Σε ένδεκα εβδομάδες ακριβώς, οι ηγέτες ολόκληρου του κόσμου θα συναντηθούν στην Κοπεγχάγη υπό τη σκέπη των Ηνωμένων Εθνών, προκειμένου να καταλήξουν σε μία νέα παγκόσμια συμφωνία για την κλιματική αλλαγή. Η στιγμή είναι ιστορική: πρόκειται για την ύστατη δοκιμασία για την παγκόσμια συνεργασία. Παρ' όλα αυτά οι συνομιλίες βραδυπορούν σε τέτοιο βαθμό που η επίτευξη συμφωνίας δείχνει να κινδυνεύει σοβαρά
Σε ένδεκα εβδομάδες ακριβώς, οι ηγέτες ολόκληρου του κόσμου θα συναντηθούν στην Κοπεγχάγη υπό τη σκέπη των Ηνωμένων Εθνών, προκειμένου να καταλήξουν σε μία νέα παγκόσμια συμφωνία για την κλιματική αλλαγή. Η στιγμή είναι ιστορική: πρόκειται για την ύστατη δοκιμασία για την παγκόσμια συνεργασία. Παρ' όλα αυτά οι συνομιλίες βραδυπορούν σε τέτοιο βαθμό που η επίτευξη συμφωνίας δείχνει να κινδυνεύει σοβαρά.

Αν χάσουμε αυτήν την ευκαιρία, δε θα μας δοθεί στο μέλλον άλλη δυνατότητα να αποφύγουμε τις καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που προκαλούμε στο περιβάλλον. Ως εκ τούτου, στις συναντήσεις των ηγετών του κόσμου αυτής της εβδομάδας, πρώτα στη σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, στη συνέχεια στη σύνοδο του G20 στο Πίτσμπουργκ, είναι ζωτικής σημασίας να κατορθώσουμε να επιλύσουμε τις διαφορές μεταξύ των εθνών μας. Τη στιγμή που οι επιστήμονες μας κατακλύζουν με στοιχεία που αποδεικνύουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που ήδη συμβαίνει και τις απειλές που μας αναμένουν στο μέλλον, δεν μας επιτρέπεται να αποτύχουμε στις διαπραγματεύσεις μόνο και μόνο επειδή δεν τους δώσαμε... την απαιτούμενη προσοχή. 

Η αποτυχία μας θα είναι ασυγχώρητη. Ορισμένοι ισχυρίζονται πως εν μέσω της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης, θα πρέπει να μειώσουμε λιγάκι τη σημασία που δίνουμε στο περιβάλλον, διότι το κόστος της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής είναι υπερβολικό. Η αλήθεια είναι πως ισχύει ακριβώς το ανάποδο: η επιτυχία της συνόδου της Κοπεγχάγης είναι προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη. Η ανάκαμψη εξαρτάται από τις επενδύσεις που θα απελευθερωθούν χάρη σε μια ενδεχόμενη συμφωνία. Οι οικονομίες που θα σπεύσουν να προσχωρήσουν πρώτες στην «πράσινη επανάσταση» θα είναι εκείνες που θα καρπωθούν και τα σημαντικότερα οικονομικά οφέλη.

Κατ' αρχάς, η βελτίωση της ενεργειακής αποτελεσματικότητας θα αυξήσει την παραγωγικότητα, αφού πόροι που άλλοτε δαπανιόνταν για κατανάλωση ενέργειας θα κατευθυνθούν πλέον σε άλλες επενδύσεις. Εντωμεταξύ, σύμφωνα με τη «διεθνή υπηρεσία ενέργειας» (ΙΕΑ) η ανάγκη για μείωση των θερμοκηπικών αερίων και τις αντίστοιχες υποδομές στον αναπτυγμένο και τον υπό ανάπτυξη κόσμο, θα απαιτήσουν επενδύσεις ύψους 33 τρις δολαρίων (22 τρις ευρώ) έως το 2030. Έως το 2015, ο «πράσινος» τομέας της οικονομίας παγκοσμίως θα έχει κύκλο εργασίας 7 τρις δολάρια (4.7 τρις ευρώ) το χρόνο, και θα απασχολεί εκατομμύρια ανθρώπους.

Αλλά ίσως η σημαντικότερη επίπτωση της προσπάθειας για μείωση των θερμοκηπικών αερίων να είναι το κύμα καινοτομίας που θα συνοδέψει αυτήν την προσπάθεια. Ορισμένες από τις τεχνολογίες που απαιτούνται έχουν ήδη ωριμάσει, όπως οι επίγειες ανεμογεννήτριες και η μόνωση των κτιρίων -αν κι εκεί ακόμα εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης. Πολλοί άλλοι τομείς όμως θα γνωρίσουν δραματικές βελτιώσεις και επαναστατικές καινοτομίες, τόσο στο κόστος όσο και στην απόδοσή τους.

