Θέλουμε Ακόμη να Έχουμε Βιομηχανία στην Ελλάδα;

Η αποβιομηχάνιση είναι ένα πολύ σοβαρό πραγματικό γεγονός στη χώρα μας, το οποίο όμως δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά ούτε αυτούς τους αρμόδιους της οικονομικής πολιτικής. Ενδιαφέρονται περισσότερο για την ανεύρεση δανείων, παρά για την έξοδο του παραγωγικού μηχανισμού της χώρας από τη δυσπραγία.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Τρι, 22 Δεκεμβρίου 2009 - 10:00
Η αποβιομηχάνιση είναι ένα πολύ σοβαρό πραγματικό γεγονός στη χώρα μας, το οποίο όμως δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά ούτε αυτούς τους αρμόδιους της οικονομικής πολιτικής. Ενδιαφέρονται περισσότερο για την ανεύρεση δανείων, παρά για την έξοδο του παραγωγικού μηχανισμού της χώρας από τη δυσπραγία.

Παρ' όλα αυτά, η συρρίκνωση του βιομηχανικού ιστού της Ελλάδας δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Η πορεία προς την αποβιομηχάνιση άρχισε να γίνεται αισθητή πριν από τέσσερις δεκαετίες, όταν τρανταχτά ονόματα ελληνικών επιχειρήσεων της εποχής, όπως η Πειραϊκή-Πατραϊκή, έβαλαν λουκέτο, ανοίγοντας πληγές στις τοπικές κοινωνίες και οδηγώντας στην ανεργία εκατοντάδες εργαζομένους. Την τύχη αυτή ακολούθησαν και συνεχίζουν να ακολουθούν άλλες εταιρείες.

Βιομηχανίες από ένα ευρύ φάσμα της παραγωγής έχουν κλείσει - ανάμεσά τους η βιομηχανία ένδυσης Fanco η κλωστοϋφαντουργία Τρικολάν, το εργοστάσιο της Ideal Standard στη Χαλκίδα, η Αλλαντοβιομηχανία Θράκης, η καπνοβιομηχανία Κεράνης, η Χάλυψ η Βαμβακουργία Βόλου, το εργοστάσιο της Γιούλα στην Ελευσίνα, τα Σωληνουργεία Κορίνθου, τα ΔΕΚΑ Αλλαντικά, η Εριοκλωστοϋφαντουργία, η εταιρεία παραγωγής σαμπουάν ΙΝΚΟ, τα Ελληνικά Σιδηροκράματα, η Οττο Έβρος, η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία, η Ελληνική Χαρτοποιία, οι παιδικές τροφές Bebelac και άλλες, ων ουκ έστιν αριθμός.

Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών είναι η επιβάρυνση με αυξημένη ανεργία νομών όπως η Ροδόπη, η Αχαΐα, η Μαγνησία κ.ά., οι οποίοι, ως εκ τούτου, αντιμετωπίζουν σοβαρότατα κοινωνικά προβλήματα.

Το πιο οδυνηρό, όμως, είναι ότι τα προβλήματα αυτά δεν επενεργούν αφυπνιστικά. Έτσι, πέρα από την εξαφάνιση του παραδοσιακού βιομηχανικού της ιστού, τίποτε το σοβαρό δεν γίνεται στη χώρα μας προς την κατεύθυνση της ανανέωσής του και της προσαρμογής του στις νέες συνθήκες του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. Μοιραία, λοιπόν, ο μεταποιητικός ιστός της Ελλάδας φθίνει, παράλληλα όμως δημιουργούνται απίθανα σχήματα διαπλοκής και συναλλαγής τα οποία παράγουν γρήγορο πλούτο, εις βάρος της μακροπρόθεσμης παραγωγικής επένδυσης.

