Ενώ η διεθνής οικονομία δείχνει να αφήνει πίσω της την ύφεση, η κυοφορούμενη «φούσκα» του παγκόσμιου δημόσιου χρέους κάθε άλλο παρά χαμόγελα προκαλεί. Ο γνωστός Αμερικανός διανοούμενος Φράνσις Φουκουγιάμα, στο τελευταίο αφιέρωμα του περιοδικού Νιούζγουικ, προβλέπει, μάλλον με θλίψη, ότι η παγκόσμια οικονομία θα ανακάμψει πολύ πιο γρήγορα απ' όσο θα μπορούσε να περιμένει κανείς. Αυτή η γρήγορη ανάκαμψη προβληματίζει το συγγραφέα του «τέλους της Ιστορίας», γιατί οι πρωταγωνιστές της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης δεν θα προλάβουν να αντλήσουν από τα πεπραγμένα τους τα απαραίτητα διδάγματα
Ενώ η διεθνής οικονομία δείχνει να αφήνει πίσω της την ύφεση, η κυοφορούμενη «φούσκα» του παγκόσμιου δημόσιου χρέους κάθε άλλο παρά χαμόγελα προκαλεί.

Ο γνωστός Αμερικανός διανοούμενος Φράνσις Φουκουγιάμα, στο τελευταίο αφιέρωμα του περιοδικού Νιούζγουικ, προβλέπει, μάλλον με θλίψη, ότι η παγκόσμια οικονομία θα ανακάμψει πολύ πιο γρήγορα απ' όσο θα μπορούσε να περιμένει κανείς. Αυτή η γρήγορη ανάκαμψη προβληματίζει το συγγραφέα του «τέλους της Ιστορίας», γιατί οι πρωταγωνιστές της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης δεν θα προλάβουν να αντλήσουν από τα πεπραγμένα τους τα απαραίτητα διδάγματα. Κατά συνέπεια, ο Φρ. Φουκουγιάμα φοβάται ότι σε λίγο θα έχουμε μία από τα ίδια. Δηλαδή, θα έχουμε μία νέα κρίση, ίσως χειρότερη από αυτήν που εκδηλώθηκε το 2007. Υπό αυτή την έννοια, ο αρθρογράφος του Νιούζγουικ πιστεύει ότι -κατά κύριο λόγο- η Αμερική σπατάλησε μία κρίση, μην μαθαίνοντας τίποτε από αυτήν.

Στο ίδιο τεύχος, ο Αμερικανός πρώην υπουργός Οικονομικών, Ρόμπερτ Ρούμπιν, υποστηρίζει ότι, για τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, η ερχόμενη ανάκαμψη προκαλεί περισσότερα ερωτηματικά, παρά δίνει απαντήσεις. Εξάλλου, οι απαντήσεις αυτές θα είναι και το κύριο αντικείμενο της συνάντησης του Νταβός, την οποία διοργανώνει κάθε χρόνο το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF). Κύριο δε ερώτημα θα είναι η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας στη σημερινή της φάση και κατά πόσον η προβλεπόμενη ανάκαμψη θα είναι εύκαμπτη ή εύθραυστη.

Κατά το γνωστό βρετανικό περιοδικό Εκόνομιστ, η απάντηση είναι: και τα δύο. Η παγκόσμια οικονομία αναφέρει ότι αναμφισβήτητα θα ανακάμψει στα επόμενα τρίμηνα. Τα νοικοκυριά που είχαν προετοιμαστεί για την επόμενη ύφεση θα αρχίσουν να ξοδεύουν -αν και συγκρατημένα. Οι επιχειρήσεις, που έχουν εξαντλήσει τα αποθέματά τους, θα εφοδιαστούν ξανά. Θα χτιστούν μερικά νέα σπίτια. Η οικονομία θα αναπτυχθεί αρκετά γρήγορα, εντούτοις από χαμηλά επίπεδα. Αλλά, ακόμα και καθώς ανακάμπτει, θα παραμείνει «υπό επισκευή». Θα χρειαστεί να περάσουν χρόνια μέχρι να αποπληρωθεί το απόθεμα του χρέους που οι τράπεζες και τα νοικοκυριά επωμίζονται ακόμα. Η «τρύπα» στον ισολογισμό πρέπει να σφραγιστεί πριν μπορέσει η οικονομία να επανακτήσει την ελαστικότητά της.

