«Ήταν η καλύτερη των εποχών, ήταν η χειρότερη των εποχών, η περίοδος της σοφίας όπως και της τρέλλας˙ ο καιρός της πίστης, αλλά και της αμφιβολίας˙ ο αιώνας του φωτός και του σκότους˙ η άνοιξη της ελπίδας και ο χειμώνας της απελπισίας». Έτσι ξεκινά "Η Αφήγηση Των Δύο Πόλεων", το μυθιστόρημα ενός διάσημου δημοσιογράφου-συγγραφέα, του Καρόλου Ντίκενς. Το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου, το οποίο εγράφη το 1859, είναι η Γαλλική Επανάσταση. Ο Ντίκενς, που τότε συνεργαζόταν με έξι ή επτά εφημερίδες, θα μπορούσε σήμερα να γράψει τις ίδιες λέξεις αναφερόμενος στην επανάσταση του Διαδικτύου
«Ήταν η καλύτερη των εποχών, ήταν η χειρότερη των εποχών, η περίοδος της σοφίας όπως και της τρέλλας˙  ο καιρός της πίστης, αλλά και της αμφιβολίας˙ ο αιώνας του φωτός και του σκότους˙ η άνοιξη της ελπίδας και ο χειμώνας της απελπισίας». 

Έτσι ξεκινά "Η Αφήγηση Των Δύο Πόλεων", το μυθιστόρημα ενός διάσημου δημοσιογράφου-συγγραφέα, του Καρόλου Ντίκενς. Το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου, το οποίο εγράφη το 1859, είναι η Γαλλική Επανάσταση. Ο Ντίκενς, που τότε συνεργαζόταν με έξι ή επτά εφημερίδες, θα μπορούσε σήμερα να γράψει τις ίδιες λέξεις αναφερόμενος στην επανάσταση του Διαδικτύου.

Η εισβολή του Net στην αξιοσέβαστη αυτοκρατορία της δημοσιογραφίας προκαλεί την ίδια σύγχυση και αβεβαιότητα, χωρίς κανείς να γνωρίζει αν πρέπει να χαίρεται ή να λυπάται από την κατάκτηση αυτής της Βαστίλλης. Όλοι σχεδόν συμφωνούν σε μία παράδοξη εκδοχή: η εποχή μας είναι η καλύτερη που θα μπορούσε να υπάρξει για την δημοσιογραφία, αλλά και η χειρότερη. Πράγματι, δεν υπάρχει καλύτερη εποχή για να επιδοθεί κανείς στην γραπτή δημοσιογραφία, αλλά η στιγμή που επελέγη δεν εγγυάται ότι θα μπορούσε κάποιος να τα βγάλει πέρα με την πέννα του. Η αγορά είναι όσο ποτέ άλλοτε μεγάλη, αλλά αποδίδει λιγότερο. 

Η τάση αυτή είναι πολύ ξεκάθαρη στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι προοπτικές είναι ανησυχητικές. Ο ημερήσιος μέσος όρος πωλήσεων καθημερινών εφημερίδων, από 71 εκατομμύρια αντίτυπα στις αρχές της δεκαετίας τού ’90, σήμερα έχει πέσει στα 49 εκατομμύρια –ο δε ρυθμός της πτώσεως επιταχυνόταν στο μέτρο που διαδιδόταν το Διαδίκτυο. Έτσι, περίπου εκατό εφημερίδες ανέστειλαν τις έντυπες εκδόσεις τους. Την ίδια περίοδο, οι αναγνώστες ψηφιακών εφημερίδων πέρασαν από το μηδέν στα 79 εκατομμύρια και η άνοδος συνεχίζεται.

Παράλληλα, η κάμψη των διαφημιστικών εσόδων μείωσε σημαντικά τα εισοδήματα του Τύπου, με αποτέλεσμα οι απολύσεις στις εφημερίδες να πλησιάσουν τις 15.000 για το 2008. «Η περίοδος αυτή είναι η χειρότερη της ζωής μου», λέει ο Φίλιπ Μπένετ, εξαιρετικός δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Ουάσιγκτων Ποστ» από το 2005 έως το 2008, ο οποίος υποχρεώθηκε να στείλει στην πρόωρη σύνταξη 250 συναδέλφους του. Παρόλα αυτά, υποστηρίζει ότι «η σημερινή εποχή είναι χρυσή για την δημοσιογραφία, αλλά απαίσια για τις επιχειρήσεις Τύπου». Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται, σε μικρότερη κλίμακα, και στον ευρωπαϊκό Τύπο, ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο ενός διπλού κατακλυσμού: της οικονομικής κρίσεως και της εξάπλωσης του Διαδικτύου. 

