Απαιτείται Συναίνεση στην Eξωτερική Πολιτική

Θα αλλάξει η νέα κυβέρνηση τις στρατηγικές προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής; Η μονολεκτική μου απάντηση στο ρητορικό αυτό ερώτημα είναι «όχι». Καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην κρίσιμη κατάσταση της οικονομίας μας και σε θέματα της λεγόμενης καθημερινότητας (διαφθορά, αδιαφάνεια, αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, και πάει λέγοντας).
Tου Θεόδωρου Kουλουμπή
Τετ, 21 Οκτωβρίου 2009 - 15:30
Θα αλλάξει η νέα κυβέρνηση τις στρατηγικές προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής; Η μονολεκτική μου απάντηση στο ρητορικό αυτό ερώτημα είναι «όχι». Καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην κρίσιμη κατάσταση της οικονομίας μας και σε θέματα της λεγόμενης καθημερινότητας (διαφθορά, αδιαφάνεια, αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, και πάει λέγοντας).

Με την εξαίρεση δύο κομμάτων (του ΛΑΟΣ για το «μακεδονικό» και του ΚΚΕ για τη δυτική εξάρτηση) τα θέματα εξωτερικής πολιτικής δεν επηρέασαν τις επιλογές των πολλών ψηφοφόρων. Χαριτολογώντας έλεγα στους φοιτητές μου ότι όσον αφορά την εξωτερική μας πολιτική συμφωνώ με το σύνθημα της κυρίας Παπαρήγα «δύο κόμματα, μια πολιτική». Εσπευδα όμως να προσθέσω τη λέξη «ευτυχώς»! Διότι, τους θύμιζα, ότι οι δύο μεγάλοι διχασμοί του 20ού αιώνα βασίζονταν στο υπαρξιακό ερώτημα «πού ανήκει η Ελλάδα;». Οι βενιζελικοί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήθελαν την Ελλάδα στις τάξεις της Αντάντ ενώ οι βασιλικοί επέμεναν στην ευμενή ουδετερότητα που μεταφραζόταν ως φιλογερμανική επιλογή. Και η Ελλάδα κόπηκε για ένα διάστημα στα δύο. Και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (και κυρίως στον εμφύλιο που ακολούθησε) οι κομμουνιστές προτίμησαν το άρμα της Σοβιετικής Ενωσης ενώ οι φιλελεύθεροι έμειναν πιστοί στις αρχές και τα συμφέροντα της Δύσης. Πραγματικά, κάθε φορά που η Ελλάδα διχάστηκε έγινε έρμαιο των συμφερόντων, των ανταγωνισμών και των διεισδύσεων των λεγομένων προστάτιδων δυνάμεων. Ευτυχώς η υπαρξιακή μας πόλωση τερματίστηκε με την ιστορική ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την αποδοχή αυτής της επιλογής από το σύνολο σχεδόν των πολιτικών μας δυνάμεων μετά το 1981.

Απαριθμώντας σήμερα τις προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον, μια και αυτές έχουν εξασφαλίσει τη στρατηγική συναίνεση των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας και, εν μέρει, του ΣΥΡΙΖΑ.

Πρώτη προτεραιότητα είναι η ενσωμάτωση και διατήρηση της χώρας μας στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το πρόσφατο «ναι» των Ιρλανδών στη συνθήκη της Λισσαβώνας ανοίγει τις πύλες για μια Ευρώπη με κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική μέσα σε ένα πλαίσιο ενισχυμένης κοινοβουλευτικής εξουσίας. Ταυτοχρόνως η βελτίωση των ευρωαμερικανικών σχέσεων που έρχεται με την αντίληψη της αμερικανικής προεδρίας από τον Μπαράκ Ομπάμα επίσης συμφέρει την Ελλάδα. Ο αντανακλαστικός αντιαμερικανισμός του παρελθόντος δεν πρέπει να μας τυφλώνει απέναντι στις επιπτώσεις μιας μελλοντικής (ευτυχώς απίθανης) ευρωαμερικανικής σύγκρουσης. Με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ θα εκμεταλλευτούν τις ανοιχτές πληγές των Βαλκανίων (και ιδίως την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση) για να αποδυναμώσουν τον ευρωπαϊκό τους αντίπαλο, η Ελλάδα πρέπει να απεύχεται την πραγματοποίηση αυτού του απίθανου σεναρίου.

