Η Νέα Πορεία της Παγκόσμιας Οικονομίας

Το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό τοπίο αλλάζει, και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό. Ταυτοχρόνως, παρά την κρίση, οι χρηματοοικονομικές δραστηριότητες διατηρούν σχεδόν ακέραιο το ειδικό τους βάρος, τόσο στο επίπεδο της επιχειρηματικής δραστηριότητας όσο και στον τομέα της όλο και ταχύτερης παγκόσμιας κίνησης κεφαλαίων.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Πεμ, 17 Δεκεμβρίου 2009 - 14:58
Το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό τοπίο αλλάζει, και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό. Ταυτοχρόνως, παρά την κρίση, οι χρηματοοικονομικές δραστηριότητες διατηρούν σχεδόν ακέραιο το ειδικό τους βάρος, τόσο στο επίπεδο της επιχειρηματικής δραστηριότητας όσο και στον τομέα της όλο και ταχύτερης παγκόσμιας κίνησης κεφαλαίων.

Συνεπώς, μάλλον έχουν δίκιο οι οικονομολόγοι που παρατηρούν ότι οδεύουμε ολοταχώς προς μία «χρηματοπιστωτικοποίηση» της οικονομίας, η οποία στην ουσία είναι και μια άλλη μορφή καπιταλισμού.

Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, η οποία δρομολογήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας τού '80, κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει, για την ώρα, ποιος θα είναι ο ρόλος των αναδυόμενων οικονομιών, όπως της Κίνας, της Βραζιλίας και της Ινδίας, για παράδειγμα. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο γνωστός αρθρογράφος των Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς, Μάρτιν Γουόλφ, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες μόνον υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.

Ας ξεκινήσουμε, όμως, από την κρίση. Από τα τέλη της δεκαετίας τού '90, στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα εκδηλώθηκαν πέντε ισχυρές τάσεις: η εντυπωσιακή άνοδος των χρηματοοικονομικών ενεργητικών, με αφορμή την άνοδο του παγκοσμίου ΑΕΠ, το κύμα των χρηματοοικονομικών καινοτομιών, ειδικά στα παράγωγα προϊόντα, η ανάδυση και ισχυροποίηση των νέων μορφών συναλλαγών, προσανατολισμένων στη χρηματοπιστωτική αγορά, η είσοδος στη βιομηχανία νέων "παικτών" όπως τα hedge funds και τα επενδυτικά ταμεία, τέλος, η χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση.

Όλες αυτές οι τάσεις είχαν ως κινητήρια δύναμή τους την απελευθέρωση των αγορών, τους τεχνολογικούς νεωτερισμούς και την εντυπωσιακή ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής οικονομίας. Ανάπτυξη η οποία ξεκίνησε με την ανακύκλωση των πετροδολαρίων, ύστερα από την πετρελαϊκή κρίση του 1973, για να επιταχυνθεί στη δεκαετία τού '80, επί προεδρίας Ρόναλντ Ρίγκαν στις ΗΠΑ, με σκοπό την απλόχερη δανειοδότηση της αμερικανικής οικονομίας.

Επίσης, με δεδομένη την αμερικανική κυριαρχία στις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές αρχές -Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Παγκόσμια Τράπεζα- οι ΗΠΑ είχαν δικαίωμα βέτο στους θεσμούς του Μπρέτον Γουντς και άρα, μέσω της Κεντρικής τους Τράπεζας (Fed), υπαγόρευαν τους διεθνείς κανόνες του χρηματοοικονομικού παιχνιδιού. Κατ' επέκταση, το δολάριο χρησίμευε ως το κύριο διεθνές αποθεματικό νόμισμα και όλες οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου το δέχονταν εύκολα.

Συνεπώς, οι ΗΠΑ μπορούσαν να εφαρμόζουν αντικυκλικές πολιτικές, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες -και σε μικρότερο βαθμό άλλες αναπτυγμένες χώρες- ήταν υποχρεωμένες να ζουν υπό περιορισμό. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να είναι ασφαλέστερο να διατηρούνται τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στο κέντρο, παρά στην περιφέρεια.

Καθώς τα εμπόδια στις μετακινήσεις κεφαλαίων καταργούνταν, οι παγκόσμιες αποταμιεύσεις απορροφώντο από το κέντρο και αναδιανέμονταν από εκεί. Δεν είναι, λοιπόν, ούτε παράδοξο ούτε συμπτωματικό ότι οι ΗΠΑ απέκτησαν ένα χρόνιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών στα χρόνια της προεδρίας Ρίγκαν. Έκτοτε, το έλλειμμα συνέχισε να αυξάνεται και είχε φθάσει στο 6,6% του ΑΕΠ στο τρίτο τετράμηνο του 2006. Μέχρι τότε, ο Αμερικανός καταναλωτής ήταν ο κινητήριος μοχλός της παγκόσμιας οικονομίας και ελάχιστοι ήσαν αυτοί που υποπτεύονταν τι έμελλε να ακολουθήσει.

