«Πού το πάει ο Βγενόπουλος;» ρωτούν όλοι, με νόημα. Ιδιαίτερα στους κυβερνητικούς κύκλους, τους σημερινούς όπως και τους χθεσινούς, ανησυχούν. Οι πολιτικοί μας δεν είναι συνηθισμένοι να ακούν δημοσίως όσα έχουν να τους πουν οι επιχειρηματίες. Ενοχλεί κυρίως το «δημοσίως».
«Πού το πάει ο Βγενόπουλος;» ρωτούν όλοι, με νόημα. Ιδιαίτερα στους κυβερνητικούς κύκλους, τους σημερινούς όπως και τους χθεσινούς, ανησυχούν. Οι πολιτικοί μας δεν είναι συνηθισμένοι να ακούν δημοσίως όσα έχουν να τους πουν οι επιχειρηματίες. Ενοχλεί κυρίως το «δημοσίως». Υπάρχει άλλωστε και μια παρατήρηση «ηθικής τάξεως», που θέλει το δημόσιο βήμα να καλύπτεται κατά προτεραιότητα από τους ίδιους τους πολιτικούς. Κατ’ αναλογίαν ή συμπληρωματικά μπορεί να καλύπτεται και από άλλες βεντέτες, αμφίβολης ποιότητας δήθεν καλλιτέχνες, πολύ συχνά ανθρώπους που έχουν ξεπέσει στο τελευταίο σκαλί του αυτοεξευτελισμού. Οχι όμως επιχειρηματίες!

Δυστυχώς όμως, όταν ένα ερώτημα δεν βρίσκει άλλη απάντηση, είναι καιρός να παραδεχτούμε το προφανές: «Ο Βγενόπουλος δεν το πάει πουθενά». Φαίνεται πως αυτό το τελευταίο αποκλείεται πριν καλά καλά εξεταστεί αν είναι νόμιμο και αν είναι ηθικό. Γι’ αυτό, άλλωστε, όλοι σπεύδουν να υπονοήσουν πως παρόμοιος λόγος δεν μπορεί παρά να προετοιμάζει την είσοδο Βγενόπουλου στην πολιτική. Μακάρι, θα προσέθετα προσωπικώς, αν αυτό υποχρέωνε τους πολιτικούς να είναι τόσο συγκεκριμένοι, πρακτικοί όσο και αποκαλυπτικοί σε όσα λένε και καταγγέλλουν.

Το σκοτεινό κράτος

Το πραγματικό πρόβλημα με τον Βγενόπουλο είναι πόσο σωστά ακούγονται τα όσα καταγγέλλει. Οι πολίτες, αν φτάσουν μέχρι τα αυτιά τους όσα λέει, θα θυμηθούν πόσο απαράδεκτο, ανίκανο και σκοτεινό παραμένει το κράτος μας. Οσο και αν αλλάζεις τους «θυρωρούς», οι ένοικοι στους ορόφους δεν αλλάζουν, το κράτος δυναστεύει πάντα τους δημιουργούς. Το χειρότερο είναι πως όσα λέει ο Βγενόπουλος αποτελούν σοβαρό πρόβλημα για εκείνους που ασκούν κυβερνητικές ευθύνες. Και το τελευταίο σκαλί ξεπεσμού είναι ότι αποκαλύπτεται πως η πολιτική ηγεσία τόσων πολλών υπουργείων και κρατικών μηχανισμών προτιμά να εξευτελιστεί και να κουκουλώσει, παρά να εκθέσει τα προβλήματα, να εκτιμήσει τις λύσεις, να κάνει τη δουλειά και να δεχτεί την όποια κριτική.

Η ελληνική πολιτική ζωή δεν αντέχει τη διαφάνεια. Οπως δεν αντέχει επιχειρηματίες που παίζουν το παιχνίδι ανοικτά, στα ίσα, χωρίς περιστροφές. Ως καλός ξιφομάχος, γνωρίζει πως ο χειριστής του ξίφους μονομαχίας πρέπει να χτυπήσει πρώτος, χωρίς κάποια ιδιαίτερη προτεραιότητα. Ο αντίπαλος έχει 25 εκατοστά του δευτερολέπτου για να ισοφαρίσει. Μέχρι να αντιδράσει ο αρμόδιος υπουργός Δημ. Ρέπας και να ζητήσει από τον γενικό επιθεωρητή δημόσιας διοίκησης να επιληφθεί των καταγγελιών Βγενόπουλου, είχε προφανώς χάσει χρόνο και είχε δεχτεί πολλαπλές «νύξεις», όπως αποκαλούνται τα επιτυχημένα χτυπήματα από το ξίφος του αντιπάλου.