Λόγω του υπερβολικού χρέους, οι καταναλωτές της Αμερικής δεν μπορούν να υποστηρίξουν μια διατηρήσιμη ανάκαμψη. Οι αμερικανικές εξαγωγές θα μπορούσαν να συντελέσουν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά η αναδυόμενη Ασία δεν είναι ακόμα έτοιμη να τις απορροφήσει. Το γεγονός αυτό αφήνει την Αμερική με δύο δυσάρεστες επιλογές. Μπορεί να επιβάλει δασμούς, όπως η πρόσθετη επιβάρυνση 10% στις εισαγωγές του προέδρου Νίξον, που εισήχθη για τέσσερις μήνες το 1971. Το γεγονός αυτό πανικόβαλε τους εμπορικούς εταίρους της Αμερικής και προανήγγειλε το τέλος του καθεστώτος του Μπρέτον Γουντς, των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η απόφαση του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, να επιβάλει τον περασμένο μήνα δασμούς στα κινεζικά ελαστικά, επανέφερε τις εξασθενημένες αναμνήσεις εκείνου του συμβάντος. Αλλά στην Αμερική, μαζί με πολλές άλλες χώρες, θα πρέπει πιθανώς να στηριχθούν στα δημοσιονομικά ερεθίσματα περισσότερο από αυτό που ίσως θα ήθελαν.

Το γεγονός αυτό μπορεί να έχει παρατεταμένες συνέπειες. Στο βιβλίο του «Crisis and Leviathan», ο ιστορικός οικονομίας Ρόμπερτ Χιγκς υποστηρίζει ότι οι κρίσεις προκαλούν το φαινόμενο της καστανιάς στην κυβέρνηση: Σε κάθε κρίση, το κράτος επεκτείνει την εξουσία του. Οταν η κρίση περνά, το κυβερνητικό πεδίο υποχωρεί, αλλά δεν επιστρέφει σχεδόν ποτέ στα προηγούμενα όριά του.

Αυτό σημαίνει ότι, σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο, ο κρατισμός διευρύνεται και άρα ο δανεισμός τραβά και αυτός την ανηφόρα. Δημιουργείται έτσι μία παγκόσμια «δανειστική φούσκα», στην οποία έρχονται να προστεθούν και τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και, εν μέρει, της Ευρώπης. Συνεπώς, ο αποκαλούμενος «δανειστικός καπιταλισμός» πρέπει να ξεπεράσει δύο σοβαρά προβλήματα: της στάσιμης ζήτησης και της πενιχρής αποταμίευσης. Οι χρεωμένες χώρες της Δύσης βρίσκονται έτσι σε δύσκολη κατάσταση, η έξοδος από την οποία δεν είναι διόλου εύκολη. Συνεπώς, η όποια ανάκαμψη δεν μπορεί παρά να είναι αρκετά θαμπή. Το φαινόμενο αυτό εξηγείται από τη φύση της παγκόσμιας κρίσης, αλλά και το εύρος της, το οποίο πραγματικά είναι πρωτόγνωρο.

Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις απειλούν πολύ σοβαρά τα εθνικά εισοδήματα, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίον διαβρώνουν τον εθνικό πλούτο. Σύμφωνα με υπολογισμούς διεθνών οργανισμών και τραπεζικών ιδρυμάτων, από τις αρχές του 2008 μέχρι και το καλοκαίρι του 2009, η κρίση «ροκάνισε», παγκοσμίως, 26 τρισ. δολάρια από την αξία των μετοχών και 13 τρισ. δολάρια από την αξία των ακινήτων. Οπως επισημαίνει και το περιοδικό Εκόνομιστ, στη χειρότερη φάση της κρίσης, οι απώλειες αυτές έφθασαν στο 75% του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Ομως, κατά τη θεωρία της χορδής του αείμνηστου νομπελίστα Μίλτον Φρήντμαν, δεν είναι ξεκάθαρο γιατί αυτές οι απώλειες πρέπει απαραιτήτως να βυθίσουν την διεθνή οικονομία σε μόνιμη ύφεση. Οσο ήταν εν ζωή, ο Μ. Φρίντμαν είχε αποδείξει ότι στην Αμερική οι σοβαρές υφέσεις ακολουθούνται από ανάκαμψη. Ετσι, παρομοιάζει την οικονομία με μία τεντωμένη χορδή πάνω σε μία σανίδα: όσο πιο δυνατά τραβιέται η χορδή, τόσο πιο γρήγορα επιστρέφει στην αρχική της θέση.

Αν και η παραπάνω θέση του Μίλτον Φρίντμαν περικλείει αρκετές ελπίδες, αμφισβητείται σήμερα από αρκετούς οικονομολόγους. Ο Γάλλος Ντανιέλ Κοέν, για παράδειγμα, λέει ότι, αν η ασθενής ζήτηση διατηρηθεί, μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες βλάβες στην προσφορά, μειώνοντας το επίπεδο του δυναμικού παραγωγής ή ακόμα και το ρυθμό αύξησής του. Αν ισχύει κάτι παρόμοιο, η οικονομία δεν θα μπορέσει να αναπληρώσει ποτέ τις απώλειές της, ακόμα και μετά την ανάκαμψη της δαπάνης.

Γιατί, όμως, πρέπει μία αναταραχή στη δαπάνη να προκαλέσει μία τόσο μακροχρόνια ζημιά; Σε μία ύφεση, οι εταιρείες απολύουν εργαζομένους και αποσύρουν κεφάλαιο. Αν οι άνεργοι μείνουν «στο ράφι» για πολύ καιρό, οι δεξιότητές τους θα ατροφήσουν και οι δεσμοί τους με την αγορά εργασίας θα εξασθενίσουν. Οταν η δαπάνη αναρρώσει, η ανάκαμψη θα αφήσει αυτούς τους ανθρώπους στο περιθώριο. Η παραγωγή ανά εργαζόμενο μπορεί να επανέλθει στο φυσιολογικό, αλλά το ποσοστό ανεργίας όχι.