Παρόλα αυτά, οι εξελίξεις ήταν προβλέψιμες και αξιοποιήθηκαν δεόντως από αυτούς που καταλάβαιναν. Στα τέλη του 2006, υπήρχαν απλοί δείκτες που προειδοποιούσαν για την κρίση, η οποία βρισκόταν καθ' οδόν. Όταν οι χορηγούμενες πιστώσεις σημειώνουν αύξηση ταχύτερη από τα εισοδήματα, τότε υπάρχει πρόδηλος κίνδυνος εκτροχιασμού. Αν οι πιστώσεις υπάγονταν στους συνήθεις κανόνες πρόνοιας, θα όφειλε πράγματι να διατηρείται σταθερή και ισόρροπη σχέση μεταξύ των πιστώσεων που χορηγούνται σε μια χώρα και του ΑΕΠ της χώρας αυτής.

Αντιθέτως, αν οι πιστώσεις σημειώνουν αύξηση ταχύτερη από τον πραγματικό πλούτο της χώρας αυτής, σημαίνει ότι δεν οδηγούνται από την αξία της νέας παραγωγής, αλλά από μία επικίνδυνη πρόβλεψη περί της μελλοντικής αξίας των στοιχείων που αποτελούν τις περιουσίες. Αυτό είναι που παρατηρήθηκε σε όλες τις περιπτώσεις χρηματοπιστωτικών κρίσεων, τόσο στην ασιατική κρίση όσο και σε εκείνη που καταγράφηκε πριν από μερικά χρόνια στις αναπτυγμένες χώρες.

Συνεπώς, θα έπρεπε να είχε σημάνει συναγερμός, καθώς, όπως λέει και ο Γάλλος οικονομολόγος, Μισέλ Αλιεττά, η τιμή κινείται μόνον προς μία κατεύθυνση -δηλαδή πάντοτε προς τα πάνω, ενόσω ο κύκλος αντίδρασης μεταξύ χορηγούμενων πιστώσεων και προσδοκίας πλουτισμού κατορθώνει να προσελκύει νέους αγοραστές.

Δεν μπορεί να υπάρξει τιμή ισορροπίας μεταξύ ζήτησης και προσφοράς πιστώσεων, όπως συμβαίνει μεταξύ ζήτησης και προσφοράς καταναλωτικών αγαθών. Πράγματι, η προσφορά και η ζήτηση πιστώσεων δεν είναι ανεξάρτητες: και οι δύο είναι συνάρτηση της αύξησης των τιμών των στοιχείων ενεργητικού. Και οι δύο ωθούνται προς τα πάνω από την αύξηση των τιμών των στοιχείων ενεργητικού -οι οποίες τιμές ακριβώς ανεβαίνουν όσο αυξάνεται η διαθεσιμότητα πιστώσεων. Αυτό ακριβώς εξηγεί γιατί μία τέτοια διαδικασία οδηγείται αυτονόητα στα άκρα.

Έτσι αποδεικνύεται ότι η αγορά των στοιχείων ενεργητικού λειτουργεί με βάση νόμους που δεν είναι ίδιοι με εκείνους που ισχύουν για τα συνήθη καταναλωτικά αγαθά και ότι η αστάθεια αποτελεί εγγενές στοιχείο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.

Στο επίπεδο αυτό, οι διεθνείς αναλυτές -στο μέτρο που οι πιστώσεις αυξάνονται πιο αργά από ό,τι η αξία των στοιχείων ενεργητικού- παρέβλεπαν το γεγονός ότι η πιστωτική επέκταση ήταν ταχύτερη από την άνοδο στα εισοδήματα. Κατά συνέπεια, οι τραπεζίτες δεν κατέγραφαν στους υπολογισμούς τους τούς κινδύνους αυτής της εξέλιξης, με αποτέλεσμα τα χρέη αυτών που είχαν αποκτήσει στοιχεία ενεργητικού, στο βαθμό που ήταν εγγυημένα, να εμφανίζονται χαμηλότερα από τα ενέχυρα.

Από το σημείο αυτό και μετά, η κρίση και το ξέσπασμά της ήταν θέμα χρόνου. Έτσι, ο δανεισμός έλαβε έκταση χωρίς προηγούμενο και, κατά τον Τζορτζ Σόρος, είχε ως συνέπεια την εκκόλαψη μιας υπερφούσκας. Πράγματι, ο μοχλός των πιστώσεων επέτρεπε την τροφοδότηση μιας δυναμικής αγορών -και συνεπούς αύξησης των τιμών των στοιχείων ενεργητικού και ακινήτων- που είχε απίστευτη διάρκεια και βεβαίως επεκτάθηκε πέρα από κάθε μέτρο.

