Η ανθολογία κειμένων του Τζον Γκρέι με τίτλο «Gray’s Anatomy» καλύπτει τα τελευταία 30 περίπου χρόνια, κάτι που σίγουρα είναι πολύ ενδιαφέρον, γιατί η τριακονταετία αυτή έχει αρχίσει να φαίνεται σαν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ανθρώπινη ιστορία, το οποίο τώρα κλείνει. Ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, με την άνοδο στην εξουσία της Μάργκαρετ Θάτσερ, και τελείωσε τον περασμένο Σεπτέμβρη, όχι με την κατάρρευση της Lehman Brothers, αλλά με την εθνικοποίηση της Fannie Mae και της Fredie Mac, δύο εταιρειών «κοινωνικής πρόνοιας» που είχαν μετατραπεί σε οχήματα δημοκρατικο-καπιταλιστικών φαντασιώσεων.
Η ανθολογία κειμένων του Τζον Γκρέι με τίτλο «Gray’s Anatomy» καλύπτει τα τελευταία 30 περίπου χρόνια, κάτι που σίγουρα είναι πολύ ενδιαφέρον, γιατί η τριακονταετία αυτή έχει αρχίσει να φαίνεται σαν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ανθρώπινη ιστορία, το οποίο τώρα κλείνει. Ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, με την άνοδο στην εξουσία της Μάργκαρετ Θάτσερ, και τελείωσε τον περασμένο Σεπτέμβρη, όχι με την κατάρρευση της Lehman Brothers, αλλά με την εθνικοποίηση της Fannie Mae και της Fredie Mac, δύο εταιρειών «κοινωνικής πρόνοιας» που είχαν μετατραπεί σε οχήματα δημοκρατικο-καπιταλιστικών φαντασιώσεων.

Η κυριότερη φαντασίωση ήταν ότι οποιοσδήποτε μπορούσε να πάρει δάνειο, ανεξάρτητα από το εισόδημά του, έτσι ώστε οι φτωχοί να έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν δικό τους σπίτι, οι πολιτικοί να πάρουν ψήφους ευγνωμοσύνης και οι κυνηγοί του χρήματος να αποκτήσουν πολύ περισσότερο χρήμα, για όσον καιρό κανένας δεν θα έθετε ενοχλητικές ερωτήσεις. Ηταν η εποχή που ίσχυε το ρητό «και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο».

Ο Τζον Γκρέι είναι ένας φιλόσοφος εξειδικευμένος στο να θέτει ενοχλητικές ερωτήσεις για τις δημοκρατικές - καπιταλιστικές φαντασιώσεις, επομένως τώρα είναι ο καιρός του. Τα δοκίμια αυτά καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων, από τον Ιζάια Μπέρλιν ώς τον Ντάμιεν Χερστ, από τα βασανιστήρια έως την προστασία του περιβάλλοντος. Ωστόσο, το ενοποιητικό στοιχείο τους είναι ότι η απλοϊκή μας πίστη στην ιδέα της προόδου έχει μετατρέψει τη σύγχρονη ζωή σ’ ένα ματς σκιώδους πυγμαχίας, καθώς δεν συνειδητοποιούμε ότι συνεχώς γρονθοκοπούμε τον ίδιο τον εαυτό μας.

Γκρεμίζοντας ψευδαισθήσεις

Παράδειγμα, η τρέχουσα μόδα του μαχητικού αθεϊσμού –Ντόκινς, Χίτσενς κ.λπ.– ο οποίος είναι εξίσου αφελής και ευκολόπιστος με εκείνο που επιχειρεί να γελοιοποιήσει, επιβεβαιώνοντας ότι «η προσπάθεια να ξεριζωθεί η θρησκεία οδηγεί μόνο στην επανεμφάνισή της με πιο χονδροειδείς και υποβαθμισμένες μορφές». Παρομοίως, ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας είναι στην πραγματικότητα ένας πόλεμος ενάντια στις δικές μας ψευδαισθήσεις μεγαλείου, καθώς ανακαλύπτουμε ότι η νέα τεχνολογία και η ολοένα αυξανόμενη κινητικότητα απλώς δίνουν στους τρομοκράτες περισσότερα παιχνίδια για να παίζουν.

