Οι Πρόσφατες Διεθνείς Αλλαγές και η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική

Η εκλογή του Ομπάμα σε εποχή μετακίνησης ισχύος από τη Δύση στην Ανατολή με διατήρηση του (σχετικοποιημένου, πλέον) ηγεμονικού ρόλου των ΗΠΑ παράγει δύο νέα χαρακτηριστικά στην παγκόσμια σκηνή. Το πρώτο συνδέεται με μια τάση αναδίπλωσης των ΗΠΑ. Η δεύτερη είναι εκείνη της αλλαγής συμπεριφοράς στη διεθνή σκηνή. Οι ΗΠΑ δείχνουν να έχουν πάρει τον δρόμο της Ευρώπης και ειδικότερα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Του Νίκου Κοτζιά
Τρι, 29 Σεπτεμβρίου 2009 - 08:54

Η εκλογή του Ομπάμα σε εποχή μετακίνησης ισχύος από τη Δύση στην Ανατολή με διατήρηση του (σχετικοποιημένου, πλέον) ηγεμονικού ρόλου των ΗΠΑ παράγει δύο νέα χαρακτηριστικά στην παγκόσμια σκηνή. Το πρώτο συνδέεται με μια τάση αναδίπλωσης των ΗΠΑ. Η δεύτερη είναι εκείνη της αλλαγής συμπεριφοράς στη διεθνή σκηνή. Οι ΗΠΑ δείχνουν να έχουν πάρει τον δρόμο της Ευρώπης και ειδικότερα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εμφανίζουν μια σχετική κούραση για οξείες αντιπαραθέσεις. Δείχνουν διάθεση αναδίπλωσης στο εσωτερικό. Ταυτόχρονα, στην Ε.Ε. επανεμφανίστηκε ο εθνικισμός, ιδιαίτερα στη Γερμανία. Τέλος, ο ρόλος της Δύσης στον σημερινό κόσμο βαίνει μειούμενος.

Ο Ομπάμα και η διοίκησή του δεν εκφράζουν μονοδιάστατα μια διάθεση διόρθωσης των κακώς κειμένων της προεδρίας του Μπους. Εκφράζουν και έναν προβληματισμό ως προς το αν και κατά πόσο θα πρέπει οι ΗΠΑ να συνεχίσουν να ακολουθούν «τη διεθνιστική» πολιτική τής παρέμβασης στο διεθνές γίγνεσθαι, του πλανητικού χωροφύλακα του παγκόσμιου εμπορίου και της δυτικής ασφάλειας. Οι ΗΠΑ νιώθουν πιο αδύνατες απ’ ό,τι στη δεκαετία του ’90 που νόμιζαν ότι η ιστορία είχε τελειώσει (δεν πρόκειται για τελική επιλογή, αλλά για επανάκαμψη μιας παλιάς τάσης). Λείπει από τις ΗΠΑ το νεύρο.

Στην ενίσχυση (και ασφαλώς όχι υπερίσχυση) της τάσης αναδίπλωσης μεγάλο ρόλο παίζουν τα εσωτερικά προβλήματα. Οι παλιές δομές στη βιομηχανία. Η ανυπαρξία για δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανούς πολίτες ενός αποτελεσματικού συστήματος υγειονομικής περίθαλψης και ασφάλισης. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στην υψηλού επιπέδου παρεχόμενη πανεπιστημιακή εκπαίδευση και τη διάλυση σε ορισμένες περιοχές των ΗΠΑ της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με την ουσιαστική ανυπαρξία συστηματικής επαγγελματικής εκπαίδευσης γερμανικού τύπου. Σε αυτά προστίθενται σειρά κοινωνικών προβλημάτων, όπως η ανεργία, η λαθρομετανάστευση και η μη έγκαιρη ενσωμάτωση των νέων κυμάτων μετανάστευσης, ιδιαίτερα της ισπανόφωνης.