Σήμερα, η κατάσταση αυτή ανατρέπεται. Η οικονομία του δανεισμού βρίσκεται σε κρίση και η χρηματοπιστωτική κυριαρχία των ΗΠΑ πλησιάζει στην ημερομηνία λήξης της. Έγκυροι αναλυτές υποστηρίζουν ότι το μέλλον της χρηματοπιστωτικής οικονομίας βρίσκεται στα χέρια των αναδυόμενων αγορών. Και αυτό δεν το γνωρίζουν μόνον οι επενδυτές. Το συνειδητοποιούν και οι πολιτικοί, οι οποίοι έχουν να αντιμετωπίσουν μία κατάσταση που μάλλον τους ξεπερνά. Διότι, μέσα από την κρίση, αλλάζει και το παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό.

Είναι γεγονός, πλέον, ότι ο κόσμος βρίσκεται διαιρεμένος στα δύο. Από την μία πλευρά βρίσκεται η Κίνα και από την άλλη οι ΗΠΑ. Οι χώρες που επηρεάζονται θετικά από την Κίνα, όπως η Νότιος Κορέα, η Ταϊβάν και οι εξαγωγείς εμπορευμάτων της Λατινικής Αμερικής, έχουν οδηγήσει τον κόσμο στην έξοδο από την κρίση και την ύφεση. Αντιθέτως, οι χώρες που συνδέονται στενά με τις ΗΠΑ, όπως το Μεξικό και το Ηνωμένο Βασίλειο, συνέβαλαν ουσιαστικά στην καθυστέρηση του κόσμου.

«Οι πανδημίες είναι επικίνδυνες όταν το ανοσοποιητικό σύστημα είναι πτωχό», λέει ο κ. βαν Αγκτμάλ, στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας Προσθέτει δε ότι, «όταν το ανοσοποιητικό σύστημα είναι καλό, τότε οι πανδημίες μετριάζονται».

Σαφώς δε, ο αξιωματούχος της Παγκόσμιας Τράπεζας αφήνει να υπονοηθεί ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν καλύτερο ανοσοποιητικό σύστημα από ό,τι ο κόσμος πιστεύει. Όντως, οι χώρες αυτές έχουν σημαντικά κεφαλαιακά αποθέματα, υψηλά ποσοστά αποταμίευσης και οι καταναλωτές τους είναι ελάχιστα χρεωμένοι. Επίσης, τα τραπεζικά τους συστήματα ελέγχονται σε υψηλό βαθμό και οι ιθύνοντές τους διδάχθηκαν πολλά από τις κρίσεις του 1994 και του 1998.

Έτσι, είναι βέβαιον ότι οι χώρες αυτές θα διεκδικήσουν σημαντικό μέρος από τις παγκόσμιες επενδύσεις σε κινητές αξίες. Παραμένει, ωστόσο, το ερώτημα τι θα κάνει η Κίνα. Θα μπορέσει η χώρα αυτή να προχωρήσει χωρίς πιστωτική κρίση; Πώς θα αντιμετωπίσει το νόμισμά της και την έναντι του δολαρίου ισοτιμία του; Πώς θα αντιδράσουν οι δυτικές χώρες όταν η Κίνα αρχίσει να αγοράζει τις επιχειρήσεις τους; Εξάλλου, αυτός είναι για την Κίνα ο λογικός δρόμος να αξιοποιήσει τα τεράστια συναλλαγματικά της αποθέματα, γεγονός το οποίο υπακούει, βεβαίως, και στην καπιταλιστική λογική.

Τέλος, το άνοιγμα που παρατηρείται μεταξύ των ρυθμών ανάπτυξης των μεγάλων αναδυόμενων χωρών και εκείνων των δυτικών χωρών, θα διευρυνθεί -και μαζί με αυτό θα μεγαλώσει το ενδεχόμενο προσέλκυσης μεγάλων θεσμικών επενδυτών. Έτσι, τα κυβερνητικά funds θα μπορούσαν να στραφούν περισσότερο προς την εσωτερική ανάπτυξη των χωρών τους. Θα χρειαστεί, όμως, τα κράτη των χωρών αυτών να έχουν την ικανότητα να παράγουν τα δημόσια αγαθά που έως τώρα στερούνται, εγκαινιάζοντας έτσι μια νέα φάση της παγκοσμιοποίησης.

Φάση που θα διαμορφώσει και τη νέα διεθνή χρηματοπιστωτική τάξη, ο ρόλος της οποίας θα είναι περισσότερο ελεγχόμενος από ό,τι στο παρελθόν, πλην όμως, θα επηρεάζει με αυξανόμενο ρυθμό την παγκόσμια οικονομία -σε συνδυασμό, πάντα, με τις ανατροπές που επέφεραν στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι οι νέες τεχνολογίες και οι ταχύτατες μεταβολές τους.
 
(Από την εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 16/12/2009)