Έτσι, αρκετοί αναρωτιούνται μήπως η δημοσιογραφία καλείται να εκλείψει, όπως συνέβη με τους δεινόσαυρους. Το ερώτημα ίσως προκαλεί ειρωνικά χαμόγελα, ωστόσο περικλείει πολλές πραγματικότητες. Η επιβίωση του Τύπου δεν είναι μία περίπτωση επιβιώσεως ενός μικρού τομέα της οικονομίας. Εδώ και 200 χρόνια, ο Τύπος παίζει κεντρικό κοινωνικό, και όχι μόνον, ρόλο. Επηρεάζει το χρήμα των επιχειρήσεων, την εξουσία των κυβερνήσεων και την ψυχαγωγία των μαζών –άρα, το μέλλον του αφορά σχεδόν στο σύνολο της κοινωνίας.

Σχηματίζονται έτσι τρία ρεύματα. Το ένα είναι αυτό των «μπλογκανθρώπων», που λένε ότι οι εφημερίδες τελειώνουν και η έκλειψή τους είναι θέμα χρόνου. Το δεύτερο ρεύμα υποστηρίζει ότι ο γραπτός λόγος θα επιβιώσει, αλλά θα μετασχηματισθεί σε βάθος. Αυτή η κατηγορία πιστεύει ότι το μεγάλο ερώτημα που τίθεται σήμερα δεν είναι αυτό της υπάρξεως ή μη εφημερίδων αύριο, αλλά το ποιο είναι το μέλλον της σοβαρής δημοσιογραφίας. Το Διαδίκτυο θα σημάνει το οριστικό τέλος της; Τέλος, το τρίτο ρεύμα απαρτίζεται από όλους αυτούς που παρατηρούν τις εξελίξεις με αρκετή σύγχυση και, όπως ο Κάρολος Ντίκενς πριν 150 χρόνια, αναρωτιούνται σε ποια συμπεράσματα θα μπορούσαν να καταλήξουν.

«Όντως, τα συμπεράσματα είναι δύσκολο να βγουν», μάς έλεγε προσφάτως στην Αθήνα ο κ. Χουάν-Λουΐς Σεμπριάν, ο δημοσιογράφος που ανέβασε την ισπανική εφημερίδα «Ελ Παΐς» στα ύψη και ο οποίος σήμερα είναι πρόεδρος του σημαντικού ομίλου επικοινωνίας Arisa. Κατά την άποψή του, οι καθημερινές εφημερίδες στηρίζονται σε ένα σύστημα που ανήκει στον περασμένο αιώνα και που είναι αυτό της οικονομίας της προσφοράς. Συμβαίνει, όμως, η ψηφιακή εποχή να φέρνει μία οικονομία της ζήτησης.

«Βρισκόμαστε, έτσι, σε μία στιγμή όπου η διαμεσολάβηση –κύριο χαρακτηριστικό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας– εξαφανίζεται. Και εμείς οι δημοσιογράφοι, που είμαστε οι διαμεσολαβητές μεταξύ των γεγονότων της επικαιρότητας και αυτών που ζητούν πληροφόρηση, βλέπουμε τους άλλους, τους μη δημοσιογράφους, να διηγούνται τί τους συμβαίνει χωρίς να περνούν από διαμεσολαβητές. Και επειδή δεν ξέρουμε τί να κάνουμε, ρίχνουμε το λάθος στο μέσο, ήτοι στην γέρικη εφημερίδα από χαρτί, που κάποτε την χρησιμοποιούσαν οι μανάβηδες για να συσκευάζουν μήλα και πορτοκάλια», τονίζει ο κ. Σεμπριάν.

Παροτρύνει δε εκδότες και δημοσιογράφους να μελετούν και να αναλύουν με μεγάλη προσοχή τα τεκταινόμενα στις ΗΠΑ, γιατί σε κάποια φάση τα εκεί γεγονότα θα έλθουν και στην Ευρώπη. «Θα υπάρχουν πάντα δημοσιογράφοι, όμως θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι το επάγγελμά μας εγκατέλειψε δύο αιώνες και μπήκε για καλά σε μιαν άλλη εποχή», μάς είπε ο κ. Σεμπριάν.

Αυτό είναι πράγματι γεγονός. Πλην όμως, στην χώρα μας ελάχιστα απασχολεί τους επαΐοντες, οι οποίοι νομίζουν ότι τα προβλήματα του αύριο αντιμετωπίζονται στα πεζοδρόμια…