Τη λαοπρόβλητη κυβέρνηση της χώρας, που αναδείχθηκε με την επαγγελία καλύτερου μέλλοντος, και την πρόσφατη μαζική λαϊκή στήριξη έχουν σήμερα αντικαταστήσει βλοσυρά κλιμάκια υπηρεσιακών επιτηρητών και τοποτηρητών, από Βρυξέλλες, Φρανκφούρτη, Ουάσιγκτον, που επιβάλλουν αιματηρές ανατροπές κοινωνικών κεκτημένων για τον κόσμο της εργασίας.

Τη λαοπρόβλητη κυβέρνηση της χώρας, που αναδείχθηκε με την επαγγελία καλύτερου μέλλοντος, και την πρόσφατη μαζική λαϊκή στήριξη έχουν σήμερα αντικαταστήσει βλοσυρά κλιμάκια υπηρεσιακών επιτηρητών και τοποτηρητών, από Βρυξέλλες, Φρανκφούρτη, Ουάσιγκτον, που επιβάλλουν αιματηρές ανατροπές κοινωνικών κεκτημένων για τον κόσμο της εργασίας.

Κατάπληκτοι οι κάτοικοι της χώρας με τους χαμηλότερους μισθούς, συντάξεις και την πιο ελλειμματική κοινωνική περίθαλψη στην Ευρώπη, πληροφορούνται ότι επί σειράν δεκαετιών διήγαν βίο ανώτερο των δυνάμεών τους, υπερκαταναλώνουν και ότι έφθασε η στιγμή να υποστούν τις συνέπειες: περικοπές του προβληματικού βιωτικού επιπέδου τους προς υποθετική σωτηρία της πατρίδας. Ομως, άλλοι υπερκαταναλώνουν και άλλοι πληρώνουν σήμερα τον λογαριασμό.

Ηεξουσιαστική συνταγή ισοσκέλισης του δημοσιονομικού και του εξωτερικού ισοζυγίου, από πολλές δεκαετίες έτοιμη, επιβάλλεται αδιαλείπτως, σαν τυφλοσούρτης, σε κάθε εποχή, σε κάθε χώρα, σε κάθε συνθήκη, με κλειστά μάτια, χωρίς διαφοροποιήσεις: γενική καταστολή της κατανάλωσης προς περιορισμό των ελλειμμάτων. Ομως, αρκεί άραγε η μείωση της κατανάλωσης για να εξυγιανθεί η ελληνική οικονομία; Με την επιλογή αυτή, οι θυσίες των μισθωτών είναι βέβαιες, όμως η αποτυχία είναι επίσης εξασφαλισμένη. Η περικοπή της κατανάλωσης δεν εγκαθιστά την οικονομία σε ανάκαμψη, ούτε σε εξυγίανση, αλλά με μαθηματική ακρίβεια σε ύφεση μακράς διάρκειας. Η τελευταία δεν συνιστά θεραπευτική αγωγή, αλλά βαρειά ασθένεια, με αντιπαραγωγικές συνέπειες όχι μόνον για τους κοινωνικά αδύναμους, αλλά για την πατρίδα στο σύνολό της. Με την επιβράδυνση των συναλλαγών και τη συρρίκνωση των εισοδημάτων, τα προγραμματισμένα έσοδα του Δημοσίου δεν θα πραγματοποιηθούν, αλλά θα υστερήσουν, ώστε τελικά τα ελλείμματα ως ποσοστό επί του εθνικού εισοδήματος δεν θα περιορισθούν, αλλά θα διευρυνθούν.

Εάν η κυβέρνηση επείγεται να ισοσκελίσει τα ισοζύγια, θα έπρεπε να ακολουθήσει διαφορετική μέθοδο, με κοινωνική δικαιοσύνη και αποτελεσματικότητα, φορολογώντας τα υψηλά εισοδήματα, που φέρουν κύρια ευθύνη για τον καταναλωτισμό. Το ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα δεν οφείλεται σε υπερβολική επέκταση των δημοσίων δαπανών, που δεν υπερβαίνουν τον μέσο όρο των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, αλλά κυρίως στην ανεπάρκεια των δημοσίων εσόδων, που υστερούν κατά 10 εκατοστιαίες μονάδες από τα αντίστοιχα της ευρωζώνης. Η άμεση φορολογία εισοδήματος στην Ελλάδα αποδίδει μόλις 6% του ΑΕΠ, ενώ στις χώρες της Ε.Ε. μεταξύ 12% και 18%.

