Η Κρίση Ανέκοψε την Εξάπλωση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας

To 2000 η British Petroleum (BP) επινόησε ένα εξαιρετικά διορατικό σύνθημα, χρησιμοποιώντας τα αρχικά της επωνυμίας της για να δηλώσει τον προσανατολισμό της στο μέλλον των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. To διαφημιστικό σύνθημα ήταν το Beyond Petro-leum (BP), δηλαδή το «πέραν του πετρελαίου», μέσω του οποίου το όνομα της εταιρείας συνδέθηκε με το φωτεινό και καθαρό μέλλον.
από το Economist
Δευ, 4 Ιανουαρίου 2010 - 13:56

To 2000 η British Petroleum (BP) επινόησε ένα εξαιρετικά διορατικό σύνθημα, χρησιμοποιώντας τα αρχικά της επωνυμίας της για να δηλώσει τον προσανατολισμό της στο μέλλον των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. To διαφημιστικό σύνθημα ήταν το Beyond Petro-leum (BP), δηλαδή το «πέραν του πετρελαίου», μέσω του οποίου το όνομα της εταιρείας συνδέθηκε με το φωτεινό και καθαρό μέλλον. Αυτό υποδήλωνε και το ηλιοτρόπιο στο λογότυπό της, το ότι η ΒΡ επιδίωκε να απομακρυνθεί από τα ορυκτά καύσιμα. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει και η Βritish Petro-leum δεν δείχνει την ίδια σπουδή.

Επιμένει, βέβαια, ότι ο στρατηγικός ρόλος που δίνει στις εναλλακτικές πηγές ενέργειας δεν έχει αλλάξει και αυτό ισχύει μετά βεβαιότητος για τα βιοκαύσιμα. Παρά ταύτα, οι επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αναμενόταν να μειωθούν από 1,4 δισ. δολάρια το 2008 στα 500 εκατ. το 2009. Η πετρελαϊκή πωλεί ορισμένα από τα περιουσιακά της στοιχεία σε άλλες ενεργειακές πηγές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται σταθμοί παραγωγής αιολικής ενέργειας στην Ινδία. Στην Ισπανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες η παραγωγική ικανότητα στην ηλιακή ενέργεια μειώθηκε.

Η μεγάλη ανταγωνίστριά της, Shell, πάλι, αναγνωρίζει ότι η στρατηγική της σε αυτό το θέμα έχει τροποποιηθεί και διευκρινίζει ότι στο μέλλον οι επενδύσεις της θα επικεντρωθούν στα βιοκαύσιμα. Η Λίντα Κουκ, πρώην επικεφαλής του κλάδου φυσικού αερίου και εναλλακτικών πηγών ενέργειας στη Shell, επισημαίνει ότι η ηλιακή και η αιολική ενέργεια καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια να ανταγωνιστούν με τις άλλες μορφές ενέργειας, ώστε να προσελκύσουν επενδύσεις εντός του χαρτοφυλακίου της εταιρείας.

Ο τελευταίος καιρός ήταν δύσκολος για τη μη ρυπογόνο ενέργεια, κυρίως εξαιτίας της κρίσης. Στα τέλη του 2008 οι επενδύσεις στον συγκεκριμένο χώρο καταβαραθρώθηκαν, όπως και οι τιμές των μετοχών. Κατά τις εκτιμήσεις του Μίκαελ Λιμπράιχ, διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας συμβούλων New Energy Finance, η έναρξη του 2009 ήταν τρομακτική. Η πιστωτική κρίση ταλάνισε τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας. Εξ ορισμού πρόκειται για πηγές με χαμηλό λειτουργικό κόστος, αλλά υψηλές δαπάνες έναρξης λειτουργίας. Δεδομένου ότι τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία έχουν προκαθορισμένες ροές εσόδων σε μακροπρόθεσμη βάση, είναι ιδανικά για χρηματοδότηση μέσω δανεισμού - αυτό σημαίνει ότι έχουν και υψηλή αναλογία χρέους προς κεφάλαιο, η οποία συνήθως διαμορφώνεται στο 80 - 20.

Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι αυτές οι μορφές ενέργειας δεν χειμάζονται μόνον λόγω ελλείψεως κεφαλαίου αλλά και λόγω ενδογενούς κόστους. Δυστυχώς ή ευτυχώς, τα ορυκτά καύσιμα είναι αξιοσημείωτα φθηνά όσον αφορά την εξόρυξη και πώλησή τους. Οπερ σημαίνει ότι οι ρυπογόνες αυτές βιομηχανικές διαδικασίες καθίστανται ακαταμάχητα προσιτές, ειδικά εφόσον δεν απαιτείται να καλύπτουν και το κόστος για τη ρύπανση που προκαλούν. Οι εταιρείες δεν αναμένεται να τα εγκαταλείψουν, εκτός εάν λάβουν σαφές μήνυμα από τις κυβερνήσεις ή τους καταναλωτές ότι αυτή η στροφή τις συμφέρει.

Πάντως, η δέσμευση του καταναλωτικού κοινού στην προστασία του περιβάλλοντος τίθεται εν αμφιβόλω. Ελλείψει των πιέσεων από τους καταναλωτές, οι κυβερνήσεις χρειάζεται να παρακινήσουν τις επιχειρήσεις. Το σκεπτικό αυτό διαμόρφωσε τη βάση για το Πρωτόκολλο του Κιότο για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου εντός καθορισμένου χρονοδιαγράμματος. Το 1997 υπεγράφη το πρωτόκολλο και έκτοτε οι εκπομπές αυξήθηκαν συνολικά κατά 20% αντί να μειωθούν.

Οι λόγοι που συνέβη αυτό είναι τρεις. Πρώτον, οι πλούσιες χώρες εξήγαγαν μέρος των ρυπογόνων δραστηριοτήτων τους στις αναπτυσσόμενες χώρες. Δεύτερον, δεν έχουν προσυπογράψει το Κιότο οι Ηνωμένες Πολιτείες, η χώρα με την υψηλότερη παραγωγή ρύπων στον κόσμο. Η Αυστραλία, η χώρα με την υψηλότερη κατά κεφαλήν παραγωγή ρύπων, το υπέγραψε προ διετίας. Τρίτον, ορισμένες χώρες δεν κατόρθωσαν να μειώσουν τις εκπομπές ρύπων. Το 2007 οι εκπομπές του Καναδά ήταν 29% υψηλότερες εκείνων του 1990 και της Ισπανίας 57%. Ωστόσο, τις υπερβάσεις αντισταθμίζουν οι πρώην κομμουνιστικές χώρες, των οποίων οι απίστευτα βρώμικες βιομηχανίες κατέρρευσαν μαζί με το καθεστώς. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι ακόμα και οι χώρες οι οποίες πέτυχαν τους στόχους τους, όπως η Βρετανία, δεν έχουν κατορθώσει να εκπέμψουν το ορθό μήνυμα προς τις επιχειρήσεις. Η Βρετανία έχει ικανοποιητικές επιδόσεις στην περικοπή των εκπομπών ρύπων, πλην όμως το εξασφάλισε κυρίως γιατί ήδη από τη δεκαετία του ’80 είχε στρέψει την πλάτη στον γαιάνθρακα.

(από το περιοδικό « Economist»/εφημερίδα «Καθημερινή», 31/12/2009)