Αν και η συρρίκνωση της μεταποίησης αποτελεί διεθνές φαινόμενο, στην Ελλάδα πήρε μορφή χιονοστιβάδας μετά τη δεκαετία τού '70. «Όλες οι αναπτυγμένες χώρες που παλαιότερα στηρίζονταν στη μεταποίηση, πλέον στηρίζουν τις οικονομίες τους σε υπηρεσίες και κλάδους έντασης της γνώσης», παρατηρεί ο κ. Άγγελος Τσακανίκας, επικεφαλής οικονομικών ερευνών του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Προσθέτει δε ότι «το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι η μεταποίησή μας στηριζόταν σε χαμηλό εργασιακό κόστος, το οποίο όμως διαθέτουν πλέον άλλες χώρες, ενώ ταυτοχρόνως δεν μπορέσαμε να προσανατολίσουμε την παραγωγή σε κλάδους που στηρίζονται στην καινοτομία».

Η κατάσταση επιδεινώθηκε με το άνοιγμα της αγοράς της Κίνας και τη μεταφορά της παραγωγής, από ξένους και Έλληνες, σε χώρες χαμηλού κόστους όπως είναι η Βουλγαρία, η Ρουμανία και άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, όπου οι αμοιβές των εργαζομένων ήσαν -και εξακολουθούν να είναι- σε επίπεδα χαμηλότερα από τα αντίστοιχα στην Ελλάδα. Τα δεδομένα αυτά αποθαρρύνουν και τους ξένους να επενδύσουν στη μεταποίηση στη χώρα μας, αυξάνοντας το κύμα της αποβιομηχάνισης. «Στη βιομηχανία δεν υπάρχει το υπόβαθρο που θα βοηθούσε έναν ξένο επενδυτή να λειτουργήσει αποδοτικά. Η έλλειψη βιομηχανικής παραγωγής στην Ελλάδα καθιστά σχεδόν απαγορευτική την εισροή ξένων επενδύσεων στον τομέα αυτόν», επισημαίνει κατηγορηματικά ο κ. Γιώργος Ζομπανάκης, οικονομολόγος στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Όπως επισημαίνει ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ, Γιάννης Στουρνάρας, ανάλογο αποτέλεσμα προκαλεί η έλλειψη διακλαδικού εμπορίου, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε συνδυασμό παραγωγής διαφόρων και εξειδικευμένων προϊόντων με άμεσο θετικό αντίκτυπο και στις εξαγωγές. Επιπλέον, τονίζει ότι το ζητούμενο για την περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας δεν είναι μόνον οι επενδύσεις στη μεταποίηση. «Χρειαζόμαστε επενδύσεις και στους τρεις τομείς της οικονομίας, οι οποίες να ξεκινούν από την αρχή της παραγωγικής διαδικασίας και να έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα». Αναφέρει δε ως παραδείγματα την ανάπτυξη προϊόντων που σχετίζονται με τη μεσογειακή διατροφή στον πρωτογενή τομέα και την ενίσχυση του ενδοκλαδικού εμπορίου στη μεταποίηση, ενώ υποστηρίζει ότι σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης έχουν οι υπηρεσίες προς τους συνταξιούχους (υγεία, κ.λπ.), και ιδίως τους Ευρωπαίους.

Ο κ. Νίκος Ευθυμιάδης, πρώην πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, επισημαίνει από την πλευρά του: «Ήταν πάντα γνωστό, σχεδόν αυταπόδεικτο, ότι η βιομηχανία χρειάζεται πολιτικό σχεδιασμό, σωστούς επιχειρηματίες, καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό και διαχρονικούς κανόνες για να αναπτυχθεί. Μία νέα βιομηχανική χώρα, όπως η Ελλάδα, χρειαζόταν σημαντικές ξένες επενδύσεις για να κερδίσει το χρόνο που είχε χάσει. Δυστυχώς, τίποτε από όλα αυτά δεν εδραιώθηκε στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Ο πολιτικός σχεδιασμός κατέληξε εσωστρεφής και κρατικοδίαιτος, το ανθρώπινο δυναμικό ξενιτεύτηκε, οι περισσότεροι επιχειρηματίες προσαρμόστηκαν και οι ξένες επενδύσεις "ήλθαν, είδαν και απήλθαν!" -και φαίνεται ότι πολύ δύσκολα θα επανέλθουν.

