Αδιάψευστα Στοιχεία για το Ασφαλιστικό

Οι κυβερνήσεις των τελευταίων 20 ετών δεν μπόρεσαν να διασφαλίσουν την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Δεν βρήκαν λύσεις για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, δεν εξυγίαναν τα οικονομικά των ταμείων και δεν περιόρισαν την ανασφάλιστη εργασία και την εισφοροδιαφυγή. Σήμερα η χώρα βρίσκεται σε αδιέξοδο. Είτε θα επιλύσει το πρόβλημα, είτε θα οδηγηθεί σε δημοσιονομική κατάρρευση.
Του Θανάση Κουκάκη
Παρ, 20 Νοεμβρίου 2009 - 10:59
Οι κυβερνήσεις των τελευταίων 20 ετών δεν μπόρεσαν να διασφαλίσουν την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Δεν βρήκαν λύσεις για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, δεν εξυγίαναν τα οικονομικά των ταμείων και δεν περιόρισαν την ανασφάλιστη εργασία και την εισφοροδιαφυγή. Σήμερα η χώρα βρίσκεται σε αδιέξοδο. Είτε θα επιλύσει το πρόβλημα, είτε θα οδηγηθεί σε δημοσιονομική κατάρρευση.

Οι τρεις τελευταίοι ασφαλιστικοί νόμοι, οι ευρύτερα γνωστοί ως Νόμος Σιούφα (2084/1992), Νόμος Ρέππα (3029/2002) και Νόμος Πετραλιά (3655/2008) επιχείρησαν να εξορθολογίσουν το σύστημα παροχής συντάξεων, αυξάνοντας τις κρατήσεις και τα όρια ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τους ασφαλισμένους και μειώνοντας σταδιακά τις παροχές. Προχώρησαν σε ενοποιήσεις ταμείων και εισήγαγαν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα στην λειτουργία των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, επιχειρώντας να καταστήσουν πιο διαφανή και αποτελεσματική την διαχείριση της περιουσίας των Ταμείων. Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν το δημογραφικό πρόβλημα και την εισφοροδιαφυγή, ενώ δημιούργησαν και παράπλευρα προβλήματα, λόγω βεβιασμένων και πρόχειρων παρεμβάσεων.

Οι παθογένειες του ασφαλιστικού συστήματος αποτυπώνονται ευκρινώς στον Κρατικό Προϋπολογισμό, ο οποίος επιβαρύνεται σε ετήσια βάση με τεράστια ποσά για την κάλυψη των αναγκών των ταμείων, τόσο για την χορήγηση συντάξεων, όσο και για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Είναι ενδεικτικό ότι στην δεκαετία 2000 - 2010 οι επιχορηγήσεις των ασφαλιστικών ταμείων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό αυξήθηκαν κατά 400%. Το 2000 ανήρχοντο σε 3 δισ. ευρώ, το 2009 διαμορφώθηκαν σε 12 δισ. ευρώ και τα επόμενα έτη αναμένεται να αυξηθούν ακόμη περισσότερο.

Εκθέσεις διεθνών και εγχώριων οργανισμών έχουν καταδείξει ότι το σύστημα πληρωμής συντάξεων της Ελλάδος θα βρεθεί σε κρίσιμο σημείο μετά το 2020, καθώς θα αντιμετωπίσει προβλήματα χρηματοδοτήσεως από το Κράτος. Σύμφωνα με αναλογιστικές μελέτες, οι επιδράσεις των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων που προωθήθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αφορούν κυρίως τους ασφαλισμένους μετά το 1993 και ως εκ τούτου θα αρχίσουν έχουν θετική συμβολή στο σύστημα μετά το 2038. Όμως, στο ενδιάμεσο διάστημα, οι ασφαλισμένοι προ του 1993 θα ασκούν σταδιακά πιέσεις στο σύστημα αναδεικνύοντας την επόμενη 15ετία ως την πλέον κομβική στην ιστορία του ασφαλιστικού συστήματος της Ελλάδος, καθώς το 2030 το 17% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος θα διοχετεύεται για την πληρωμή συντάξεων.