Αυτό το βλέπουμε ήδη να συμβαίνει στο σχεδιασμό των μπαταριών ή στην επιτάχυνση της έρευνας στον τομέα της ηλεκτρικής αυτοκίνησης από την αυτοκινητοβιομηχανία. Συμβαίνει επίσης στη βιώσιμη αρχιτεκτονική, στην παραγωγή νέων υλικών, στην ηλιακή ενέργεια, στη σώρευση και την αποθήκευση CO2 και στον υπολογισμό του περιβαλλοντικού κόστους στα βιομηχανικά προϊόντα. Καθώς η καινοτομία μεταξύ των διαφόρων κλάδων αλληλοτροφοδοτείται, τα οικονομικά οφέλη διαχέονται στο σύνολο της οικονομίας.

Η μετάβαση σε τεχνολογίες μείωσης των εκπομπών θερμοκηπικών αερίων θα δώσει σημαντική ώθηση στο σύνολο της οικονομίας, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που η πληροφορική επανάσταση πυροδότησε την οικονομική ανάπτυξη τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αλλά η στροφή αυτή μπορεί να συμβεί μόνο με την υποστήριξη των κυβερνήσεων, όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά και σε παγκόσμιο. Χρειάζονται κυβερνητικές παρεμβάσεις προκειμένου να υπάρξουν τα απαραίτητα οικονομικά κίνητρα, να εξασφαλιστούν επενδύσεις, να εμπεδωθεί στους επενδυτές κλίμα βεβαιότητας και εμπιστοσύνης.

Για να συμβεί αυτό, οι κυβερνήσεις υποχρεούνται να στέλνουν επίμονα και σοβαρά σήματα πως επιμένουν στη συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση, πως εννοούν να διαμορφώσουν τη μελλοντική ζήτηση και πως είναι αποφασισμένες να εγκαθιδρύσουν νέους κανόνες, ώστε η λειτουργία της αγοράς να ωθήσει τον ιδιωτικό τομέα να απαντήσει καινοτομικά στη νέα μεγάλη αυτή πρόκληση. Αυτό είναι σήμερα το αυθεντικό νόημα της συνεργασίας δημοσίου-ιδιωτικού τομέα.

Αυτός είναι επίσης ο λόγος που η συμφωνία στην Κοπεγχάγη φέτος το Δεκέμβριο είναι τόσο σημαντική. Μια ισχυρή συμφωνία, που θα δεσμεύει τους υπογράφοντες σε συγκεκριμένους στόχους μείωσης των εκπομπών των θερμοκηπικών αερίων θα «εκπέμψει» επίσης την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια που χρειάζονται οι νέες «πράσινες» επενδύσεις. Ως εκ τούτου, οι συνομιλίες του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή δεν αφορούν μόνο την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και την τόνωση της ζήτησης και την αύξηση των επενδύσεων στην οικονομία

Η βρετανική κυβέρνηση κατέθεσε ήδη φιλόδοξες, αποτελεσματικές και δίκαιες προτάσεις για την Κοπεγχάγη. Φιλόδοξες υπό την έννοια πως οφείλουμε να τροχοδρομήσουμε τον κόσμο σε μια τροχιά αύξησης της θερμοκρασίας μικρότερης των 2 βαθμών C·

Αποτελεσματικές διότι προκειμένου να μειώσουμε ριζικά τις εκπομπές θερμοκηπικών αερίων, προσβλέπουμε τόσο στην εγκαθίδρυση ισχυρών μηχανισμών ελέγχου και επαλήθευσης των στοιχείων, όσο και σε μηχανισμούς που στρέφουν τη λειτουργία της αγοράς στην επιθυμητή κατεύθυνση 

Δίκαιες, καθώς προβλέπεται η οικονομική ενίσχυση των αναπτυσσομένων κρατών προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή: τον Ιούνιο ζήτησα να διατίθενται έως το 2020 100 δις δολάρια (67.7 δις ευρώ) για το σκοπό αυτό, από δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους.

Είχα την ευχαρίστηση να διαπιστώσω τη θετική υποδοχή των προτάσεών μου, τόσο δημοσίως όσο και ιδιωτικά. Αλλά τώρα πρέπει να «κλειδώσουμε» μια συμφωνία στην Κοπεγχάγη. Πιστεύω πως είναι κάτι που μπορούμε να το πετύχουμε. Αν χρειαστεί, θα σπεύσω προσωπικά στην Κοπεγχάγη, ώστε να πιέσω τους συναδέρφους μου ηγέτες να προσυπογράψουν μια τέτοια συμφωνία.


(Ο Gordon Brown είναι πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας)

(από "Newsweek"/www.ppol.gr, 26/09/2009)