Ομοίως, εάν η κυβέρνηση αποσκοπεί στην ισοσκέλιση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, αντί να περικόπτει τη δεύτερη, θα έπρεπε να ενισχύσει την πρώτη με επενδυτικά προγράμματα και καινοτομίες παραγωγικότητας, που κατατείνουν στην ανάπτυξη και μέσω αυτής στην πραγματική εξυγίανση της οικονομίας. Ο Βρετανός οικονομολόγος του Μεσοπολέμου Τζον Μπέιναρντ Κέινς (1883-1946) διεπίστωσε τη «διαβολική σχέση» μεταξύ ελλειμμάτων και ύφεσης: όταν η τελευταία επιτείνεται, η ισοσκέλιση απομακρύνεται. Μείζον πρόβλημα της οικονομίας δεν είναι τα ελλείμματα, αλλά η ύφεση, της οποίας αυτά αποτελούν επιφαινόμενο. Οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» υπογραμμίζουν σήμερα ότι η διόγκωση των δημοσίων ελλειμμάτων δεν είναι αιτία, αλλά συνέπεια της τρέχουσας κρίσης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, που με αυτόν τον τρόπο αντισταθμίζεται και συγκαλύπτεται. Η ελλειμματική οικονομία δεν θεραπεύεται με καταστολή της ζήτησης, αλλά προϋποθέτει αύξηση των επενδύσεων και της προσφοράς. Αυτό το σημείο παντελώς αγνοείται από το σημερινό ελληνικό οικονομικό σκηνικό, όπως και από εκείνο των οδηγιών από τα διεθνή στρατηγεία Βρυξελλών - Φρανκφούρτης - Ουάσιγκτον.

Η βρετανική εφημερίδα σημειώνει: όποιες και αν είναι οι εσωτερικές στρεβλώσεις κάθε χώρας, όλες εμφανίζουν σήμερα ταυτόχρονα παρεμφερή προβλήματα δημοσίων ελλειμμάτων και υπερδανεισμού. Αυτό δείχνει ότι τα αίτια προέρχονται κατά πρώτο λόγο από τη διεθνή κρίση παρά από την παθογένεια κάθε χώρας. Οι κερδισμένοι της σημερινής κρίσης δεν ευθύνονται λιγότερο από τους χαμένους για τις διεθνείς ανισορροπίες και οι τελευταίες δεν διορθώνονται με τη μονόπλευρη ενοχοποίηση των ελλειμματικών οικονομιών από τις πλεονασματικές, αλλά επιβάλλονται αλληλοβοήθεια και συνεταιρική προσέγγιση αμφοτέρων, προς ταχεία αποκατάσταση της παγκόσμιας σταθερότητας. Η Γερμανία αναδιπλώνεται σήμερα στα βραχυπρόθεσμα υποθετικά εθνικά συμφέροντά της, αντί να δίδει σε αυτά ευρωπαϊκή διάσταση. Δεν προωθεί την ευρωπαϊκή ενοποίηση, αλλά την αποσταθεροποιεί με ανταγωνιστική καχυποψία. Με τις μονόπλευρες περικοπές εργατικού εισοδήματος και εσωτερικής ζήτησης, εξελίσσεται σε εγωιστική εξαγωγική δύναμη, αποσπά αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εις βάρος των εταίρων της, θεμελιώνει την ισχύ της στην υπονόμευση συνοχής της ευρωζώνης. Με την άνοδο της ισοτιμίας του ευρώ και τη συναφή διολίσθηση των άλλων νομισμάτων, η Γερμανία χάνει αγορές στον υπόλοιπο κόσμο αλλά κερδίζει στην ευρωζώνη λόγω αδυναμίας των εταίρων της να υποτιμήσουν. Η γερμανική ισχύς αποβαίνει έτσι εμβληματική της ευρωπαϊκής ανισχυρίας.

Ο Γκούσταβ Χορν, διευθυντής του γερμανικού Ινστιτούτου Μακροοικονομίας και Συγκυρίας (ΙΜΚ), σημειώνει ότι η χώρα του δημιούργησε κατά την πρόσφατη περίοδο 300.000 νέες θέσεις εργασίας στους εξαγωγικούς τομείς, ενώ απώλεσε 1 εκατομμύριο θέσεις, λόγω υποτονικής εσωτερικής ζήτησης.1 Εάν είχε συνδέσει τους μισθούς με την παραγωγικότητα, θα είχε εξασφαλίσει όχι μόνον αύξηση απασχόλησης και μείωση ανεργίας, αλλά και υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, με μακροβιότερη διατηρησιμότητα. Αντ' αυτού, η Γερμανία περιορίζεται σε χρηματιστικά κέρδη, που όμως δεν επανεπενδύει, ώστε τα οφέλη από αυτά να επεκτείνονται στον χώρο και να διατηρούνται στον χρόνο. Το εξαγωγικό γερμανικό υπόδειγμα συμπίπτει σήμερα με το κινεζικό: αμφότερα βασίζονται στον καταναλωτισμό των άλλων χωρών, τα κέρδη από την επιλογή δεν επανεπενδύονται, αλλά αποταμιεύονται προς απόληψη δανειστικών εισοδημάτων. Η κοινή επιλογή Γερμανίας και Κίνας αποδίδεται σε τελική ανάλυση στον υψηλό συντελεστή γήρανσης του πληθυσμού. Οι συνταξιούχοι μετατρέπονται σε εισοδηματίες, καθηλώνοντας τις άλλες χώρες στην υπερχρέωση, τους νέους στην ανεργία! Πόσο διατηρήσιμη είναι σήμερα αυτή η επιλογή ;

1. Gustav Horn, «Some remarks on the stability and convergence programmes», 2010-13, ΙΜΚ Working Paper 3/2010.

(από την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 9/4/2010)