Οι Εμπρηστές των Δασών

Έτος εκλογών, έτος πυρκαγιών έλεγαν παλιότερα, προσπαθώντας να συνδέσουν περιβάλλον και πολιτική. Δεν είχαν και πολύ άδικο, επιχειρώντας τη συσχέτιση, διάλεξαν όμως λάθος πίστα. Ουδείς είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει πως μια σκηνοθετημένη καταστροφή μπορεί να βλάψει τον πολιτικό του αντίπαλο. Απόδειξη το μαύρο καλοκαίρι του 2007 και οι αμέσως μετά εκλογές, που ουδόλως επηρεάστηκαν από την οργή του λαού και τις κατάρες των μίντια.
Του Ηλία Ευθυμιόπουλου
Τετ, 9 Σεπτεμβρίου 2009 - 09:10

Έτος εκλογών, έτος πυρκαγιών έλεγαν παλιότερα, προσπαθώντας να συνδέσουν περιβάλλον και πολιτική. Δεν είχαν και πολύ άδικο, επιχειρώντας τη συσχέτιση, διάλεξαν όμως λάθος πίστα. Ουδείς είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει πως μια σκηνοθετημένη καταστροφή μπορεί να βλάψει τον πολιτικό του αντίπαλο. Απόδειξη το μαύρο καλοκαίρι του 2007 και οι αμέσως μετά εκλογές, που ουδόλως επηρεάστηκαν από την οργή του λαού και τις κατάρες των μίντια.

Αντιστρόφως, ουδείς έχει συμφέρον να κάψει το δάσος για να αποκτήσει κι άλλους ψηφοφόρους. Έχει όμως συμφέρον να μοιράζει γη. Πριν και μετά τις εκλογές. Πριν και μετά την «οικολογική λαίλαπα» και τα κροκοδείλια δάκρυα μπροστά στις κάμερες.

Η αλήθεια είναι πως μια μικρή μόνο μειονότητα θα είχε αντίρρηση να γίνουν οικόπεδα τα καμένα. Μια μόνο μειονότητα θα είχε αντίρρηση στο να αποκτήσει εξοχική κατοικία μέσα στο δάσος. Πώς; Μα με τους δασικούς νόμους, τη χωροταξία, την ντε φάκτο κατάργηση του συλλογικού δικαιώματος στο περιβάλλον εν ονόματι του ιερού δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Τι ήταν αυτό που απασχόλησε περισσότερο τα επικοινωνιακά επιτελεία κυβερνώντων, αντιπολιτευομένων και άλλων καλοθελητών. Οι «περιουσίες» των ανθρώπων. Αυτών δηλαδή που έχτισαν αυθαίρετα, κατά περέκκλιση, με αποχαρακτηρισμούς και με χαριστικές διατάξεις. Αυτοί, πλούσιοι και φτωχοί, νόμιμοι και παράνομοι, οικολογούντες ή μη, που έκοψαν μια φέτα από τη φύση για να την κάνουν αγροτεμάχιο και στη συνέχεια προϊόν συναλλαγής, μπετόν και ψεύτικη πρασινάδα. Αυτοί που έγιναν βέβαια και τα πρώτα θύματα ενός προαναγγελθέντος θανάτου.

Γιατί το δάσος δεν υπάρχει πια στην Αττική. Όχι γιατί κάηκε, αυτό ήταν η ακροτελεύτια πράξη. Πέθανε από τη στιγμή που οι πρώην μεγάλες ιδιοκτησίες- τσιφλίκια, βοσκοτόπια, χρυσόβουλα και κληροδοτήματα- μπήκαν στο στόχαστρο της αγοράς και των μεσαζόντων οι οποίοι δημιούργησαν στον λαό (μικροαστούς και νεόπλουτους) τη φενάκη της απόδρασης από την αβίωτη πόλη και μια ευκαιρία για την τοποθέτηση του όποιου οικονομικού πλεονάσματος- των κοινοτικών επιδοτήσεων και της φοροδιαφυγής συμπεριλαμβανομένων. Πέθανε από τη στιγμή που τεμαχίστηκε, που διευθετήθηκε, που υποτάχθηκε στην πλαστή ανάγκη (;) ή το ψευδές της είδωλο. Ψευδές, γιατί είχε μέσα του το σπέρμα της αυτοϋπονόμευσης.

