Διακόπτεται από σήμερα, 1η Οκτωβρίου, ο ανεφοδιασμός της ελληνικής αγοράς με βιοντίζελ, καθώς εκπνέει η ισχύς της άτυπης προσωρινής κατανομής της παραγωγής στα διυλιστήρια, που εφαρμόζεται από τον περασμένο Ιούνιο. Σε περίπτωση, μάλιστα, που εντός των επομένων ημερών, δεν υπογραφεί νέα, έστω προσωρινή απόφαση, το πετρέλαιο κίνησης στην Ελλάδα θα προέρχεται αποκλειστικά από ορυκτά καύσιμα, κατά παράβαση τόσο της ισχύουσας κοινοτικής οδηγίας 2003/30/EC, όσο και της νέας ευρωπαϊκής νομοθεσίας που τίθεται σε ισχύ από αυτόν τον μήνα
Διακόπτεται από σήμερα, 1η Οκτωβρίου, ο ανεφοδιασμός της ελληνικής αγοράς με βιοντίζελ, καθώς εκπνέει η ισχύς της άτυπης προσωρινής κατανομής της παραγωγής στα διυλιστήρια, που εφαρμόζεται από τον περασμένο Ιούνιο. Σε περίπτωση, μάλιστα, που εντός των επομένων ημερών, δεν υπογραφεί νέα, έστω προσωρινή απόφαση, το πετρέλαιο κίνησης στην Ελλάδα θα προέρχεται αποκλειστικά από ορυκτά καύσιμα, κατά παράβαση τόσο της ισχύουσας κοινοτικής οδηγίας 2003/30/EC, όσο και της νέας ευρωπαϊκής νομοθεσίας που τίθεται σε ισχύ από αυτόν τον μήνα.

Συγκεκριμένα, βάσει της οδηγίας 2003/30/EC, τα καύσιμα που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά πρέπει να έχουν περιεκτικότητα 5,75% (καθαρό βάρος) σε βιοκαύσιμα, ενώ η νέα νομοθεσία κάνει λόγο για 7%, κάτι, ωστόσο, που δεν έχει ληφθεί υπ' όψιν από τις ελληνικές αρχές.

Η προσωρινή ρύθμιση, που ίσχυε ως εχθές, υποκαθιστούσε την κανονική διαδικασία, την υπογραφή, δηλαδή, κοινής υπουργικής απόφασης των συναρμόδιων υπουργείων Ανάπτυξης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Οικονομικών, βάσει της οποίας το πετρέλαιο κίνησης που πωλούν τα πρατήρια να έχει την προβλεπόμενη περιεκτικότητα του 5% σε βιοντίζελ. Ο Ελληνικός Σύνδεσμος Παραγωγών Βιοντίζελ (ΕΣΠΑΒ) εκφράζει σοβαρούς φόβους ότι η νέα απόφαση αναμένεται να καθυστερήσει λόγω των εκλογών και της διοικητικής γραφειοκρατίας, με βαρύτατες επιπτώσεις όχι μόνο στην απορρόφηση του προϊόντος, αλλά και στην ίδια την παραγωγή της χώρας μας. 

Η ελληνική παραγωγή βιοντίζελ προέρχεται κυρίως από την καλλιέργεια του ηλίανθου, με τα μερίδια των – κατά βάσιν εισαγόμενων - φυτικών ελαίων (σογιέλαιο, κραμβέλαιο, βαμβακέλαιο) να κυμαίνονται σε μικρότερα επίπεδα. Παράλληλα, το 2008 και το 2009 η παραγωγή κατ’ έτος ήταν σταθερή στα 100-120 χιλιάδες κμ. Αν ληφθεί, μάλιστα, υπ’ όψιν ότι σε χώρες όπως η Βραζιλία ήδη από το 2000 η βιοαιθανόλη –προστιθέμενη στην βενζίνη - αποτελεί το καύσιμο για το 80% των αυτοκινήτων, καθίσταται σαφής η υστέρηση της χώρας μας στον τομέα αυτό. 

Την ίδια στιγμή, πέραν των βιοκαυσίμων α΄γενιάς από φυτικά-εδώδιμα έλαια, η παραγωγή των οποίων έχει ενοχοποιηθεί για την αύξηση της τιμής των τροφίμων, νέες τεχνολογικές εξελίξεις έχουν οδηγήσει σε παραγωγή βιοκαυσίμων από υλικά τα οποία, σε αντίθετη περίπτωση, θα κατέληγαν στους κάδους απορριμμάτων ή το αποχετευτικό σύστημα. Πλέον λιπαρές ύλες, όπως τα τηγανισμένα λάδια ή τα λιπαρά απόβλητα σφαγείων, αποτελούν τη βάση παραγωγής βιοκαυσίμων, ενώ απόβλητα τυρογάλακτος, με τη βοήθεια μικροοργανισμών, μετατρέπονται σε λίπος από το οποίο παράγεται βιοντίζελ. Η εκμετάλλευση τέτοιων αποβλήτων θα απάλλασσε το φυσικό περιβάλλον από μία σοβαρή πηγή ρύπανσης, ενώ και η ελληνική οικονομία θα μείωνε την ενεργειακή της εξάρτηση.