Η αλλαγή ως προς την πυραυλική ασπίδα

Η διοίκηση Ομπάμα δήλωσε ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει στην υλοποίηση των σχεδίων Μπους σε Πολωνία και Τσεχία για την κατασκευή μιας πυραυλικής ομπρέλας-ασπίδας και των συνοδευτικών προς αυτήν ραντάρ. Είναι σίγουρο ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι που όχι απλά δικαιολογούν, αλλά και επιβάλλουν μια τέτοια απόφαση. Ομως, από την άλλη, ο τρόπος που αυτή μεθοδεύτηκε γεννά καχυποψίες, όχι μόνο στην αμερικανική Γερουσία, αλλά και στις κυρίαρχες ομάδες και κυβερνήσεις ορισμένων κρατών της Ανατολικής Ευρώπης. Ηγεσίες που μετά τον σύντομο πόλεμο στη Γεωργία ανησυχούν για τον τρόπο που οι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης διαπραγματεύονται με τη Ρωσία.
Το ζητούμενο, όμως, από τη στροφή της κυβέρνησης Ομπάμα δεν είναι οι φόβοι αυτών των κρατών (Πολωνία, Τσεχία, οι τρεις Βαλτικές) και κατά πόσο είναι δικαιολογημένοι. Το πραγματικό ζητούμενο είναι, πρώτον, κατά πόσο η προσπάθεια των ΗΠΑ να αποκαταστήσει καλύτερες σχέσεις με τη Ρωσία γίνεται από τη σκοπιά «της παγκόσμιας ευθύνης» ή από κούραση. Αν, δηλαδή, πρόκειται για μια στροφή που απορρέει από ένα αίσθημα ισχύος ή προκύπτει, αντίθετα, από μια ανάγκη περιορισμού των μετώπων διότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη ισχύς αντιμετώπισης όλων των ανοικτών ζητημάτων. Και δεύτερον, και εξίσου σημαντικό, εάν οι ΗΠΑ προτάσσουν στη διεθνή σκακιέρα τη συνεννόηση με μεγαλύτερες δυνάμεις και αν αυτό σημαίνει ότι εγκαταλείπουν «τις όποιες εγγυήσεις και κοινές δράσεις» με μικρότερα κράτη. Αν θέλουν να καθοδηγήσουν τον κόσμο σε ένα πολυπολικό παγκόσμιο σύστημα ή επιδιώκουν να αποσυρθούν από ορισμένες περιοχές με τις μικρότερες δυνατές απώλειες, και προς τούτο διακινδυνεύουν τις σχέσεις εμπιστοσύνης που έχουν με τρίτες, μικρότερες δυνάμεις.

Σε κάθε περίπτωση, όπως και αν απαντήσει κανείς τα πιο πάνω ερωτήματα, αυτό που σίγουρα συμβαίνει είναι ότι οι ΗΠΑ αλλάζουν ορισμένες προτεραιότητές τους. Οι αλλαγές αυτές τείνουν στην εξομάλυνση των σχέσεων (σε σχετικό πάντα βαθμό, όχι απόλυτα) με χώρες όπως τη Ρωσία, καθώς και στη στήριξη κρατών όπως είναι η Τουρκία. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει στην εξωτερική της πολιτική, ως προς τα δύο χαρακτηριστικά που ανέφερα, να λαμβάνει υπόψη της τα εξής:

Α. Τη συνολική υποχώρηση και κόπωση της Δύσης, που εντός νέων πλαισίων παραμένει με απόσταση η ισχυρότερη δύναμη στον κόσμο. Οτι, ταυτόχρονα, οι άλλες ανερχόμενες δυνάμεις, ιδιαίτερα Ρωσία, Ινδία και Κίνα, αποτελούν παράγοντες που οφείλει να λαμβάνει όλο και περισσότερο υπόψη η ελληνική εξωτερική πολιτική.

Β. Οτι οι ΗΠΑ θα επιδιώξουν εξομάλυνση των σχέσεών τους με τη Ρωσία και κατά συνέπεια ουδείς που θέλει να κάνει εξωτερική πολιτική μπορεί να μπει στο μονοδιάστατο δίλημμα «με τις ΗΠΑ ή με τη Ρωσία». Αντίθετα, μια εξωτερική πολιτική θα πρέπει να οικοδομεί σταθερές σχέσεις προς όλες τις πλευρές, προτάσσοντας τα εθνικά συμφέροντα ως κριτήριο κάθε επιλογής συνεργασίας και συμμαχίας.

Γ. Οτι η φυσική ροπή των ΗΠΑ αυτή την περίοδο είναι να επιλέγουν τη συνεννόηση με τις μεγαλύτερες χώρες ακόμα και σε βάρος μικρότερων σταθερών συμμάχων τους. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να αναδεικνύει τη σημασία της Ελλάδας για το δυτικό μπλοκ συμμαχιών και ταυτόχρονα να μη θεωρείται απ’ αυτό, σε κάθε ζήτημα που προκύπτει, ως δοσμένη.

Αλλαγές στην πολιτική του Ομπάμα ως προς το Ισλάμ

Με την ομιλία του στο Κάιρο, ο Ομπάμα σηματοδότησε μια στροφή: περισσότερη στήριξη στους μουσουλμάνους, άνοιγμα διαλόγου μαζί τους, από τον αραβικό κόσμο μέχρι την Ινδονησία, παρά «τυφλή στήριξη» σε παραδοσιακούς σταθερούς συμμάχους των ΗΠΑ, όπως είναι το Ισραήλ. Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία υπάρχει η πιθανότητα να μετριάσουν (όχι να εξαλείψουν) οι ΗΠΑ τη φιλική τους πολιτική προς το Ισραήλ. Ο λόγος δεν είναι η διαφορετική εκ μέρους τους θεώρηση των «ανθρωπιστικών και μη δράσεων» του Ισραήλ, όσο η πρόθεση να υπάρξει μια αναδιάταξη σχέσεων στη Μέση Ανατολή. Ο «σταθερός και μικρός» σύμμαχος δεν θεωρείται, εξ ορισμού σε κάθε τι που προκύπτει, ως πιο σημαντικός από τον ισχυρό αντίπαλο.