Και πάνω απ’ όλα, ο νεοφιλελευθερισμός, δηλαδή η πίστη στην «τεχνολογική αλλαγή που πυροδοτεί την οικονομική ανάπτυξη και στις οικονομικές δυνάμεις που διαμορφώνουν την κοινωνία», είναι ένας αντικατοπτρισμός του άξεστου μαρξιστικού υλισμού που νομίζαμε ότι έχει εξαφανιστεί, όπως ακριβώς ο μαρξισμός ήταν ο ίδιος μια αντανάκλαση των ιουδαιο-χριστιανικών ιδεολογημάτων που ήθελε να καταστρέψει. Νομίζουμε ότι προοδεύουμε, ενώ το μόνο που κάνουμε είναι να φοβερίζουμε τα ίδια τα φαντάσματά μας.

Ο Γκρέι έχει διοργανώσει το βιβλίο θεματικά, αλλά αν διαβαστεί με χρονολογική σειρά τότε αρχίζουν να αναδύονται κάποιες διακριτές μεταβολές στον τόνο και στη διάθεση του συγγραφέα. Τα κομμάτια από τη δεκαετία του ’80, ιδίως αυτά που γράφτηκαν καθώς έτριζαν τα θεμέλια της Σοβιετικής Ενωσης, έχουν συχνά ένα ωμό προειδοποιητικό ύφος. Κοιτάξτε, φαίνεται να λέει ο Γκρέι καθώς υπογραμμίζει τους παραλογισμούς της σοβιετικής ιδεολογίας και τους ακόμα μεγαλύτερους παραλογισμούς των δυτικών μαρξιστών συνομιλητών της, εδώ είναι που μας ξεγελάει τελείως η πίστη στην ανθρώπινη πρόοδο.

Ειρωνεία

Ωστόσο, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το γράψιμο του Γκρέι γίνεται πιο ειρωνικό και αποστασιοποιημένο. Η πιο μεγαλειώδης ειρωνεία είναι ότι «μια σφαλερή άποψη για τον κόσμο που γεννήθηκε από την κομμουνιστική κατάρρευση υιοθετήθηκε, στις πιο παραπλανητικές της πλευρές, από τους νικητές του Ψυχρού Πολέμου». Το πρόβλημα ήταν πως δύσκολα μπορούσε να αντιληφθεί κανείς την ειρωνεία καθώς ένα νέο κύμα ανοησιών περί οικουμενικής ειρήνης, παγκοσμιοποίησης και προόδου είχε αρχίσει να σαρώνει τα πάντα. Κατόπιν, όμως, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, τα πράγματα άλλαξαν πάλι. Στα επιδέξια χέρια του Τζορτζ Μπους και του Τόνι Μπλερ, η αφελής φιλελεύθερη πίστη στην αξία της δημοκρατίας και της πολιτικής ελευθερίας, καθώς και η ανέμελη άγνοια όσον αφορά το πόσο δύσκολο είναι να προσπαθήσεις να τις διαδώσεις στον κόσμο με τη δύναμη των όπλων, οδήγησαν τον νεοφιλελευθερισμό να μετατραπεί σε παρωδία του εαυτού του. Από δω και πέρα το στυλ του Γκρέι γίνεται πιο νευρώδες και σατιρικό (και δεν είναι τυχαίο ότι τότε άρχισε να φτάνει σε πολύ ευρύτερο κοινό). Σαρκάζει τους φιλελεύθερους με μια φιλελεύθερη υπεράσπιση των βασανιστηρίων με τρόπο που είναι πολύ πιο ωμός αλλά και ανάλαφρος από τις προηγούμενες παρωδίες του για τον μαρξισμό. Οταν το 2005 κατεδάφισε το «νεοφιλελεύθερο πορνό» του Τόμας Φρίντμαν «Ο κόσμος είναι επίπεδος», το κείμενό του δεν είχε ίχνος από το βαριεστημένο στυλ της ανάλογης κατεδάφισης των πονημάτων του Φράνσις Φουκουγιάμα «Το τέλος της ιστορίας» και «Ο τελευταίος άνθρωπος» πριν από 13 χρόνια. Αφότου μπαίνουμε για τα καλά στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, με όλους τους γελοιογραφικούς παραλογισμούς της, ο Γκρέι φαίνεται πραγματικά να διασκεδάζει.