Επίσης, σε περιόδους ύφεσης οι εταιρείες περιορίζουν τα κεφαλαιακά τους αποθέματα, τα οποία και προσαρμόζουν έτσι σε χαμηλότερα επίπεδα δραστηριότητας. Επιπλέον, εφόσον το χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμείνει σε κακή κατάσταση, οι καταθέσεις θα ρέουν διστακτικά προς τις επιχειρήσεις και το κόστος κεφαλαίου θα αυξηθεί. Κατόπιν τούτου, οι εταιρείες θα χρησιμοποιούν λιγότερο κεφάλαιο ανά παραγόμενη μονάδα. Το αποτέλεσμα θα είναι μία χαμηλότερη οροφή παραγωγής.

Στην τελευταία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με τίτλο «World Economic Outlook» («Προοπτική της Παγκόσμιας Οικονομίας»), οι ερευνητές υπολογίζουν το κόστος των 88 τραπεζικών κρίσεων που συντελέστηκαν κατά τις τέσσερις δεκαετίες. Σύμφωνα με την έκθεση, κατά μέσο όρο, επτά χρόνια μετά από μία κρίση, το επίπεδο παραγωγής μιας οικονομίας βρισκόταν σχεδόν 10% χαμηλότερα από το επίπεδο στο οποίο θα βρισκόταν χωρίς την παρεμβολή της κρίσης. Αν μη τι άλλο, αυτό αποτελεί ένα ανησυχητικό κενό. Αν ισχύσει κατά τα προσεχή χρόνια, θα μπορούσε να καταστρέψει τις ζωές των ανέργων, να υποτιμήσει το εισόδημα των εργαζομένων και να καταστήσει το δημόσιο χρέος ακόμα πιο δυσβάστακτο.

Ωστόσο, είναι πιθανά ακόμη πιο ζοφερά σενάρια. Μία χρηματοπιστωτική κατάρρευση θα μπορούσε να προκαλέσει μακροχρόνια ζημιά στην ανάπτυξη του δυναμικού παραγωγής, καθώς και στο ίδιο το επίπεδο του τελευταίου. Ακόμα και όταν η οικονομία αρχίσει να επεκτείνεται, δεν θα ανακτήσει τον ίδιο βηματισμό που είχε παλαιότερα.

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να τονιστεί επίσης ότι οι απώλειες ενεργητικού, που οριοθετούν τη σημερινή κατάσταση, προκαλούν αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «ύφεση ισολογισμού». Πριν από την κρίση, τα υπερτιμημένα στοιχεία ενεργητικού που βρίσκονταν στην κατοχή των τραπεζών και των νοικοκυριών, συνοδεύονταν από τεράστια χρέη. Μετά την κρίση, αυτά τα στοιχεία ενεργητικού υπέστησαν καθίζηση, όμως το παθητικό τους παρέμεινε στα ίδια επίπεδα. Οπως επεσήμανε ο Ιρβινγκ Φίσερ, «οι υπερβολές στις επενδύσεις και την κερδοσκοπία θα επέφεραν μακράν λιγότερο σοβαρές συνέπειες, αν δεν πραγματοποιούνταν με δανεικά».

Παρ' όλα αυτά, η παγκόσμια οικονομία παρουσιάζει απτά σημάδια βελτίωσής της. Ετσι, ως φαίνεται, επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό το μοντέλο του Μ. Φρίντμαν. Η Κίνα αναπτύσσεται με ρυθμό 8% το χρόνο και έχει ξεπεράσει και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Τράπεζες όπως η Goldman Sachs επανακάμπτουν και αρκετές αποπληρώνουν τις κρατικές βοήθειες που δέχθηκαν. Ακόμα, το premium που πρέπει να πληρώσουν οι τράπεζες για να δανειστεί η μία από την άλλη overnight είναι πλέον λιγότερο από 0,25%, ένα επίπεδο το οποίο είχε χαρακτηρισθεί ως «φυσιολογικό» από τον Αλαν Γκρίνσπαν, πρώην διοικητή της Fed. Οι επιχειρήσεις σε Ευρώπη και Αμερική πωλούν ομόλογα με φρενήρεις ρυθμούς. Λίγους μήνες πριν, οι οικονομικές εφημερίδες συζητούσαν για το ποιο θα είναι το μέλλον του καπιταλισμού. Τώρα απλώς συζητούν το μέλλον των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Το σοκ έδωσε τη θέση του στην ανακούφιση.

Ομως, πόσο μπορεί να κρατήσει η ανακούφιση αυτή, όταν το παγκόσμιο χρέος οδεύει προς τα 60 τρισ. δολάρια;

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ", 29/12/2009)