Η δεύτερη αλλά εξίσου σημαντική προτεραιότητα αφορά την τουρκική πρόκληση. Η στρατηγική συναίνεση των δύο μεγάλων κομμάτων στηρίζεται σε δύο πυλώνες: Ο πρώτος αφορά τις στρατιωτικές ικανότητες αποτροπής που πρέπει με κάθε θυσία να διατηρεί η χώρα μας για την αποφυγή «τετελεσμένων γεγονότων» όπως ήταν η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Ο δεύτερος πυλώνας συνεπάγεται μια πολιτική ειρηνικής επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών (όπως αυτή εγκαινιάσθηκε το 1999 από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Παπανδρέου και συνεχίστηκε για πέντε χρόνια και επτά μήνες από την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή μετά τον Μάρτιο του 2004). Μαζί με την ύφεση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω η οικονομική συνεργασία των δύο χωρών σε τομείς όπως ο ενεργειακός, τραπεζικός και τουριστικός. Η βελτίωση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας μπορεί να οδηγήσει σε ισόρροπες μειώσεις αμυντικών δαπανών προς αμοιβαίο όφελος των δύο οικονομιών. Ως προς το Κυπριακό, παρά τη διαφορά διατύπωσης των δύο κομμάτων ως προς το θνησιγενές σχέδιο Ανάν του 2004, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία θα στηρίξουν τις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις στη Μεγαλόνησο με την ελπίδα ότι οι δύο κοινότητες θα υπερψηφίσουν ένα σχέδιο Χριστόφια-Ταλάτ μέχρι τον Φεβρουάριο του 2010.

Η τρίτη, επίσης κορυφαία προτεραιότητα αφορά τις σχέσεις μας με τις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Και εδώ η συνταγή είναι απλή, όπως και στην περίπτωση της Τουρκίας: Στηρίζουμε την ένταξη όλων των γειτόνων μας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς εφόσον πληρούν τα αυστηρά κριτήρια εναρμόνισής τους με τις δύο θεσμικές οικογένειες πολιτικής και οικονομικής αλληλεξάρτησης (Ε.Ε. και ΝΑΤΟ). Ισως δεν έχουμε αντιληφθεί ακόμη την ιστορική σημασία της ένταξης της Βουλγαρίας στην Ε.Ε. που έχει απομακρύνει το εφιαλτικό ενδεχόμενο μιας διμέτωπης στρατιωτικής σύγκρουσης με την Τουρκία και τη Βουλγαρία ταυτοχρόνως. Ειδικά για την Ελλάδα, οι σχέσεις «καλής γειτονίας» πρέπει να καθορίζουν τις αποφάσεις μας, ιδίως στο θέμα της ονομασίας της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Και εδώ δεν προβλέπω από τη νέα κυβέρνηση κάποια αλλαγή στη διαλλακτική στάση προηγούμενων κυβερνήσεων που αποδέχθηκαν τον έντιμο συμβιβασμό ενός σύνθετου ονόματος που εμπεριέχει τη λέξη Μακεδονία ή τα παράγωγά της, προσδιορίζοντας τη μικρή γειτονική μας χώρα και γεωγραφικά.

Η πρόβλεψή μου είναι ότι η νέα κυβέρνηση θα εστιάσει κυρίως στην αντιμετώπιση της οικονομικής μας κρίσης και στη βελτίωση της ποιότητας της δημοκρατίας μας. Διότι, σε τελευταία ανάλυση, ο καλύτερος μοχλός της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας του δικού μας μεγέθους είναι η εσωτερική της συνοχή, η ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός της. Οσο για τις εγχώριες Κασσάνδρες, θα πρέπει να παραμείνουν στο γκρίζο ακουστικό τους για αρκετές ακόμη δεκαετίες.

Ο καθηγητής Θεόδωρος Κουλουμπής είναι αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 11/10/2009)