Κάποιοι οικονομολογούντες ειρωνεύονται την Ιρλανδία λέγοντας ότι το περίφημο «κέλτικο θαύμα» της, σήμερα, με αφορμή την κρίση, αποδεικνύεται ευάλωτο και ότι, τελικά, η ταχέως αναπτυσσόμενη ιρλανδική οικονομία αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με την χώρα μας. Η σύγκριση μεταξύ των δύο χωρών είναι ατυχέστατη, διότι τα σημερινά προβλήματα της Ιρλανδίας είναι συγκυριακά (ή «κυκλικά»), ενώ στην ελληνική περίπτωση τα προβλήματα είναι διαρθρωτικά. Με άλλα λόγια, σε δύο χρόνια η Ιρλανδία θα μπορέσει να ξεπεράσει την κρίση, η οποία για την Ελλάδα υπάρχει κίνδυνος να γίνει ενδημική
Κάποιοι οικονομολογούντες ειρωνεύονται την Ιρλανδία λέγοντας ότι το περίφημο «κέλτικο θαύμα» της, σήμερα, με αφορμή την κρίση, αποδεικνύεται ευάλωτο και ότι, τελικά, η ταχέως αναπτυσσόμενη ιρλανδική οικονομία αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με την χώρα μας. Η σύγκριση μεταξύ των δύο χωρών είναι ατυχέστατη, διότι τα σημερινά προβλήματα της Ιρλανδίας είναι συγκυριακά (ή «κυκλικά»), ενώ στην ελληνική περίπτωση τα προβλήματα είναι διαρθρωτικά. Με άλλα λόγια, σε δύο χρόνια η Ιρλανδία θα μπορέσει να ξεπεράσει την κρίση, η οποία για την Ελλάδα υπάρχει κίνδυνος να γίνει ενδημική. Ας δούμε, όμως, τις δύο χώρες υπό το φώς των αριθμών τα τελευταία είκοσι χρόνια, την περίοδο 1989-2009: Η Ιρλανδία είχε μέσο ρυθμό αναπτύξεως 5.3% έναντι 2.6% στην Ελλάδα.

Οι ιρλανδικές εξαγωγές πέρασαν από τα 1,325 δολάρια ανά Ιρλανδό, στα 6,600 δολάρια, ενώ στην Ελλάδα τα αντίστοιχα νούμερα ήσαν από 860 σε... 960 δολάρια.

Στην Ιρλανδία πραγματοποιήθηκαν 55 δις δολάρια ξένες άμεσες επενδύσεις, έναντι δέκα φορές λιγότερων στην Ελλάδα.
Ακόμα, από δωδέκατη φτωχότερη χώρα στην Ευρώπη των «12» το 1989, η Ιρλανδία είναι σήμερα σε κατά κεφαλήν εισόδημα η τέταρτη πλουσιότερη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) των «27». Η δε Ελλάδα, από 10η στην Ευρώπη των «12», είναι 20ή στην σημερινή Ένωση των «27» -και σύντομα θα πέσει κι άλλο.

Επίσης, το 2010 η Ιρλανδία θα δεχθεί 2.2 δις ευρώ ξένες επενδύσεις, έναντι μηδενικής προοπτικής για την Ελλάδα -και ιδιαιτέρως μετά τα όσα συνέβησαν στο λιμάνι του Πειραιώς.

Με δαπάνες 2.3% του ΑΕΠ της για έρευνα και ανάπτυξη (έναντι 0.6% στην Ελλάδα), η Ιρλανδία έχει 100% απορροφητικότητα στις κοινοτικές διαρθρωτικές επιχορηγήσεις, έναντι 65% για την χώρα μας.

Όσον αφορά το σημερινό δημόσιο χρέος της Ιρλανδίας, είναι εντελώς συγκυριακό και οφείλεται στην μαζική παρέμβαση του κράτους για να αποφευχθούν τα χειρότερα σε μία χώρα όπου οι τράπεζές της είχαν εκτεθεί αρκετά σε τοξικά ομόλογα και είχε δημιουργηθεί μία φούσκα ακινήτων, ύστερα από είκοσι χρόνια ισχυρής οικονομικής αναπτύξεως. Κοινοτικοί παράγοντες επισημαίνουν ότι από το 2011 και μετά, αν η Ιρλανδία πετύχει 3% οικονομική ανάπτυξη -πράγμα ήδη ορατό- σε μία τριετία θα έχει επέλθει πλήρης δημοσιονομική εξυγίανση.