Τεχνολογική πρόοδος

Εκεί όπου αφήνει κάποια κενά, ωστόσο, είναι στην απάντησή του στο ερώτημα πώς μπορούμε να αποφύγουμε τους κινδύνους του προοδευτισμού. Από τη μια μεριά φαίνεται να μένει προσκολλημένος στο δικό του ιδεώδες ενός σκεπτικιστικού, φιλελεύθερου συντηρητισμού, με τη βαθιά δυσπιστία του για τις ορθολογικές φαντασιώσεις και την έμφαση στην ποίηση, την περιέργεια και τη θέληση να έρθουμε ο ένας κοντά στον άλλο. Από την άλλη, όμως, φαίνεται απρόθυμος να πιστέψει ότι όλα αυτά μπορούν να αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων. Ο Γκρέι απορρίπτει την ιδέα της κοινωνικής προόδου, όχι όμως της τεχνολογικής προόδου, για την οποία αναγνωρίζει ότι μας έχει καθυποτάξει. Θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από ποίηση και διάθεση πλησιάσματος για να διασώσουμε το ανθρώπινο γένος από την ίδια την καταστροφική για το περιβάλλον συμπεριφορά του

Η βία του μέλλοντος και ο Σορέλ

Ο Γκρέι βλέπει ένα μαλθουσιανό μέλλον στο οποίο η σπάνις των φυσικών πόρων συνδυασμένη με την αύξηση του πληθυσμού και τις τεχνολογικές καινοτομίες, θα επιφέρουν σκληρότερους και συχνότερους πολέμους, καθώς τα «παλαιά δεινά» θα επιστρέψουν και «αυτά που βλέπουμε ως αναλλοίωτα χαρακτηριστικά της πολιτισμένης ζωής θα εξαφανιστούν εν ριπή οφθαλμού». Στο σημείο εκείνο, δεν θα είναι πλέον δυνατόν να υποκρινόμαστε ότι ελέγχουμε το πεπρωμένο μας, αν και μπορεί επίσης να μην αξίζει τον κόπο να νοιαζόμαστε.

Ο Γκρέι φαίνεται αρκετά σίγουρος γι’ αυτή την προοπτική, ιδιαίτερα εφόσον αυτή προσφέρει την ευκαιρία μιας ανάπαυλας για όλες τις άλλες μορφές ζωής με τις οποίες μοιραζόμαστε τον πλανήτη. Το όραμά του για το μέλλον έχει, κατά δική του επίσης ομολογία, χαρακτηριστικά Αποκάλυψης, ο τόνος του όμως είναι όλο και πιο ανέμελος, σχεδόν παιγνιώδης. Το αποτέλεσμα είναι ένα ιδιαίτερα διασκεδαστικό βιβλίο, που είναι ταυτόχρονα βαθύτατα απαισιόδοξο –«ο ερχόμενος αιώνας φαίνεται ότι θα είναι αιώνας πολέμων, σφαγών και αναγκαστικών μεταναστεύσεων, που απέναντί τους τα ολοκαυτώματα του δικού μας αιώνα δεν θα αποτελούν παρά τους προπομπούς», γράφει σ’ ένα δοκίμιο πάνω στον πράσινο συντηρητισμό το 1993.