Το πλεονέκτημα που έχει ο Βγενόπουλος, όταν πάνω στην πίστα αποφασίζει να πλησιάσει τον αντίπαλό του, είναι η σιγουριά. Ποιος, αλήθεια, μπορεί να διαφωνήσει ότι είναι σωστό να γράφει το κουτί του γάλακτος την προέλευση της πρώτης ύλης. Γιατί να δώσει δίμηνη παράταση η Λούκα Κατσέλη στην ήδη προηγούμενη παράταση που είχε δώσει ο Γ. Βλάχος της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά πάντοτε της ίδιας κατάστασης των γκρίζων περιοχών στις οποίες συγκεντρώνονται παντοιοτρόπως τα παντοιότροπα συμφέροντα;

Κινεί κεφάλαια

Ο Ανδρέας Βγενόπουλος δεν είναι παραδοσιακός επιχειρηματίας. Δεν κινεί μηχανήματα, κινεί κεφάλαια. Τα συγκεντρώνει σε έναν στόχο και κάποτε πετυχαίνει να τον πιάσει. Ετσι, έχει βρεθεί επικεφαλής ενός ομίλου που συντονίζει και αναδιοργανώνει επιχειρηματικούς στόχους. Ο κ. Βγενόπουλος δεν είναι «αφεντικό», αλλά οι εταιρείες «του» απασχολούν 57.000 άτομα και οι πωλήσεις τους προσεγγίζουν τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ. Δεν είναι «εφοπλιστής», αλλά πρέπει να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των Superfast και Blue Ferries, από τις μεγαλύτερες εταιρείες ακτοπλοΐας. Δεν είναι αεροπόρος, αλλά τόλμησε να σηκώσει το βαρύ όνομα Olympic. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι έχει ξεχωριστή συμπάθεια στο γάλα, αλλά βρήκε τρόπο να αγοράσει από τον Δημ. Δασκαλόπουλο τη Δέλτα-Vivartia, την επιθετικότατη βιομηχανία γαλακτομικών. Δεν το παίζει γιατρός, αλλά βρίσκει συνεχώς νέες ενδιαφέρουσες αποστολές για το νοσοκομείο «Υγεία».

Δύσκολα μπορούν οι πολιτικοί να συνεννοηθούν με κάποιον που γράφει στους στόχους του επενδυτικού ομίλου www. marfininvestmentgroup. com: την προσφορά υψηλών αποδόσεων στους μετόχους «πραγματοποιώντας επενδύσεις κυρίως σε εξαγορές επιχειρήσεων, αλλά και σε ιδιωτικοποιήσεις κρατικών οργανισμών και έργα υποδομής».

«Πού το πάει»

Το δυστύχημα για όσους ενοχλούνται και επιμένουν να αναζητούν «πού το πάει» είναι πως ο Αν. Βγενόπουλος μιλάει απευθείας στον νου και την καρδιά όσων επιμένουν στην Ελλάδα, σήμερα, να θέλουν να κάνουν «δουλειές». Από αυτές που βγάζουν λεφτά, δημιουργούν υπεραξία, νέο πλούτο, με δύο λόγια λατρεύουν αυτόν τον υπέροχο ήχο που κάνει κάποιον να αισθάνεται υπερήφανος κάθε φορά που πετυχαίνει τον πιο απίθανο από τους στόχους. Υπάρχουν ακόμη Ελληνες που μπορούν να τρελαίνονται όλη την ημέρα από τις κλαγγές των όπλων του ανταγωνισμού και το βράδυ να κοιτούν ικετευτικά τη σύζυγό τους κάτω από την κατάφωτη Ακρόπολη.

Ακόμη και αν ήξερα την απάντηση για τους απώτερους σκοπούς του αθυρόστομου επιχειρηματία, θα ευχόμουν να υπάρχει πάντα κάποιος που «να τη λέει» στους πολιτικούς όχι μόνον επί της διαδικασίας, αλλά και επί της ουσίας.
 
(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17/11/2009)