Το Αδιέξοδο της Οικονομίας

Το μεγάλο πρόβλημα της κυβερνήσεως Γιώργου Παπανδρέου είναι ότι θέλει πολύ να εφαρμόσει μία σοσιαλιστική ή κεϋνσιανικού τύπου πολιτική παροχών, αλλά δεν έχει τα απαραίτητα χρηματοοικονομικά μέσα. Και δεν έχει τα μέσα, διότι την πολιτική αυτή εφήρμοσαν οι προκάτοχοί της, της Νέας Δημοκρατίας, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Δευ, 16 Νοεμβρίου 2009 - 09:41
Το μεγάλο πρόβλημα της κυβερνήσεως Γιώργου Παπανδρέου είναι ότι θέλει πολύ να εφαρμόσει μία σοσιαλιστική ή κεϋνσιανικού τύπου πολιτική παροχών, αλλά δεν έχει τα απαραίτητα χρηματοοικονομικά μέσα. Και δεν έχει τα μέσα, διότι την πολιτική αυτή εφήρμοσαν οι προκάτοχοί της, της Νέας Δημοκρατίας, με τα γνωστά αποτελέσματα.

Συνεπώς, αν η κυβέρνηση επιθυμεί και μπορεί να ξεπεράσει τα όσα κληρονόμησε, είναι υποχρεωμένη να επαναθεωρήσει το ταχύτερο δυνατόν τα οικονομικά της εργαλεία, διαφορετικά η κατάσταση της οικονομίας μπορεί να αποβεί πλήρως καταστροφική. Όμως, για να αποφευχθεί παρόμοια αρνητική εξέλιξη, θα πρέπει να γίνουν αντιληπτές ορισμένες πραγματικότητες του οικονομικού μας τοπίου οι οποίες δεν είναι διόλου ευχάριστες.

Κατά κύριο λόγο, είναι ανάγκη να καταλάβουν οι επαΐοντες ότι το μεγάλο πρόβλημα της οικονομίας μας δεν είναι μία λογιστική τακτοποίηση κρατικών εσόδων και δαπανών, ώστε να μειωθούν τα κρατικά ελλείμματα. Όπως κατ’ επανάληψιν έχουμε υπογραμμίσει από τις φιλόξενες αυτές στήλες, ζωτικό πρόβλημα της οικονομίας είναι ο ολέθριος συνδυασμός δημοσιονομικού ελλείμματος και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Με άλλα λόγια, το έλλειμμα αυτό επιβεβαιώνει την ελλειμματική σχέση εγχώριου εισοδήματος και συνολικής δαπάνης -γεγονός που σημαίνει ότι στην χώρα υπάρχει υπερβάλλουσα ζήτηση, χωρίς όμως να παρατηρείται αύξηση της εγχώριας προσφοράς. Δηλαδή, οι πολίτες και το κράτος δαπανούν πολύ περισσότερα από αυτά που η χώρα παράγει.

- Πώς αντιμετωπίζεται μία παρόμοια κατάσταση; Δύο είναι οι λύσεις: είτε η άνοδος της εγχώριας προσφοράς, είτε ο δραστικός περιορισμός της δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης.

Συμβαίνει, ωστόσο, η χώρα να μην έχει καμμία δυνατότητα τονώσεως της προσφοράς, διότι μία πολιτική αυξήσεως της καταναλώσεως και των εισοδημάτων είναι ανέφικτη. Σε μία χώρα μηδενικής ανάπτυξης -συνεπώς και μη ανοδικού εισοδήματος- η ευθυγράμμιση δαπάνης με το εισόδημα οδηγεί, δυστυχώς για την κυβέρνηση, στον αναγκαστικό περιορισμό των ιδιωτικών και των δημοσίων δαπανών. Είναι όμως εφικτός αυτός ο περιορισμός; Μάλλον όχι, είναι η απάντηση.