Στην Ελλάδα η κατάσταση διαφέρει πλήρως από την αντίστοιχη της Ιρλανδίας, γιατί απλώς δεν υπάρχουν προοπτικές αναπτύξεως. Επίσης, το ελληνικό δημόσιο χρέος, όπως διαμορφώθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του '80, είναι διαρθρωτικό. Οι κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν τον δανεισμό ως καταναλωτικό εργαλείο και όχι ως αναπτυξιακό μοχλό. Υπό αυτή την έννοια και με δεδομένη την παραγωγική και ανταγωνιστική ακαμψία της ελληνικής οικονομίας, στις Βρυξέλλες και στις διεθνείς αγορές ουδείς πείθεται ότι η Ελλάδα μπορεί να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο που δημιούργησε το πελατειακό πολιτικό της σύστημα.

Στην χώρα μας, την τελευταία εικοσαετία ναι μεν έγιναν ορισμένα έργα υποδομής λόγω ολυμπιακών αγώνων -από τους οποίους κάποιοι υπερπλούτισαν- όμως το αυξανόμενο δημόσιο χρέος κάθε άλλο παρά απέβαλε τον διαρθρωτικό του χαρακτήρα. Είναι δηλαδή ανελαστικό, γιατί ποτέ δεν είχε αναπτυξιακό χαρακτήρα. Απλώς, μέσω του χρέους, οι κυβερνήσεις ενίσχυαν την κατανάλωση, ενώ ταυτοχρόνως, την πασοκική περίοδο 1982-1989 είχαν εξαρθρωθεί και οι παραγωγικοί μηχανισμοί. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο περίφημος «οργανισμός αναδιαρθρώσεως επιχειρήσεων» (ΟΑΕ) απορρόφησε περί τα 40 δις ευρώ, δήθεν για να διατηρηθούν 28,000 θέσεις εργασίας -οι οποίες τελικώς κόστισαν 140,000 ευρώ ανά εργαζόμενο, οι δε υπό αναδιάρθρωση επιχειρήσεις έκλεισαν και στην συνέχεια, μάλιστα, λεηλατήθηκαν, όπως συνέβη και με αρκετά ολυμπιακά έργα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η περίφημη «αναδιανομή πλούτου» στην Ελλάδα δεν ήταν παρά διανομή δανείων προς συντεχνίες, κομματικούς εγκαθέτους και πολιτικούς φίλους. 

Μέρος αυτού του διανεμηθέντος πλούτου απωλέσθη στο χρηματιστήριο, άλλο βρίσκεται σε εξωχώρια τραπεζικά ιδρύματα και άλλο κομμάτι επενδύθηκε σε ακίνητα εμπορικού χαρακτήρας. Το γεγονός αυτό οδήγησε και στην δημιουργία μιας ιδιόμορφης ελληνικής «φούσκας», έτοιμης να εκραγεί οσονούπω. Διότι στην χώρα μας, πέρα από το δημόσιο χρέος, χαρακτήρα ωρολογιακής βόμβας έχει και το ιδιωτικό χρέος. Όταν λοιπόν εκραγεί, πράγμα πολύ πιθανόν υπό συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας, το γεγονός αυτό θα ενισχύσει τελικά τα δημόσια ελλείμματα, όπως συνέβη στην λατινική Αμερική. Από τα ανωτέρω γίνεται ηλίου φαεινότερο ότι τα δημόσια χρέη Ελλάδος και Ιρλανδίας δεν είναι της ιδίας φύσεως. Στην Ελλάδα τα επιτόκια που πρέπει να καταβληθούν για το δημόσιο χρέος αντιπροσωπεύουν περί το 6% του ΑΕΠ μας, ενώ στην Ιρλανδία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 1.9%. 

Επίσης, η διαφορά των ποσοστών αναπτύξεως μεταξύ των δύο χωρών καθιστά λιγότερο επικίνδυνο το ιρλανδικό δημόσιο χρέος, με αποτέλεσμα η χώρα αυτή να απολαμβάνει ευνοϊκότερων μακροπρόθεσμων επιτοκίων δανεισμού, όπως συμβαίνει και με την Ιαπωνία. Μπορεί η «χώρα του ανατέλλοντος ηλίου» να έχει δημόσιο χρέος που πλησιάζει το 200% του ΑΕΠ της, όμως τα επιτόκια που πληρώνει ετησίως μετά βίας πλησιάζουν το 1% του ΑΕΠ της. Συνεπώς, όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά μεταξύ επιτοκίων και ποσοστών αναπτύξεως, τόσο περισσότερο το χρέος και η σταθεροποίησή του απαιτούν ένα σημαντικό πρωτογενές πλεόνασμα. Απαιτούν δηλαδή το πλεόνασμα των εισροών, πριν την καταβολή τόκων, να είναι μεγαλύτερο των δαπανών.

Τώρα, το πώς θα καταφέρει η Ελλάδα να καλύψει 12.7% πρωτογενές έλλειμμα έναντι του ΑΕΠ, ας το εξηγήσει η κυβέρνηση στους περίφημους «κερδοσκόπους». Ιδιαιτέρως δε μετά την εξαπάτηση της «ευρωπαϊκής επιτροπής» με ψευδή στατιστικά στοιχεία.

(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")