Παρά τις κατά καιρούς κυβερνητικές δεσμεύσεις για χρηματοδότηση του συστήματος παροχής συντάξεων και τις ρυθμίσεις για επέκταση του εργασιακού βίου, ο συνεχής περιορισμός των εν ενεργεία ασφαλισμένων, που με τις ασφαλιστικές εισφορές τους καλύπτουν τις αποδοχές των συνταξιούχων, παραμένει η αχίλλειος πτέρνα του συστήματος. Σήμερα κατά μέσον όρο αντιστοιχούν 1,9 εργαζόμενοι σε κάθε συνταξιούχο, ενώ σε κάποια ταμεία η σχέση αυτή είναι ακόμη πιο δυσμενής. Το σύνολο των απασχολουμένων κατά τον Αύγουστο 2009 ανήλθε σε 4.564.246 άτομα, ενώ ο αριθμός των συνταξιούχων ήταν 2.600.00 άτομα περίπου. Σημειώνεται πως το 1992 ο αριθμός των εργαζομένων ήταν 4.035.366 ασφαλισμένοι και ο αριθμός των συνταξιούχων 1.713.053.

Εκτός από τις δημογραφικές πιέσεις, τα ασφαλιστικά ταμεία δέχονται πλήγμα και από την εισφοροδιαφυγή. Οι συνολικές απώλειες ασφαλιστικών εισφορών για το ΙΚΑ και τον Οργανισμό Ασφαλίσεως Ελευθέρων Επαγγελματιών υπολογίζονται αθροιστικά σε 2,6 ετησίως, ήτοι υπερβαίνουν το 1% του ΑΕΠ και αντιστοιχούν στην ετήσια επιχορήγηση του ΙΚΑ από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Σύμφωνα με μελέτες του ΙΚΑ, σήμερα περίπου 1 στους 6 εργαζόμενους είναι ανασφάλιστος, ενώ 1 στις 7 επιχειρήσεις είναι αναπόγραφη. Η αδυναμία των ελεγκτικών κέντρων να εντοπίσουν την εισφοροδιαφυγή και να περιορίσουν τον αριθμό των ανασφάλιστων εργαζομένων πλήττει ασφαλιστικά τα ταμεία και δημιουργεί μαύρες τρύπες στον προϋπολογισμό τους. Η εν γένει ανικανότητα του κράτους να επιβάλλει κυρώσεις στους παραβάτες, παρά το γεγονός ότι από το 1997 ισχύσει ειδικός νόμος για την εισφοροδιαφυγή, διογκώνει το πρόβλημα και το καθιστά δυσεπίλυτο.

Ο τελευταίος ασφαλιστικός νόμος, ο Ν. 3655/2008 ή Νόμος Πετραλιά, εστίασε στην ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων και στην δημιουργία 13 βασικών ασφαλιστικών φορέων. Αν και οι ενοποιήσεις προχώρησαν ταχύτατα, δεν υπήρξε η κατάλληλη πρόνοια για την αντιμετώπιση λογικών προβλημάτων που θα ανέκυπταν στην λειτουργία των ταμείων. Το νέο σύστημα δημιούργησε πολλαπλά πακέτα ασφαλιστικών παροχών, συμβάλλοντας στην αύξηση της γραφειοκρατίας και στην σύγχυση των ασφαλισμένων, ενώ δεν μπόρεσε να εξομαλύνει τις μεγάλες διαφορές στην διοικητική λειτουργία κάποιων μεγάλων ταμείων. Είναι ενδεικτικό ότι οι ενοποιούμενοι φορείς διατήρησαν αυτούσια τα καταστατικά τους. Αυτή η συνύπαρξη πληθώρας καταστατικών, κάτω από την ίδια οργανωτική δομή, έχει ως συνέπεια την ανάδειξη σωρείας προβλημάτων στην οικονομική και τη διοικητική λειτουργία των νέων μεγάλων ταμείων και κυρίως στο κόστος λειτουργίας τους.

Οι αδυναμίες του ασφαλιστικού συστήματος είναι γνωστές τόσο στα πολιτικά κόμματα όσο και στους κοινωνικούς εταίρους. Άλλωστε και των τριών ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων είχε προηγηθεί εκτενής διάλογος. Μια νέα κοινωνική διαβούλευση για το ασφαλιστικό δεν έχει να προσφέρει κάτι διαφορετικό από την αντίστοιχη του 2007 -2008. Δεν θα λύσει ούτε το δημογραφικό, ούτε την εισφοροδιαφυγή. Εκεί που φθάσαμε, απαιτούνται πλέον ρήξεις.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 17/11/2009)