Η Πιστοληπτική Ικανότης της Χώρας

Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας όπως οι Moody’s και Standard & Poor’s (S&P), με τελευταίες ανακοινώσεις τους θέτουν την Ελλάδα υπό πιστοληπτική επιτήρηση. Δηλαδή, την θεωρούν χώρα υψηλού κινδύνου για τους διεθνείς επενδυτές, είτε αυτοί είναι κερδοσκόποι είτε όχι. Την ίδια στιγμή, προς δόξαν της «προόδου», τα διεθνή ΜΜΕ προέβαλαν για μιαν ακόμη φορά τα έργα και τις ημέρες της διεθνούς των κουκουλοφόρων, η οποία μετέτρεψε την Αθήνα σε πεδίο μάχης.
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Πεμ, 17 Δεκεμβρίου 2009 - 14:23
Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας όπως οι Moody’s και Standard & Poor’s (S&P), με τελευταίες ανακοινώσεις τους θέτουν την Ελλάδα υπό πιστοληπτική επιτήρηση. Δηλαδή, την θεωρούν χώρα υψηλού κινδύνου για τους διεθνείς επενδυτές, είτε αυτοί είναι κερδοσκόποι είτε όχι. Την ίδια στιγμή, προς δόξαν της «προόδου», τα διεθνή ΜΜΕ προέβαλαν για μιαν ακόμη φορά τα έργα και τις ημέρες της διεθνούς των κουκουλοφόρων, η οποία μετέτρεψε την Αθήνα σε πεδίο μάχης.

Ειδικότερα, η S&P ανακοίνωσε ότι έθεσε σε καθεστώς πιστοληπτικής επιτηρήσεως (CreditWatch) την μακροχρόνια πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας «Α-» με αρνητικές συνέπειες. Η S&P έθεσε επίσης σε CreditWatch με αρνητικές συνέπειες την πιστοληπτική αξιολόγηση «Α-» των ομολόγων προτεραιότητος χαμηλής εξασφάλισης (senior unsecured debt) σε κυβερνητικά εγγυημένα χρεόγραφα των ελληνικών τραπεζών.

«Η τοποθέτηση των αξιολογήσεων της Ελλάδας σε CreditWatch αντανακλά την άποψή μας ότι τα σχέδια για την σύσφιξη των δημοσιονομικών τα οποία έχει παρουσιάσει η νέα κυβέρνηση είναι απίθανο να εξασφαλίσουν σταθερή μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του βάρους από το δημόσιο χρέος», αναφέρει ο αναλυτής της S&P Μάρκο Μίσνικ. «Λόγω της απουσίας περαιτέρω μέτρων, προβλέπουμε ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μπορούσε να φθάσει το 125% του ΑΕΠ το 2010 –το υψηλότερο στην ζώνη του ευρώ– και να παραμείνει σε αυτό το επίπεδο ή να κινηθεί υψηλότερα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Προς τιμήν της, η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου έχει αναγνωρίσει το μεγάλο έλλειμμα στον προϋπολογισμό του 2009 που κληρονόμησε από την προηγούμενη κυβέρνηση και ανακοίνωσε μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να φέρουν μεγαλύτερη διαφάνεια στα δημόσια οικονομικά στο μέλλον», αναφέρει ο οίκος.

Η S&P κάνει επίσης λόγο για αλλεπάλληλες αστοχίες από προηγούμενες κυβερνήσεις στην ανακοίνωση των στοιχείων για το έλλειμμα, οι οποίες έχουν υπονομεύσει την αξιοπιστία του προηγούμενου μοντέλου. Αξιολογεί θετικά τα μέτρα προς την κατεύθυνση της διαφάνειας, τόσο σε επίπεδο στατιστικών στοιχείων όσο και σε επίπεδο κατάρτισης και υλοποίησης του προϋπολογισμού. Αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι θα χρειαστεί χρόνος έως ότου οι νέοι θεσμοί λειτουργήσουν αποτελεσματικά.

