Σύμφωνα με τον Φρανκ Μαστιό της ΕΟΝ, οι ΑΠΕ κινούνται από «το μέγεθος της μπουτίκ προς τη βιομηχανική κλίμακα». Εκτός από τις επενδύσεις ύψους 115 δις ευρώ της Βρετανίας στα υπεράκτια αιολικά, σε ολόκληρη την Ευρώπη πρόκειται να επενδυθεί ένα τρις ευρώ τη δεκαετία αυτή για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών.

Σύμφωνα με τον Φρανκ Μαστιό της ΕΟΝ, οι ΑΠΕ κινούνται από «το μέγεθος της μπουτίκ προς τη βιομηχανική κλίμακα». Εκτός από τις επενδύσεις ύψους 115 δις ευρώ της Βρετανίας στα υπεράκτια αιολικά, σε ολόκληρη την Ευρώπη πρόκειται να επενδυθεί ένα τρις ευρώ τη δεκαετία αυτή για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών.

Τα τεράστια αυτά ποσά είναι απαραίτητα προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος 20-20-20 της Ε.Ε. και μέσω αυτού θα συμβάλουν στην αλλαγή της ευρωπαϊκής οικονομίας, της πολιτικής και των οικονομικών στο μέλλον, όπως υποστηρίζει ο Εντ Κρους των Financial Times. Η Ευρώπη ηγείται παγκοσμίως στις ΑΠΕ και έχει θέσει τους πιο φιλόδοξους στόχους από κάθε άλλη μεγάλη οικονομία. Ελπίζει παράλληλα πως θα την ακολουθήσουν και οι ΗΠΑ, αν και αρκετοί στη βιομηχανία αρχίζουν να πιστεύουν ότι η δέσμευσή της είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί.

Η δέσμευση αυτή για έναν ηγετικό ρόλο στην πράσινη ανάπτυξη επισφραγίστηκε το 2007 στη σύνοδο κορυφής από ηγέτες όπως ο Τόνι Μπλερ και ο Ζακ Σιράκ. Παράλληλα, την περίοδο εκείνη σημειώθηκαν ρήξεις στις σχέσεις Ρωσίας-Ουκρανίας, οι οποίες έθεσαν στο προσκήνιο το ζήτημα της ενεργειακής εξάρτησης της Γηραιάς Ηπείρου. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν δύο σημαντικές δεσμεύσεις: Η μείωση των εκπομπών ρύπων κατά 20% ως το 2020 και η αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα στο 20% ως το 2020.

Οι αποφάσεις αυτές περιέπλεξαν τα πράγματα για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, οι οποίες ήδη αγωνίζονταν να αντικαταστήσουν τις παλαιότερες υποδομές στον τομέα της ενέργειας και να εκσυγχρονίσουν τα δίκτυα. Αν ίσχυε μόνο η πρώτη δέσμευση για τις εκπομπές, τότε θα ήταν εύκολο να γίνει πράξη, μέσω της αντικατάστασης των σταθμών λιγνίτη με σταθμούς φυσικού αερίου, οι οποίοι εκλύουν το μισό διοξείδιο. Η προσθήκη όμως των ΑΠΕ στην εξίσωση καθιστά πολύ πιο δύσκολη την επίτευξη των στόχων αυτών.

Οι κυβερνήσεις μπορεί να δεσμεύτηκαν ως προς τους στόχους, αλλά ο ιδιωτικός τομέας είναι αυτός που καλείται να υλοποιήσει τις επενδύσεις που απαιτούνται. Οι πιέσεις προς τις επιχειρήσεις είναι μεγάλες, ειδικά αν αναλογιστούμε την σχετική έλλειψη χρηματοδότησης και τη μείωση της ζήτησης λόγω της κρίσης. Όπως έχουν τα πράγματα, ο ιδιωτικός τομέας δύσκολα θα καταφέρει να προβεί στις αναγκαίες επενδύσεις. Οι επιχειρήσεις του κλάδου της ενέργειας στις πέντε μεγαλύτερες οικονομίες, τη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Βρετανία, την Ιταλία και την Ισπανία, επένδυσαν κατά μέσο όρο 35 δις ευρώ ετησίως την προηγούμενη δεκαετία, το 2008 το ποσό έφτασε τα 60 δις και το 2009 τα 65 δις. Φέτος όμως, η Citigroup υπολογίζει πως η επένδυση θα κυμανθεί στα 54 δις ευρώ, τη στιγμή που οι επιχειρήσεις αυτές καλούνται να δαπανήσουν 80 δις ετησίως μέχρι το 2020, σύμφωνα με τον σχεδιασμό.

Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ενέργειας είναι παραδοσιακά πολύ αξιόπιστοι δανειολήπτες, όμως η ζήτηση για κεφάλαια στο εξής θα είναι πολύ ισχυρή.Η Climate Change Capital αναφέρει ως παράδειγμα τον κλάδο των υπεράκτιων αιολικών στη Βρετανία, ο οποίος θα αποτελέσει πόλο δανεισμού στα επόμενα 10-15 χρόνια και θα πρέπει να επανεπενδύσει κάθε ευρώ που θα δανειστεί.

Στο μεταξύ, οι μέτοχοι και οι αγορές ανησυχούν για το μέγεθος των επενδύσεων, τη στιγμή που οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας στην Ευρώπη είναι υπεύθυνες για το 25% όλων των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα στην Ευρώπη. Οι φόβοι αυτοί ασκούν πιέσεις στην αξία των μετοχών.

