Παγκόσμια Ροπή προς την Αποθησαύριση

Η περιοχή του Midtown στο Μανχάτταν είναι επικίνδυνα ήσυχη. Ο θόρυβος ελάχιστος. Οι πολυτελείς μαύρες Λίνκολν μπροστά στα γραφεία των επενδυτικών τραπεζών της Παρκ Άβενιου σπάνιες. Τα δε εστιατόρια του Κέντρου Ροκφέλλερ είναι μεν ανοικτά, αλλά με λιγοστούς πελάτες. Πού είναι άραγε οι πολυάριθμοι τουρίστες, οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές, τα golden boys και οι ορδές των υπαλλήλων;
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Πεμ, 26 Μαρτίου 2009 - 14:16
Η περιοχή του Midtown στο Μανχάτταν είναι επικίνδυνα ήσυχη. Ο θόρυβος ελάχιστος. Οι πολυτελείς μαύρες Λίνκολν μπροστά στα γραφεία των επενδυτικών τραπεζών της Παρκ Άβενιου σπάνιες. Τα δε εστιατόρια του Κέντρου Ροκφέλλερ είναι μεν ανοικτά, αλλά με λιγοστούς πελάτες. Πού είναι άραγε οι πολυάριθμοι τουρίστες, οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές, τα golden boys και οι ορδές των υπαλλήλων;

«Αυτή είναι η εικόνα της κρίσεως», λέει ο οικονομικός αναλυτής Ζάκαρυ Καραμπέ και επισημαίνει ότι, πριν απ’ όλα, η Αμερική πάσχει σοβαρά από πλήρη έλλειψη εμπιστοσύνης στην αγορά. Το δε χειρότερο είναι ότι αυτή η κρίση εμπιστοσύνης αφαίρεσε από τους Αμερικανούς την τόλμη. Κανείς πλέον δεν είναι πρόθυμος να αναλάβει κινδύνους σε μία χώρα όπου το ρίσκο ήταν η αδρεναλίνη της οικονομίας.

«Μάς είχε κατακτήσει η ιδεολογία της φούσκας. Έτσι, εμείς οι επενδυτές, καταναλωτές και επιχειρηματίες αναλαμβάναμε κινδύνους χωρίς περίσκεψη, όντας πεπεισμένοι ότι δεν διατρέχαμε κανέναν κίνδυνο. Αγοράζαμε σπίτια χωρίς να υπολογίζουμε και περιμέναμε από το χρηματιστήριο και την κτηματαγορά να αναλάβουν την αποταμίευσή μας. Εμποτιστήκαμε από την κουλτούρα του χρέους, παρασυρθήκαμε από τα παράγωγα προϊόντα, εμπιστευθήκαμε κάποιους αετονύχηδες των αγορών. Σήμερα, όλο αυτό το διανοητικό σχήμα έχει καταρρεύσει», γράφει ο Ντάνιελ Γκρος.

Ο αρθρογράφος του «Νιουζγουηκ» Ρόμπερτ Σάμιουελσον υπογραμμίζει με έμφαση, από την πλευρά του, ότι η Αμερική μπήκε στην εποχή της εγκράτειας και της απέχθειας προς την ανάληψη κινδύνων. «Αυτός είναι ο μεγάλος οικονομικός κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία», τονίζει ο τραπεζίτης Ρόναλντ Χέρμανς, ο οποίος υπογραμμίζει ότι τον Ιανουάριο του 2009 οι Αμερικανοί αποταμίευσαν το 5% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, έναντι 0,4% το τελευταίο τετράμηνο του 2007. Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται από διεξοδική δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Σκοτ Ρασμούνσεν, η οποία αναφέρει ότι το 36% των Αμερικανών προκρίνει την αποταμίευση, έναντι μόνον 16% που προτίθεται να αγοράσει μετοχές, παρά τις εξευτελιστικές τιμές τους.

«Αυτή η ροπή προς την αποταμίευση, με ταυτόχρονη μείωση των δαπανών, είναι κατανοητή, όταν είναι γνωστό ότι εξανεμίστηκαν 13 τρισεκατομμύρια δολλάρια καθαρής αξίας από τον Ιούνιο του 2007 έως το τέλος του 2008. Εν τούτοις, το πάγωμα των δαπανών και η απόρριψη κάθε μη εγγυημένης επενδύσεως, για μία οικογένεια ή για μία επιχείρηση είναι λογική από μικροοικονομικής σκοπιάς, αλλά σε μακροοικονομικό επίπεδο προκαλείται ένα πολύ ανησυχητικό φαινόμενο. Κυρίως δε αν η κατάσταση συνεχιστεί και μετά το ξεπέρασμα της πιστωτικής κρίσης». Αυτά υποστηρίζει ο πολυδισεκατομμυριούχος επενδυτής Γουώρεν Μπάφφετ –και δεν έχει άδικο.