Η Ελλάδα, μοναδική σύμμαχος της βιομηχανικής Δύσης, στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου είχε κάθε δυνατότητα να εδραιώσει τη βιομηχανική της υπόσταση. Θα ήταν ίσως επαρκές για την Ελλάδα να επικεντρώσει το σχεδιασμό της στις τεχνολογίες αξιοποίησης της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας, στη βιοτεχνολογία, στις γεωργικές τεχνολογίες και, αργότερα, στην πληροφορική, για να αποκτήσει τη δική της εξειδίκευση σε διεθνές επίπεδο. Όσο και αν φαίνεται σήμερα προκλητικό, η Ελλάδα, ως πρώτη δύναμη στην εμπορική ναυτιλία, θα έπρεπε να είχε τη δική της τεχνολογία στο ναυπηγοεπισκευαστικό τομέα. Αντίθετα, σήμερα παρατηρούμε το λυπηρό φαινόμενο ότι κάθε ελληνική ευρεσιτεχνία χρειάζεται να "μετακομίσει" στο εξωτερικό για να έχει πιθανότητες αναγνώρισης και υλοποίησης.

Όσον αφορά ειδικότερα τη βιομηχανία της Θεσσαλονίκης, της Βόρειας Ελλάδας, αλλά και γενικότερα της ελληνικής επαρχίας, πρέπει να πούμε ότι υπέστησαν βεβαίως τις συνέπειες όλων όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, μαζί όμως με δύο καινούργιους δυσμενέστατους παράγοντες που προσετέθησαν τα τελευταία 20 χρόνια: τη στρεβλή γιγάντωση του Κέντρου και την πρωτοφανή αλλοίωση της υγιούς επιχειρηματικής αντίληψης, με βασικό υπαίτιο την έλλειψη πολιτικής βούλησης και την αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση. Παρά τις επανειλημμένες πολιτικές εξαγγελίες δεκαετιών, ποτέ δεν έγινε πραγματικότητα η αποκέντρωση που απολαμβάνουν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας - τώρα δε και πολλοί από τους γείτονές μας.

Είναι φυσικό και αποδεκτό ότι κάθε επιχειρηματική πρωτοβουλία επιλέγει πάντα τον πιο εύκολο και γρήγορο τρόπο για να μεγιστοποιήσει τα οικονομικά της αποτελέσματα. Δυστυχώς, η σημερινή Ελλάδα "ανακάλυψε" ότι υπάρχει πολύ ευκολότερος τρόπος να μεγιστοποιήσει κανείς τα κέρδη του από το να επενδύσει και να ριψοκινδυνεύσει τα κεφάλαιά του σε μακροχρόνιες επενδύσεις στη βιομηχανία. Το οικονομικό Κέντρο της χώρας ανέπτυξε ένα ισχυρό μοντέλο διαπλοκής και συναλλαγής, το οποίο αποδεικνύεται εξόχως ανταγωνιστικό με το παραδοσιακό μοντέλο της βιομηχανίας. Το εύκολο και σε μεγάλο ποσοστό "μαύρο" χρήμα έχει αποθαρρύνει κάθε επιχειρηματική πρωτοβουλία που δεν έχει κεντρικό της στόχο τη συμμετοχή της στην πίτα που μοιράζεται, μόνον εκεί!»