Και οι εμπρηστές, οι καταπατητές, οι εχθροί του έθνους, οι γνωστοί άγνωστοι; Αυτοί που αυτομάτως καθίστανται υπεύθυνοι χωρίς κανένα δισταγμό; «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως πρόκειται για εμπρησμό», βεβαιώνουν από την πρώτη στιγμή, πυροσβέστες, τοπικοί και υπερτοπικοί άρχοντες, περαστικοί και ανταποκριτές από τα μέτωπα. Με περισσή ευκολία. Γιατί αυτό βολεύει. Γιατί αυτό απαλλάσσει αυτομάτως τους πάντες από τις ευθύνες τους και τις ενοχές τους. Γιατί αυτό παραπέμπει σε δαίμονες που είναι έξω από μας, έξω από τις χρηστές μας κοινωνίες, έξω από τα πολιτικά και κυβερνητικά μας συστήματα. Γιατί αυτό βολεύει κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Την πρώτη, γιατί έχει άλλοθι απέναντι στην εγνωσμένη ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού και τη δεύτερη, γιατί χωρίς να βγάζει τα κάστανα από τη φωτιά, κερδίζει προσωρινά πόντους.

Είχα την τύχη να μεγαλώσω στην Πεντέλη- δεκαετία του ΄50 και μετά. Ένας μικρός οικισμός και απέραντο δάσος. Κτηνοτρόφοι, ρυτινοσυλλέκτες, ξυλοκόποι και κυνηγοί η μόνη ανθρώπινη παρουσία. Για 25 ολόκληρα χρόνια δεν θυμάμαι την παραμικρή πυρκαγιά. Ύστερα άρχισε ο εποικισμός. Στην αρχή διάσπαρτες βίλες, αργότερα συγκροτήματα και τέλος συνεταιρισμοί: «Εργαζόμενοι της Τράπεζας Ελλάδας», Υπάλληλοι του ΙΚΑ», «Δημοσιογράφοι», «Νοσοκομειακοί Πειραιώς», «Αξιωματικοί Χωροφυλακής» «Δικηγόροι Πειραιώς», «Έφεδροι Αξιωματικοί», «Εργατοτεχνίτες Μαρμάρων», «Δασικοί Υπάλληλοι», «Νέοι Μηχανικοί» αλλά και άλλοι με περίεργα ονόματα όπως «Τέκτων», «Νέοι Μακεδόνες», «Φαίαξ», «Ροσόλυμος», «Νέα Βιθυνία», «Ίκαρος», «Β. Φρειδερίκη», «Μεγαλόχαρη» και ο Θεός να βάλει το χέρι του. Όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι συντηρούν τις μικρές καθημερινές εστίες της φωτιάς. Με τις απροσεξίες, τις υπαίθριες ψησταριές, το κάψιμο των χόρτων, τα κεριά, τα μηχανοκίνητα, τα οικοδομικά συνεργεία, τις ηλεκτροσυγκολλήσεις, τους πεταμένους αναπτήρες, τα ξεχασμένα στην κουζίνα φαγητά, τα τσιγάρα στην άκρη των δρόμων. Αλλά και με τα πιο σοβαρά: χωματερές, ηλεκτρικά δίκτυα, σταθμοί αυτοκινήτων, μοναστήρια. Είναι η σίγουρη βάση για τη μικρή σπίθα που θα γίνει φωτιά, με τις ζέστες και τα μελτέμια των Αυγούστων.

Δυο-τρεις δήμαρχοι είχαν το θάρρος να θέσουν το ζήτημα- προς τιμήν τους εν θερμώ: ο μεγάλος εμπρηστής είναι η εκτός σχεδίου δόμηση. Το αίτημα για την κατάργησή της θα μπορούσε να είναι ένα σύνθημα των επερχόμενων εκλογών. Όλα τα άλλα είναι για φτηνή κατανάλωση.

Ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος είναι πρώην υφυπουργός.

(Από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 04/09/2009)