Σε μία οικονομία όπως η αμερικανική, η οποία αντιπροσωπεύει και το 20% της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, η αποθησαύριση εις βάρος της καταναλώσεως είναι ό,τι το χειρότερο μπορεί να συμβεί. Διότι, η οικονομία αυτή στηρίζεται σε ποσοστό 70% στους καταναλωτές, οι δαπάνες των οποίων συντηρούν και την συνολική παραγωγική δραστηριότητα. Έτσι, όταν όλος ο κόσμος αποταμιεύει σε περιόδους χαμηλής οικονομικής δραστηριότητος, τότε εμφανίζεται το φαινόμενο που ο Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς αποκαλούσε «το παράδοξο της εγκράτειας», το οποίο τελικώς αποδυνάμωνε μία οικονομία. Χωρίς να υποστηρίζει ότι θα πρέπει να γίνονται επενδύσεις σε κινητές αξίες (μετοχές κλπ) ή σε πολυτελείς εξοχικές κατοικίες, ο Κέϋνς υποστήριζε ότι, για να δημιουργηθούν επενδύσεις και να χρηματοδοτηθούν τεχνολογικές και άλλες επενδύσεις, το χρήμα πρέπει να κυκλοφορεί στην αγορά και όχι να βρίσκεται αποθησαυρισμένο σε …παπλώματα. Σε τελική ανάλυση, το κομπόδεμα της γιαγιάς είναι αρνητικό για την πραγματική οικονομία.

Δεν χωρεί καμμία απολύτως αμφιβολία ότι η σημερινή παγκόσμια κρίση είναι απότοκος αφ’ ενός της τραπεζικής απληστίας, και αφ’ ετέρου της μέσω δανεισμού υπερκαταναλώσεως. Είναι, όμως, εξ ίσου βέβαιο ότι η κρίση αυτοτροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό και από την υστερία των μέσων μαζικής επικοινωνίας να υπερτονίζουν τις διάφορες πτυχές της και να πωλούν καταστροφολογία –τακτική που είναι καταστροφική για το σύνολο της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων και των εσόδων των ΜΜΕ.

Άλλοι πάλι οικονομολογούντες υπερτονίζουν την άνοδο των δημοσίων δαπανών ως λύση σωτηρίας, αγνοώντας ότι η τακτική αυτή δεν απέδωσε σχεδόν τίποτε στην γηράσκουσα Ιαπωνία. Ο δημοσιονομικός ακτιβισμός μπορεί να προσέφερε κάποιες λύσεις στην διάρκεια της κρίσεως του 1929, σήμερα όμως οι συνέπειές του μπορεί να αποδειχθούν ελάχιστα ευνοϊκές. Τελευταίες εκτιμήσεις οικονομολόγων για τις «πολλαπλασιαστικές» επιδράσεις των δημοσίων δαπανών παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, καθώς εξ ίσου αξιόπιστες μελέτες εμφανίζουν αντικρουόμενα αποτελέσματα. Ακόμη σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι η κλίμακα της παγκοσμίου οικονομικής καθιζήσεως είναι τέτοια, ώστε οι ιστορικοί πολλαπλασιαστές να μην σημαίνουν πολλά πράγματα.

Στην παρούσα φάση της παγκόσμιας οικονομίας, οι αναπτυγμένες χώρες αντιμετωπίζουν το σοβαρό πρόβλημα της δημογραφικής γηράνσεως και του μεγάλου δημοσιονομικού κόστους της. Είναι δε πολύ πιθανόν οι επιπτώσεις του κόστους αυτού να αποδειχθούν χειρότερες από την χρηματοπιστωτική κρίση. Υπό αυτές τις συνθήκες, αν στην Αμερική δεν υπάρξει καταναλωτική άνοδος και αναγέννηση του πνεύματος του επιχειρείν, μάλλον θα επιβεβαιωθεί ο νομπελίστας οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν, ο οποίος, σε πρόσφατη ομιλία του στην Αθήνα τόνισε ότι πιθανόν στην κρίση να μην έχουμε δει ακόμη τα χειρότερα…

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 24/03/2009)