Ο τίτλος του βιβλίου, πάντως, δεν είναι καλός - η αναφορά στη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά είναι ευκαιριακή και άστοχη. Δεν υπάρχει τίποτα χειρουργικό στην ανάλυση του Γκρέι. Καλύτερος τίτλος ίσως να ήταν «Οι ψευδαισθήσεις της προόδου», αν και έχει χρησιμοποιηθεί παλιότερα, πριν από εκατό χρόνια, από τον Ζορζ Σορέλ, τον Γάλλο φιλόσοφο και προφήτη της βίας, που επιδίωξή του ήταν να ξυπνήσει από τον λήθαργό του ο δυτικός πολιτισμός και να κοιταχτεί στον καθρέφτη των δημοκρατικών - καπιταλιστικών φαντασιώσεών του.

Η αλήθεια είναι ότι ο Σορέλ ήταν λίγο ανισόρροπος, ένας διανοούμενος που είχε αποκτήσει τη φήμη της ενοχλητικής αλογόμυγας καθώς φλέρταρε με όλες σχεδόν τις πολιτικές μόδες της εποχής, από τον συνδικαλισμό μέχρι τον μοναρχισμό. Σε αντίθεση όμως με εκείνους που έμεναν προσκολλημένοι στην πίστη τους στον κομμουνισμό ή τον εθνικισμό, ο Σορέλ έβλεπε κάτι από τις επερχόμενες φρικαλεότητες του 20ού αιώνα που δεν διέκριναν οι σύγχρονοί του.

Πρόγνωση, όχι προφητεία

Ο Γκρέι είναι πολύ ευγενικός, πολύ σκεπτικιστής, πολύ Αγγλος για να γίνει ένας νέος Σορέλ, αν και έχει αποκτήσει κάτι από τη φήμη της αλογόμυγας. Οπως ο Σορέλ, όμως, βλέπει πράγματα που άλλοι δεν βλέπουν. Αυτό δεν τον κάνει προφήτη, όσο κι αν μερικοί αναγνώστες του (και αναμφίβολα οι εκδότες του) θα ήθελαν να τον αντιμετωπίζουν έτσι. Δεν γνωρίζει περισσότερα από άλλους σχετικά με το τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας ενοχλητικός σαρκαστής. Η δύναμη του βιβλίου αυτού βρίσκεται στη σωρευτική αίσθηση που δίνει για μια κουλτούρα εκτός ελέγχου, δίχως άγκυρα στα ιστορικά της θεμέλια και δίχως καμιά αίσθηση των ίδιων των ορίων της.

Διαβάζοντας το 2009 το βιβλίο αυτό, κείμενα που γράφτηκαν την τελευταία τριακονταετία, εντυπωσιάζεσαι από την προγνωστική του δύναμη. Αν ο ίδιος ο Γκρέι φαίνεται κάποιες φορές χαοτικός στα μηνύματα που εκπέμπει, ιδίως με τα συμβατικά φιλοσοφικά κριτήρια, το τίμημα είναι μικρό.

Καθηγητής Ευρωπαϊκής Σκέψης

Ο Τζον Γκρέι γεννήθηκε το 1948 στο Σάουθ Σιλντς της Αγγλίας και σπούδασε στο Κολέγιο του Εξετερ. Χρημάτισε καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στην Οξφόρδη και, από το 1998, είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Σκέψης στο London School of Economics. Ανάμεσα στα πιο γνωστά βιβλία του περιλαμβάνονται τα: «Απατηλή αυγή: Οι ψευδαισθήσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού» (1998, ελληνική έκδοση «Πόλις»), «Αχυρένια σκυλιά: Σκέψεις για τους ανθρώπους και άλλα ζώα» (2002, ελλ. έκδοση «Οκτώ»), «Η Αλ Κάιντα και η νεωτερικότητα» (2003, ελλ. έκδοση «Μεταίχμιο»), «Μαύρη μάζα: Αποκαλυπτική θρησκεία και ο θάνατος της ουτοπίας» (2007).

Η κριτική είναι του Του David Runciman. Ο Ντέιβιντ Ράνσιμαν (γεν. 1967) είναι καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, συγγραφέας και αρθρογράφος στην London Review of Books.

Εκδ. Allen Lane
Συγγραφέας: John Gray
Σελ: 440
ISBN: 9781846141911

(ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12/04/2009)