καθορισμό της τιμολογιακής πολιτικής των ΕΠΑ, εντός των ορίων που θέτει η Άδειά τους, είναι τα διοικητικά τους συμβούλια και, κατ’ επέκταση, οι μέτοχοί τους, δηλαδή η Δημόσια Επιχείρηση Αερίου (ΔΕΠΑ) η οποία συμμετέχει κατά 51% στις ΕΠΑ και ο αντίστοιχος  στρατηγικός εταίρος σε κάθε μία από τις ΕΠΑ. Στην ουσία, η ΡΑΕ ελέγχει εκ των υστέρων τυχόν υπέρβαση του ορίου των ετήσιων εσόδων των εταιριών (δηλαδή του μικτού περιθωρίου κέρδους τους) πέραν του ορίου που καθορίζεται στην Άδεια Διανομής.
•    Οι ΕΠΑ Θεσσαλονίκης και ΕΠΑ Θεσσαλίας από το 2004 ακολουθούν σταθερά κοστοστρεφή προσέγγιση στον καθορισμό των τιμολογίων τους (cost-plus), δηλαδή προσθέτουν ένα -σταθερό κατ’ έτος- περιθώριο διανομής επί της τιμής που αγοράζουν το αέριο από τον προμηθευτή τους, δηλαδή τη ΔΕΠΑ. Οι ΕΠΑ Θεσσαλονίκης και Θεσσαλίας εφάρμοσαν και κατά το διάστημα Νοεμβρίου 2008 – Ιανουαρίου 2009 την ίδια ακριβώς μεθοδολογία όπως και τα προηγούμενα έτη, καθορίζοντας την τιμή πώλησης φυσικού αερίου στους καταναλωτές τους για κάθε έναν από τους μήνες αυτούς βάσει της τιμής φυσικού αερίου που προμηθεύτηκαν από τη ΔΕΠΑ συν το περιθώριο διανομής.
•    Σημειώνεται ότι η τιμή του φυσικού αερίου που προμηθεύεται η ΔΕΠΑ βάσει μακροχρόνιων συμβάσεων προμήθειας από τη Ρωσία, την Αλγερία και την Τουρκία διαμορφώνεται με βάση τις τιμές των πετρελαιοειδών προϊόντων και αναπροσαρμόζεται ανά τρίμηνο βάσει των τιμών αυτών, με υστέρηση έξι μηνών. Ο τρόπος αυτός τιμολόγησης αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό όλων των μακροχρόνιων συμβάσεων προμήθειας αερίου σε παγκόσμιο επίπεδο σήμερα. Έτσι, η τιμή του αερίου που εισήχθηκε στη χώρα το τρίμηνο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2008, καθορίστηκε με βάση τις μέσες τιμές πετρελαιοειδών προϊόντων του εξαμήνου Απριλίου – Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, διάστημα κατά το οποίο καταγράφηκαν εξαιρετικά υψηλές διεθνείς τιμές πετρελαίου.    
•         Με όσα προαναφέρθηκαν, εξηγείται πώς κατά το διάστημα Νοεμβρίου 2008 – Ιανουαρίου 2009 ενσωματώθηκαν στην τελική τιμή καταναλωτή οι υψηλές τιμές πετρελαίου του διαστήματος Απριλίου – Σεπτεμβρίου 2008. Κατ’ ανάλογο τρόπο, οι σημερινές -σημαντικά χαμηλότερες- τιμές πετρελαίου θα ενσωματωθούν στις τελικές τιμές καταναλωτή σταδιακά, αρχίζοντας ήδη από τον Φεβρουάριο 2009, όπου παρατηρείται πλέον μείωση των τελικών τιμών φυσικού αερίου των ΕΠΑ Θεσσαλονίκης και Θεσσαλίας κατά περίπου 13% σε σχέση με τον Ιανουάριο.
 
Κατόπιν των ανωτέρω η ΡΑΕ επισημαίνει τα εξής:
•    Το φαινόμενο που παρατηρήθηκε είναι απολύτως συγκυριακό και οφείλεται στην απότομη άνοδο των τιμών του πετρελαίου στο διάστημα Απριλίου – Σεπτεμβρίου 2008 και την κατακόρυφη πτώση τους που ακολούθησε. Διακύμανση των τιμών του πετρελαίου σε τόσο μεγάλο εύρος και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα αποτελεί ιστορικά σπάνιο φαινόμενο. Είναι προφανές ότι μία αντίστοιχη διακύμανση των τιμών στην αντίθετη κατεύθυνση (πολύ απότομη άνοδος μετά από περίοδο χαμηλών σχετικά τιμών), θα οδηγούσε προσωρινά σε πολύ χαμηλές τιμές φυσικού αερίου σε σχέση με το πετρέλαιο θέρμανσης, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 2008 η τιμή του φυσικού αερίου ήταν περίπου 35% χαμηλότερη από τη μέση τιμή του πετρελαίου θέρμανσης για τον ίδιο μήνα.
•    Η ΡΑΕ θεωρεί ότι οι συγκυριακά υψηλές τιμές αερίου του τελευταίου διαστήματος στις περιοχές των ΕΠΑ Θεσσαλονίκης και ΕΠΑ Θεσσαλίας, δεν ακυρώνουν το πλεονέκτημα που μπορεί να έχει σε βάθος χρόνου ο καταναλωτής, που επιλέγει το φυσικό αέριο έναντι ανταγωνιστικών καυσίμων. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από την εμπειρία όλων των χωρών οι οποίες χρησιμοποιούν φυσικό αέριο στο ενεργειακό τους μείγμα, όσο και από την κατακόρυφη αύξηση των συνδέσεων και των καταναλώσεων φυσικού αερίου από τους Έλληνες καταναλωτές.
•    Σε κάθε περίπτωση, η ΡΑΕ θεωρεί ότι οι ΕΠΑ οφείλουν να ενημερώνουν έγκαιρα και ολοκληρωμένα τους καταναλωτές σε σχέση με τη μεθοδολογία και τον τρόπο τιμολόγησης του αερίου, για τους ακριβείς όρους κάτω από τους οποίους ισχύουν τα οφέλη του φυσικού αερίου έναντι των ανταγωνιστικών καυσίμων καθώς και για κάθε περίπτωση κατά την οποία στην παγκόσμια αγορά καυσίμων επικρατούν συνθήκες που μπορεί να επηρεάσουν παροδικά την σχετική ανταγωνιστικότητα του φυσικού αερίου σε σχέση με άλλα καύσιμα.