Τα Εθνικά Θέματα εν Όψει των Εκλογών

Τα εθνικά θέματα έχουν αποτελέσει κατ’ επανάληψιν πρόφαση για την διεξαγωγή προώρων εκλογών. Εσχάτως στα θέματα αυτά έχει περιληφθή και η οικονομία, η οποία αντιμετωπίζεται ως εθνικό θέμα, προφανώς λόγω των διαστάσεων των ελλειμμάτων και των λοιπών αρνητικών δεικτών. Έτσι όμως, έχουμε οδηγηθή σε μιαν ιδιότυπη εσωστρέφεια. Τείνουμε να λησμονούμε τα πραγματικά εθνικά θέματα και να επικεντρωνόμεθα στην οικονομία.
Του Ευθ. Π. Πέτρου
Τετ, 16 Σεπτεμβρίου 2009 - 15:53
Τα εθνικά θέματα έχουν αποτελέσει κατ’ επανάληψιν πρόφαση για την διεξαγωγή προώρων εκλογών. Εσχάτως στα θέματα αυτά έχει περιληφθή και η οικονομία, η οποία αντιμετωπίζεται ως εθνικό θέμα, προφανώς λόγω των διαστάσεων των ελλειμμάτων και των λοιπών αρνητικών δεικτών. Έτσι όμως, έχουμε οδηγηθή σε μιαν ιδιότυπη εσωστρέφεια. Τείνουμε να λησμονούμε τα πραγματικά εθνικά θέματα και να επικεντρωνόμεθα στην οικονομία. Και δυστυχώς τα κόμματα όχι απλώς υιοθετούν αυτή την λογική, αλλά μάλλον αυτά κυρίως την καλλιεργούν.

Ελέγαμε κάποτε ότι τα προβλήματα της οικονομίας είναι υπό οποιεσδήποτε συνθήκες αντιμετωπίσιμα, ενώ το μόνο μη αντιμετωπίσιμο είναι η απώλεια εθνικού εδάφους. Στον σημερινό πλέον πολύπλοκο κόσμο, οι μη ανατάξιμες εθνικές απώλειες δεν περιορίζονται σε εδάφη. Πλέον ομιλούμε για δικαιώματα εθνικής κυριαρχίας, που δεν μπορούν να προσδιορισθούν τόσο συγκεκριμένα όσο οι γραμμές της μεθορίου, αλλά που ως εκ τούτου απαιτούν πολύ μεγαλύτερη προσοχή και πολύ πιο προσεκτικούς χειρισμούς.

Είναι λοιπόν δικαιολογημένη η ανησυχία που προκαλεί το γεγονός ότι κατά την τρέχουσα προεκλογική εκστρατεία ελάχιστα ακούμε για τα εθνικά θέματα, τα οποία δεν έπαυσαν να μας περιτριγυρίζουν, καθιστάμενα όλο και πιο πιεστικά. Και γίνονται πιεστικά, μόνο και μόνο διότι η ενασχόλησίς μας με αυτά είναι πρόχειρη και αποσπασματική, στερούμενη σχεδίου και σαφώς προσδιορισμένων στόχων.

Στην κορυφή των προτεραιοτήτων παραμένει -ή πρέπει να παραμένη- το Κυπριακό, το οποίο δεν πρόκειται να επιλυθή όσο αντιμετωπίζεται από τις ελληνικές κυβερνήσεις σαν πονοκέφαλος και όχι ως εθνικό θέμα. Δυστυχώς ευρίσκουμε μια εύκολη δικαιολογία, προσποιούμενοι ότι μπορεί να αντιμετωπίση το πρόβλημα η εκάστοτε κυπριακή ηγεσία, την οποία όμως ουδέποτε στηρίξαμε ουσιαστικά, αλλ’ απεναντίας πολλές φορές λειτουργήσαμε ως μοχλοί πιέσεως εις βάρος των σχεδιασμών της, με κορυφαίο παράδειγμα την κρίση των S-300.

Το ζήτημα των Σκοπίων, ακριβώς επειδή δεν αντιμετωπίσθηκε με αποφασιστικότητα στην κατάλληλη χρονική συγκυρία, έχει προσλάβει ασύμμετρες διαστάσεις. Απορροφά διπλωματικές προσπάθειες και πόρους που θα έπρεπε να επενδύονται για την αντιμετώπιση του πραγματικού προβλήματος, το οποίο είναι οι τουρκικές διεκδικήσεις εις βάρος της εθνικής μας κυριαρχίας. Και εδώ όμως, οι ελληνικές κυβερνήσεις προτιμούν την τακτική του στρουθοκαμηλισμού και αντί να υιοθετήσουν μια σταθερή εθνική πολιτική, υποστηριζόμενη από την απαραίτητη ισχύ, προτιμούν να αναμασούν την «καραμέλα» της κοινής ευρωπαϊκής αμύνης, κατά τρόπο που δεικνύει ότι μάλλον δεν έχουμε αντιληφθή -μάλλον δεν θέλουμε να αντιληφθούμε- τι εννοούν οι εταίροι μας με τον όρο αυτό.

Ουδείς έχει την διάθεση να πολεμήση για τα δικά μας σύνορα, όπως ούτε εμείς έχουμε διάθεση να εμπλακούμε σε διενέξεις άλλων χωρών - μελών της ΕΕ. Θα υπενθυμίσουμε ότι η Μαδρίτη δεν έτυχε της παραμικράς διπλωματικής υποστηρίξεως, όχι απλώς από την ΕΕ, αλλά ούτε κάν από την Ελλάδα, όταν ενεπλάκη σε κρίση με το Μαρόκο που διεκδικούσε μιαν ισπανική βραχονησίδα, κατά τρόπο πανομοιότυπο προς αυτόν, με τον οποίο η Τουρκία εκινήθη στα Ίμια.

Η κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική, είναι για τους περισσοτέρους εκ των εταίρων μας μια προέκτασις του ΝΑΤΟ με κύρια αποστολή την υποστήριξη ειρηνευτικών αποστολών, στις οποίες σημειωτέον η Τουρκία συμμετέχει με μεγάλη προθυμία, διαθέτοντας «πολύτιμο» έμψυχο δυναμικό.

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι τα κόμματα που διεκδικούν την ψήφο μας είτε δεν έχουν μελετήσει με σοβαρότητα το πλέγμα των συμμαχικών και εταιρικών μας σχέσεων, είτε σκοπίμως μας παραπλανούν. Όπως ακριβώς μας παραπλανούν σχετικά με την ενεργειακή μας πολιτική, όπου οι στρατηγικές συνεργασίες που υποτίθεται ότι συνάψαμε παραμένουν αχνές και νεφελώδεις, χωρίς την παραμικρή προοπτική να αποφέρουν οφέλη στο εγγύς μέλλον. Η υπαναχώρησις άλλων εμπλεκομένων χωρών δεν είναι δικαιολογία. Απεναντίας το γεγονός ότι δεν είχαμε προβλέψει τέτοιες εξελίξεις αποδεικνύει την προχειρότητα με την οποία κινηθήκαμε και στον τομέα αυτό.

Ανοικτά λοιπόν τα μέτωπα στην διεθνή σκηνή. Ας το έχουν υπ’ όψιν τους τα κόμματα εξουσίας, διότι την επομένη των εκλογών μπορεί να αποδειχθούν πιο πιεστικά από την οικονομία.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 14/09/2009)