Έχουμε κατ’ επανάληψιν τονίσει από τις στήλες αυτές ότι η ελληνική οικονομία μπήκε στον αστερισμό της υφέσεως, παρά τα δειλά αισιόδοξα μηνύματα που έρχονται από την διεθνή οικονομία. Ωστόσο, ίσως η ύφεση να ήταν το μικρότερο κακό, αν οι δομές της οικονομίας μας ήσαν τέτοιες ώστε, σε κάποια φάση, να μπορούσε να ξεκινήσει η ανάκαμψη. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει.

Έχουμε κατ’ επανάληψιν τονίσει από τις στήλες αυτές ότι η ελληνική οικονομία μπήκε στον αστερισμό της υφέσεως, παρά τα δειλά αισιόδοξα μηνύματα που έρχονται από την διεθνή οικονομία. Ωστόσο, ίσως η ύφεση να ήταν το μικρότερο κακό, αν οι δομές της οικονομίας μας ήσαν τέτοιες ώστε, σε κάποια φάση, να μπορούσε να ξεκινήσει η ανάκαμψη. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει. Η παραγωγική βάση της οικονομίας είναι περιορισμένη και σε μεγάλο βαθμό στο εσωτερικό ξεπερασμένη.

Για παράδειγμα, επί πολλές δεκαετίες η ελληνική οικονομία, από μεταποιητικής πλευράς, στηρίχθηκε στις κατασκευές –με κύριο όχημα την οικοδομή. Μία οικοδομή που, μέσω της αντιπαροχής, παραμόρφωσε την χώρα, αλλά εν πάση περιπτώσει προσέφερε εργασία σε πολλές χιλιάδες ανθρώπους, καθώς και σε σημαντικούς κλάδους της μεταποιήσεως. Η τσιμεντοβιομηχανία, το μάρμαρο, το ξύλο, το αλουμίνιο, τα οικοδομικά υλικά, τα είδη υγιεινής, τα έπιπλα, μέχρι και τα κλειδιά και τα πόμολα, είναι κομμάτια της ελληνικής μεταποιήσεως που απευθύνονται στις κατασκευές ακινήτων και τα πάσης φύσεως ιδιωτικά και δημόσια έργα.

Σήμερα, όμως, οι κλάδοι αυτοί –που αντιπροσωπεύουν το 10%-12% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) μας– βρίσκονται σε κίνδυνο: πτώση της οικοδομικής δραστηριότητος, κρίση στην αγορά ακινήτων, κάμψη των επενδύσεων. Ακόμα χειρότερα –με εξαίρεση την ελληνική τσιμεντοβιομηχανία, η οποία εγκαίρως φρόντισε να αποκτήσει την απαραίτητη για την επιβίωσή της εξωστρέφεια– οι λοιποί προαναφερθέντες κλάδοι είναι σε μεγάλο ποσοστό εσωστρεφείς. Και στις σημερινές συνθήκες, δύσκολα θα μπορούσαν να αποκτήσουν εξωστρέφεια. Πρώτον, διότι η διεθνής ζήτηση ακολουθεί και αυτή πτωτική πορεία και, δεύτερον, διότι υστερούν σε ανταγωνιστικότητα –όπως, εξάλλου, αυτό συμβαίνει και για το σύνολο της οικονομίας μας.

Οι αμέτρητες επιχειρήσεις των ανωτέρω κλάδων είναι, ωστόσο, πολύ μικρές και για την εσωτερική αγορά. Στον τομέα της επεξεργασίας ξύλου, για παράδειγμα, υπάρχουν περί τις 3.000 επιχειρήσεις σε όλη την χώρα, πάρα πολλές από τις οποίες είναι οικοτεχνίες. Οικογενειακό χαρακτήρα έχουν και οι περισσότερες επιχειρήσεις του κλάδου σιδήρου, οι οποίες σήμερα βρίσκονται μπροστά σε σοβαρά αδιέξοδα.