Σχολιάζοντας τα πρόσφατα μέτρα που ανακοίνωσε η ελληνική κυβέρνηση για την μείωση του ελλείμματος στο 9,1% του ΑΕΠ το 2010, ο γνωστός οίκος αναφέρει ότι «τα εν λόγω μέτρα από μόνα τους δεν φαίνεται πιθανό να αλλάξουν τις μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές δυναμικές της Ελλάδας, δεδομένων των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του μεγάλου χρέους που έχει κληρονομήσει η κυβέρνηση, αλλά και λόγω των αδύναμων δημογραφικών προοπτικών και της ασθενούς οικονομικής ανάπτυξης». Η S&P εκτιμά ότι, μέσα στους επόμενους δύο μήνες, μπορεί να καταλήξει στην αναθεώρηση της αξιολογήσεώς της, αφού λάβει «περαιτέρω πληροφορίες από τις ελληνικές αρχές για τα σχέδιά τους για την αντιμετώπιση των οικονομικών και δημοσιονομικών πιέσεων».

Στην ίδια λογική υπακούει και η αξιολόγηση της Moody’s, η οποία διατηρεί την ελληνική οικονομία στην χαμηλότερη –για οικονομία της ευρωζώνης– βαθμίδα, την Α1, με αρνητική προοπτική, μαζί με την Μάλτα και την Σλοβακία.

Όπως παραδέχονται παράγοντες του οικονομικού επιτελείου της Κυβερνήσεως, οι ανωτέρω αξιολογήσεις δημιουργούν αρκετά προβλήματα στην χώρα, τα οποία θα εντείνονται και λόγω της σταδιακής αποσύρσεως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) των μέτρων εύκολης χρηματοδοτήσεως των ελληνικών τραπεζών, με ενέχυρο κρατικά ή άλλα ομόλογα. Η Moody’s ειδικότερα ανησυχεί και για το γεγονός ότι, πολύ σύντομα, η ΕΚΤ δρομολογεί:

- Κλίμα συζητήσεως περί της «ποιότητος» των ελληνικών ομολόγων, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο των ορίων τους. Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι ενδεχομένως αρνητική για την ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες ήδη προβληματίζονται.

- Την ανακοπή της παροχής ρευστότητας στις τράπεζες σε δωδεκάμηνη διάρκεια. Η παροχή ρευστότητας στις τράπεζες επανέρχεται σε μικρότερες διάρκειες.

- Πίεση στις τράπεζες να αναζητήσουν άλλες πηγές χρηματοδοτήσεως πέραν της ΕΚΤ. Για παράδειγμα, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να βρουν περίπου 27 δισεκατ. ευρώ μέχρι τον Ιούνιο του 2010 και άλλα 15 δισεκατ. ευρώ μέχρι τον Σεπτέμβριο, για να επιστρέψουν στην ΕΚΤ το κεφάλαιο που έχουν δανειστεί αντίστοιχα δώδεκα μήνες πριν. Για ορισμένες από αυτές, αυτό οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου ή άλλες λύσεις.

- Αναταραχή στην αναχρηματοδότηση του δημοσίου χρέους, αφού το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ρευστότητας καταλήγει στα κρατικά ομόλογα. Έτσι, για παράδειγμα, από τα 42 δισεκατ. ευρώ που έχουν πάρει οι ελληνικές τράπεζες με πολύ ευνοϊκό επιτόκιο, 20 δισεκατ. ευρώ και πλέον έχουν τοποθετηθεί σε κρατικά ομόλογα με επιτόκιο 4% ή 5% –δηλαδή, τρεις και πλέον μονάδες από το αντίστοιχο της ΕΚΤ. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα πραγματοποιηθέντα κέρδη από τις ελληνικές τράπεζες είναι εντελώς βραχυπρόθεσμα και μέσα στο 2010 θα πρέπει να αντικατασταθούν από άλλες πηγές, οι οποίες για την ώρα δεν είναι ορατές.

Συνεπώς, μπορούμε να προβλέψουμε ότι, από χρηματοοικονομικής σκοπιάς, το 2010 θα είναι μία πολύ δύσκολη χρονιά, δεδομένου ότι προβλήματα στην αυριανή ρευστότητα θα δημιουργήσει –με περισσότερη ένταση– και η υπερχρέωση των ελληνικών νοικοκυριών, η οποία κατέχει την πέμπτη θέση στην ευρωζώνη.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η ανάκαμψη –ή, καλύτερα, η έξοδος της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση– σίγουρα δεν είναι για το προσεχές έτος. Πιθανότατα δε να μην είναι ούτε και για το 2011, αν το οικονομικό επιτελείο δεν αποφασίσει να αγνοήσει το περίφημο «βαθύ ΠΑΣΟΚ», που φέρει τεράστιο μερίδιο ευθύνης για την σημερινή θλιβερή κατάσταση.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 10/12/2009)