Τα τραπεζικά ιδρύματα εξετάζουν και το ενδεχόμενο της χρηματοδότησης από μη συμβατικές πηγές, όπως για παράδειγμα εταιρείες σαν τη Google με ενδιαφέρον για τις ΑΠΕ. Επιπλέον, κρατικά funds της Ανατολής προχωρούν σε εξαγορές επιχειρήσεων του κλάδου. Στην παρούσα χρονική συγκυρία πάντως, οι εταιρείες μπορούν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα κεφάλαια μόνο εάν οι κυβερνήσεις εγγυηθούν για τις επιστροφές τους.

Κάθε ευρωπαϊκή χώρα διαθέτει συστήματα επιδοτήσεων τα οποία θέτουν εγγυημένες τιμές για την παραγωγή από ΑΠΕ. Για να αυξηθούν οι επενδύσεις, θα πρέπει να αυξηθούν και οι επιδοτήσεις αυτές. Αυτό μεταφράζεται σε υψηλότερα κέρδη για τις εταιρείες και υψηλότερα τιμολόγια για τους καταναλωτές. Η επίδραση της αύξησης των τιμών θα είναι σημαντική. Η Ofgem εκτιμά ότι το 2016 το μέσο ετήσιο τιμολόγιο στη Βρετανία θα έχει ακριβύνει κατά 60%, φτάνοντας τις 2.000 λίρες. Το ποσό αυτό θα αποτελεί περίπου το 10% του διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος, μετά την κάλυψη των άλλων βασικών αναγκών, όπως το ενοίκιο, την τροφή και τον ρουχισμό.

Οι μεγαλύτεροι λογαριασμοί σε μια περίοδο που τα νοικοκυριά θα πιεστούν έτσι και αλλιώς από τη φορολογία που απαιτείται για την εξυγίανση της οικονομίας, θα επιβραδύνει την ανάπτυξη. Επίσης, είναι πιθανό πως θα αποτελέσει και ένα επίμαχο πολιτικό ζήτημα. Θυμίζουμε ότι ο Πιέρ Γκαντονί της EDF έχασε τη δουλειά του ως διευθύνων σύμβουλος διότι ζήτησε από το Νικολά Σαρκοζί αύξηση των τιμών για να υποστηριχθούν οι επενδύσεις. Στη Βρετανία και τη Γαλλία δεν σπανίζουν τα πρωτοσέλιδα που κατηγορούν τις επιχειρήσεις για τις αυξήσεις αυτές.

Το υψηλό κόστος των ΑΠΕ έχει οδηγήσει ορισμένες χώρες σε μείωση των επιδοτήσεων, ιδίως στη Γερμανία και την Ισπανία. Ο κ. Μαστιό ρωτά: «Ο κόσμος θέλει πράσινη ενέργεια, αλλά είναι διατεθειμένος να την πληρώσει;» Μέρος της απάντησης είναι ότι η επένδυση πρέπει να είναι όσο πιο βιώσιμη μπορεί να είναι. Αλλά η τεχνολογία είναι καινοτόμος και συνεπώς είναι πιο επιρρεπής σε καθυστερήσεις και αύξηση του κόστους.

Τα υπεράκτια αιολικά του μέλλοντος για παράδειγμα, θα κατασκευαστούν μακρύτερα από την ξηρά, σε μεγαλύτερα βάθη και κλίμακα από πριν. Ο αντιδραστήρας EPR της Areva ήδη έχει αντιμετωπίσει μεγάλες καθυστερήσεις στην κατασκευή του στη Φινλανδία.

Μια άλλη απάντηση είναι η ενεργειακή απόδοση. Αν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν την ενέργεια πιο αποτελεσματικά, θα είναι σε θέση να περιορίσουν τους λογαριασμούς τους. Αλλά σε αυτή την περίπτωση μειώνονται οι επιστροφές για τις εταιρείες. Κανείς δεν έχει διαμορφώσει ως τώρα ένα μοντέλο το οποίο επιτρέπει στις επιχειρήσεις να διατηρούν τα κέρδη τους, ενώ πωλούν λιγότερη ενέργεια.

Ο Νικ Λαφ της Centrica υποστηρίζει πως οι καταναλωτές θα πρέπει να συνηθίσουν στην ιδέα των ακριβότερων τιμολογίων. Θεωρεί ότι θα πρέπει να υπάρξει «μια εκπαιδευτική διαδικασία για να κατανοήσουν η κοινή γνώμη και οι επιχειρήσεις πως θα εξελιχθούν οι λογαριασμοί».

Μετά την απογοήτευση στην Κοπεγχάγη, οι Ευρωπαίοι ηγέτες διαδήλωσαν την προσήλωσή τους στην πράσινη ανάπτυξη. Αν όμως η διεθνής νομική διαδικασία συνεχίσει να καθυστερεί, τότε οι Ευρωπαίοι καταναλωτές θα αρχίσουν να ρωτούν για ποιο λόγο να κουβαλούν μόνοι τους το βάρος. Τότε οι πολιτικοί θα πρέπει να βρουν κάποιον τρόπο να πληρώσουν τον λογαριασμό του ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ.

(από τους Financial Times, 3/2/2010)