Όπως υποστηρίζει και ο καθηγητής κ. Θ. Πελαγίδης, η μείωση των δαπανών αντιμετωπίζει τους εξής περιορισμούς: η επιβάρυνση από τους τόκους του χρέους του Δημοσίου, το δημογραφικό και η ύφεση που επιβαρύνουν τα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς και το -υψηλό, πλέον- κόστος δανεισμού για το Δημόσιο, περιορίζουν ασφυκτικά τις δυνατότητες χρήσης της δημοσιονομικής πολιτικής από την πλευρά των δαπανών. Είναι λοιπόν σαφές ότι οι περικοπές στις δημόσιες σπατάλες είναι περισσότερο ευχολόγιο παρά πραγματικότητα που μπορεί να προκύψει.

Από την πλευρά των εσόδων, εκτός από την ύφεση που περιορίζει τις φορολογικές εισπράξεις του κράτους, η πίεση των εισοδημάτων λόγω του περιορισμού της ζήτησης στις αγορές στέλνει πολλούς στην φοροδιαφυγή, με αποτέλεσμα την περαιτέρω συρρίκνωση των φορολογικών εσόδων. Οποιαδήποτε δε προσπάθεια ύψωσης των οριακών φορολογικών συντελεστών, ιδίως στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα, αναμένεται να αποθαρρύνει την εργατικότητα και να λειτουργήσει εναντίον της απασχόλησης, των φορολογικών εσόδων και του εθνικού εισοδήματος -άρα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μπορεί να δυσκολέψει την αποκλιμάκωση του δημόσιου ελλείμματος και χρέους. Αναφορικά δε με την αύξηση της άμεσης φορολογίας που επαγγέλλεται η κυβέρνηση, σύντομα θα εξουδετερωθεί από τις αυξήσεις των αμοιβών εργασίας στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα -με άμεσο αποτέλεσμα να παραμένει το καυτό πρόβλημα της αυξημένης ζητήσεως που προκαλεί τα σημαντικά ελλείμματα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το ξεπέρασμα της σημερινής συνολικής κρίσεως -που, όπως ήδη είπαμε, είναι θέμα προσφοράς, δηλαδή ενισχύσεως της παραγωγής μας- μόνον με την τόνωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας μπορεί να βρει λύση. Συνεπώς, η ελληνική οικονομία χρειάζεται απαραιτήτως ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Η ανάπτυξη πρέπει να γίνει περισσότερο εξωστρεφής. Από την πλευρά της ζήτησης, πρέπει να στηρίζεται περισσότερο στις εξαγωγές ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών και λιγότερο στην κατανάλωση, διότι η Ελλάδα είναι μία μικρή οικονομία και η ανάπτυξη της εγχώριας ζήτησης δεν μπορεί να συνεχίζεται επί μακρόν.

Η παραγωγική μας δομή (βιομηχανία, βιοτεχνία, γεωργία και υπηρεσίες) κυριαρχείται από ξεπερασμένα τεχνολογικά πρότυπα, με άμεση συνέπεια να υποβαθμίζεται συνεχώς η συνολική μας ανταγωνιστικότητα. Επισημαίνουμε μόνον ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει υποβαθμιστεί κατά 32 θέσεις μεταξύ των ετών 2003 και 2008, σύμφωνα με το WEF (World Economic Forum). Η υποβάθμιση αυτή οφείλεται κυρίως στην καθυστέρησή μας σε καινοτομίες και στην έλλειψη αξιόπιστων τεχνολογικών και ερευνητικών προγραμμάτων. Έχουμε επαναλάβει κατά κόρον ότι η Ελλάδα παρουσιάζει τεράστια καθυστέρηση στην εισαγωγή των γνώσεων στον παραγωγικό της ιστό -και πώς να μην συμβαίνει αυτό, όταν παρακολουθεί κανείς τα χάλια της παιδείας μας.

Από την άλλη πλευρά, τα βιομηχανικά μεγέθη της χώρας μας είναι μικρά. Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι, το 2008, ο κύκλος εργασιών των 1.725 σημαντικότερων παραγωγικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, όπως επισημαίνει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), ήταν περίπου 65 δισεκατ. ευρώ, όσο δηλαδή ο κύκλος εργασιών της 56ης μεγαλύτερης εταιρείας στον κόσμο.

Ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Η οικονομία μας χρειάζεται βαθειές τομές, οι οποίες όμως είναι ανέφικτες ενόσω οι διάφορες συντεχνίες εκβιάζουν ολόκληρη κοινωνία.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 12/11/2009)