 Ανάλογα, ο τρόπος που αντιμετωπίζει η Ουάσιγκτον την Ινδία και η πρόθεση να πέσουν όλα «τα λεφτά» (ακόμα και αυτά του Ιράκ) στο Αφγανιστάν, αναβαθμίζει το Πακιστάν, για μία ακόμα φορά, έναντι της Ινδίας. Προκαλεί δε μεγάλη εντύπωση το ότι η διοίκηση Ομπάμα έχει επιλέξει την Τουρκία ως το μοντέλο δυτικής κοινωνίας για τους μουσουλμάνους. Και αυτό, διότι η Ινδία έχει μια μουσουλμανική κοινότητα διπλού μεγέθους εκείνης της Τουρκίας (περίπου 150 εκατομμύρια), ενσωματωμένη (με προβλήματα βέβαια) σε μια δημοκρατική χώρα. Και, το κυριότερο, πρόκειται για μουσουλμανική κοινότητα η οποία -πέραν των λιγοστών επιρροών από το Πακιστάν- έχει επηρεαστεί βαθύτατα από το δημοκρατικό κίνημα της Ινδίας, καθώς και από τον θρησκευτικά για πολλαπλούς λόγους ειρηνόφιλο και συναινετικό - ανεκτικό Ινδουισμό. Η επιλογή της διοίκησης Ομπάμα να παίξει με το μουσουλμανικό στοιχείο θα φανεί, εκτιμώ, και στα Βαλκάνια.

 Από τη δεύτερη αλλαγή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, μπορεί κανείς να εξάγει τα εξής συμπεράσματα:

 Α. Η «φυσική τάση» των ΗΠΑ είναι προς το «μοντέλο Τουρκία». Η Ελλάδα οφείλει να το λάβει αυτό υπόψη, αλλά και να αναπτύξει τους δεσμούς της με την Ινδία, προβάλλοντας το «μοντέλο Ινδία». Πιο ειρηνικό, πιο δυτικό και με μεγάλες προοπτικές για την ευρωπαϊκή Δύση, μοντέλο συνύπαρξης με το μουσουλμανικό στοιχείο.

 Β. Η Ελλάδα πρέπει να βρει τον δικό της δρόμο συνεργασίας με το μουσουλμανικό στοιχείο, που δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στο τουρκικό ζήτημα. Αναφέρομαι εδώ, επί παραδείγματι, στους μουσουλμάνους - Αλβανούς της FYROM. Η Ελλάδα οφείλει να συνομιλεί μαζί τους, άμεσα και απευθείας Αυτό σημαίνει αναγνώριση του γεγονότος ότι το ζήτημα της ονομασίας της FYROM πρέπει να συναρτηθεί και από το πώς σκέπτεται η δεύτερη συνιστώσα αυτού του κράτους, που με τρόπο αντισυνταγματικό δεν συμπεριλαμβάνεται στις διαδικασίες θέσπισης του ονόματος της γείτονος. Αναφέρομαι, επίσης, στους μουσουλμάνους της Ρωσίας και της Κίνας. Με αυτές τις χώρες μάς συνδέει η συναίνεση αποτροπής των μεγαλοτουρκικών - νεοθωμανικών στοιχείων.

 Γ. Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να δράσει στην κατεύθυνση του διαλόγου των πολιτισμών. Προς αυτό τον σκοπό έχει την ευτυχία ως φορέας παλιού πολιτισμού να μπορεί να συνομιλήσει με διαφορετικό τρόπο και πλέον συστηματικά με τους «συνομήλικες πολιτισμούς», πολλοί από τους οποίους σήμερα ανήκουν θρησκευτικά στον ισλαμισμό κόσμο ή διαθέτουν ισλαμικούς πληθυσμούς. Να υπενθυμίσω ότι η σημασία του ιστορικού πολιτισμού για άλλες χώρες, όπως επί παραδείγματι το Ιράν, είναι συστατικό της ίδιας της εθνικής τους ταυτότητας, αλλά και σταθερότητας του συστήματος και γι’ αυτό έχει μεγαλύτερη εσωτερική σημασία απ’ ό,τι για εμάς. Κάτι που δείχνει να μην κατανοεί επαρκώς μέχρι σήμερα η ελληνική διπλωματία.

(Από την εφημερίδα ΑΞΙΑ, 26/09/2009)