Το ίδιο, ανεξαρτήτως της κρίσεως, ισχύει και για την οικοδομή. Ο κλάδος, από πλευράς δυνητικής ζητήσεως, είναι κορεσμένος και ο περιορισμός των στεγαστικών δανείων θα τον πλήξει ακόμη χειρότερα το 2010 απ’ ό,τι το τρέχον έτος. Τροχοπέδη επίσης στην οικοδομική δραστηριότητα θα αποτελέσουν και οι φορολογικές επιβαρύνσεις στα ακίνητα, όσο και αν είναι ηπίου χαρακτήρος. Ας μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα, με την συμβολή μιας αντάξιας για διανοητικώς αναπήρους τηλεοράσεως, η αρνητική οικονομική ψυχολογία αποτελεί καθημερινή πρακτική –με αρνητικές, βεβαίως, επιπτώσεις και για αυτούς που την εφαρμόζουν.

Υπό αυτές τις συνθήκες, τόσο για την σημερινή όσο και για την αυριανή ή μεθαυριανή κυβέρνηση, πέρα από την δημοσιονομική διαχείριση της οικονομίας –που για πολλά έτη θα είναι προβληματική– και τις μακροοικονομικές ισορροπίες που πρέπει να τηρήσει, τίθεται ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Αυτό των εις βάθος διαρθρωτικών αλλαγών στον παραγωγικό ιστό της οικονομίας, ο οποίος τείνει να εξαφανιστεί.

Κατά πρώτο λόγο είναι πλέον ανάγκη η κυβέρνηση, ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος, να βοηθήσει με κίνητρα την επιχείρηση να ξεφύγει από τα οικογενειακά μεγέθη. Στην σημερινή εποχή της παγκοσμιοποιήσεως, το μικρό μέγεθος παρακωλύει την ανάπτυξη. Συνεπώς, χρειαζόμαστε μέγεθος όχι για να δρέψουμε οικονομίες κλίμακος, αλλά για να έχουν οι επιχειρήσεις πρόσβαση σε κεφάλαια και για να μπορούν να επωμίζονται τους επιχειρησιακούς κινδύνους που συνδέονται με δαπάνες για το άνοιγμα νέων αγορών, την επιβολή επωνυμίας για το προϊόν τους (brand name) και άλλα. Ωστόσο, δεν θα πάμε μπροστά ολοταχώς αν δεν το πάρουμε απόφαση ότι μεγέθυνση ορισμένων μικρομεσαίων σημαίνει εξαφάνιση περισσότερων μικρομεσαίων –όσο και αν αυτό αποτελεί το περίφημο πολιτικό κόστος, το οποίο σήμερα ουδέν προσφέρει.

Οι συγχωνεύσεις προφανώς βοηθούν στην μεγέθυνση των επιχειρήσεων. Έχουν αρχίσει να συμβαίνουν, αλλά δειλά. Βεβαίως, υπάρχουν καλές και κακές συγχωνεύσεις. Για την ώρα, όμως, μεγαλύτερη διάθεση για συγχωνεύσεις θα ήταν χρήσιμη. Η οικογενειοκρατία δεν οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν οδηγεί όμως και πουθενά αλλού –και σίγουρα δεν οδηγεί στην ανάπτυξη. Η οικογενειοκρατούμενη επιχείρηση έχει –κατά κανόνα, όχι πάντα– περιορισμένες φιλοδοξίες και στενούς ορίζοντες. Επίσης, αποφεύγει τους επιχειρησιακούς κινδύνους. Όλα αυτά, δεν συντείνουν προς την ανάπτυξη. Δεν συντείνουν, όμως, και προς την παραγωγική ανανέωση. Και η τελευταία, δεν αποτελεί πλέον σχήμα λόγου για περισπούδαστες διαλέξεις. Είναι πραγματική επιταγή για την χώρα και την αυριανή επιβίωσή της.

Ωστόσο, για να μπει η Ελλάδα στον δρόμο της «άλλης αναπτύξεως», πρέπει να προσελκύσει από το εξωτερικό ελληνικά και ξένα καινοτόμα κεφάλαια. Είναι επείγον να σταματήσει η διαρροή εγκεφάλων, απογοητευμένων από την εσωτερική πνευματική και ερευνητική πενία. Τέλος, απαιτείται ένεση αισιοδοξίας. Καιρός είναι να κλείσουν οι πόρτες στους κήρυκες της παρακμής και της ανοησίας.