Στα πιο πάνω ειλικρινή και σκληρά λόγια ενός σημαντικού Βορειοελλαδίτη επιχειρηματία, θα πρέπει να προστεθούν και αρκετές άλλες ελληνικές «ιδιαιτερότητες», που πλήττουν στην Ελλάδα ακόμη και αυτήν την έννοια της βιομηχανικής δραστηριότητας. Πρώτη, και εξόχως σημαντική, «ιδιαιτερότητα» είναι το αντιβιομηχανικό πνεύμα το οποίο καλλιεργείται στη χώρα μας από καταβολής του νεοελληνικού κράτους και που πήρε απίστευτες διαστάσεις μετά την πτώση της δικτατορίας. Οι αυτοαποκαλούμενες «προοδευτικές δυνάμεις», μέσα από την κατασυκοφάντηση της βιομηχανίας και του επιχειρείν, στην ουσία επεδίωξαν να δημιουργήσουν ένα κοινωνικό χάσμα με την ελπίδα ότι αυτό θα ενίσχυε την πολιτική τους απήχηση.

Μία δεύτερη «ιδιαιτερότητα» ήταν -και παραμένει- ο γολγοθάς της γραφειοκρατίας. Έτσι, Έλληνες και ξένοι επενδυτές ετράπησαν εις άτακτον φυγήν όταν διαπίστωσαν τη διαφθορά και το μέγεθος της αδιαφορίας της δημόσιας διοίκησης απέναντι στο επενδύειν. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι, ακόμη και οι λίγοι ξένοι επενδυτές που έρχονται στη χώρα μας, κυρίως ενδιαφέρονται για εξαγορές υφισταμένων εταιρειών και αυξήσεις κεφαλαίων, ενώ η δημιουργία νέων επιχειρήσεων που θα οδηγούσε σε καθαρή αύξηση των θέσεων απασχόλησης πάσχει σοβαρά.

Επιπλέον, οι περισσότερες επενδύσεις συνωστίζονται στον τομέα των υπηρεσιών, ενώ η μεταποίηση χάνει συνεχώς έδαφος. Το 2003, οι υπηρεσίες απορρόφησαν το 53% των άμεσων επενδύσεων. Αντίθετα, το 2008 -χρονιά που μπήκε στο μετοχικό κεφάλαιο του ΟΤΕ η Deutsche Telekom-, οι επενδύσεις σε υπηρεσίες ξεπέρασαν το συνολικό ποσό των άμεσων επενδύσεων, καθώς σε ορισμένους τομείς, όπως είναι η μεταποίηση και τα ορυχεία-λατομεία, σημειώθηκαν εκροές επενδυτικών κεφαλαίων. Έτσι, ενώ το 2003 η μεταποίηση προσείλκυσε το 39,2% των άμεσων επενδύσεων, πέντε χρόνια αργότερα κατέγραψε εκροές επενδύσεων 213,1 εκατ. ευρώ.

Εμπόδια συναντούν οι επενδυτές και εξαιτίας της ίδιας της επιχειρηματικής κουλτούρας της χώρας. Όπως παρατηρούν όσοι γνωρίζουν καλά την ελληνική αγορά, οι ξένοι ιδίως φοβούνται τις κινήσεις των ανταγωνιστών τους και υποψιάζονται ότι δημιουργούν μεταξύ τους επιχειρηματικά καρτέλ ή ότι διατηρούν σχέσεις διαπλοκής με κρατικούς φορείς, με αποτέλεσμα να εμποδίζουν τις δικές τους δραστηριότητες. Ωστόσο, και η έλλειψη κινητικότητας των εργαζομένων -οι οποίοι δυσκολεύονται όχι μόνο να μετακινηθούν σε διαφορετικές περιοχές, αλλά και να αλλάξουν κλάδο απασχόλησης- δημιουργεί κλίμα δυσκαμψίας στην ελληνική αγορά.

Από τα όσα προηγούνται, λοιπόν, το ζωτικό ερώτημα που ανακύπτει είναι αυτό τού αν θέλουμε μεταποιητική παραγωγή στην Ελλάδα και, αν ναι, τι κάνουμε γι' αυτό. Αν πάλι η απάντηση είναι αρνητική, ας μάς εξηγηθεί τι επιτέλους θέλουμε πέρα από μεγαλοστομίες, πορείες και λοιπές αμπελοφιλοσοφίες.

(Από την εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 21/12/2009)