Μετά από δύο μήνες διαξιφισμών μεταξύ των πολιτικών και εν μέσω έντονης κερδοσκοπίας στις αγορές, οι βασικοί όροι της από κοινού διάσωσης της Ε.Ε. και του ΔΝΤ για την Ελλάδα έχουν πλέον οριστικοποιηθεί. Αλλά θα αρκέσει το πακέτο αυτό; Μια προσεκτική ματιά δείχνει ότι μπορεί στην καλύτερη των περιπτώσεων να βοηθήσει την χώρα σε μια δύσκολη συγκυρία. Το πρόβλημα όμως παραμένει.

Μετά από δύο μήνες διαξιφισμών μεταξύ των πολιτικών και εν μέσω έντονης κερδοσκοπίας στις αγορές, οι βασικοί όροι της από κοινού διάσωσης της Ε.Ε. και του ΔΝΤ για την Ελλάδα έχουν πλέον οριστικοποιηθεί. Αλλά θα αρκέσει το πακέτο αυτό; Μια προσεκτική ματιά δείχνει ότι μπορεί στην καλύτερη των περιπτώσεων να βοηθήσει την χώρα σε μια δύσκολη συγκυρία. Το πρόβλημα όμως παραμένει.

Το μέγεθος του πακέτου διάσωσης ανέρχεται περίπου στα 45 δις ευρώ, εκ των οποίων το ένα τρίτο θα προέλθει από το ΔΝΤ. Η ενδελεχής συζήτηση σχετικά με το αν θα πρέπει να συμμετέχει το Ταμείο σε ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα έχει αποπροσανατολιστικό χαρακτήρα. Η συμμετοχή του ΔΝΤ έπρεπε να διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα επειδή τα προγράμματά του συνήθως περιορίζονται στο δεκαπλάσιο ή δεκαπενταπλάσιο του ορίου της χώρας στο ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση της Ελλάδας αγγίζει τα 900 εκατ. ευρώ. Ακόμα και στην περίπτωση της Ισλανδίας, η οποία ήρθε αντιμέτωπη με την συνολική κατάρρευση του τραπεζικού της συστήματος, το ΔΝΤ αρνήθηκε να δανείσει περισσότερο από το 13πλάσιο του ορίου της χώρας.

Το επιτόκιο που θα επωμισθεί η Ελλάδα βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο των συζητήσεων. Έχει προσδιορισθεί πλέον στο 5% ή στις 200 μονάδες βάσης κάτω από το επιτόκιο που η Ελλάδα αναγκάζεται να καταβάλει στην αγορά για μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση.

Όμως, ο δικαιούχος του πακέτου εμφανίζεται θορυβημένος όσον αφορά την ενεργοποίησή του – και έχει καλό λόγο να είναι έτσι. Ο επίσημος όρος για την λήψη του δανείου είναι ότι ο μηχανισμός χρηματοδότησης της ευρωζώνης «πρέπει να θεωρείται ultima ratio, δηλαδή ως μόνη λύση δεδομένης της δυσκολίας δανεισμού στις αγορές». Η ενεργοποίηση του μηχανισμού από την Ελλάδα θα έστελνε επισήμως το μήνυμα στις αγορές ότι η χώρα αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη της. Το πακέτο συνεπώς θα αποτελούσε μια παγίδα. Η υψηλή επίσημη χρηματοδότηση τείνει να αυξάνει την αξία της ασφάλισης έναντι του ρίσκου που απαιτούν οι αγορές διότι είναι ανώτερη της ιδιωτικής και συνεπώς μειώνει τους χρηματικούς πόρους που είναι διαθέσιμοι για τον ιδιωτικό τομέα σε περίπτωση χρεοκοπίας ή αναδόμησης των δανείων.

Επιπλέον, το πακέτο, αν και επαρκές σε μέγεθος, σχεδιάστηκε για την κάλυψη των αναγκών της Ελλάδας για φέτος. Ένα τουλάχιστον ίσο ποσό θα χρειαστεί του χρόνου. Άρα που οφείλεται η όλη συζήτηση για ένα πακέτο που παρέχει στην Αθήνα το φιλί της ζωής μονάχα για δύο τρίμηνα;

Η συνήθης δικαιολογία είναι ότι η Ελλάδα χρειάζεται επίσημη χρηματοδότηση για να μειώσει το επιτόκιο δανεισμού. Αλλά μερικοί απλοί υπολογισμοί δείχνουν πως αυτό δεν πρόκειται να είναι αποφασιστικό. Με την προσφορά της Ε.Ε. να έχει οριστικοποιηθεί πλέον, η Ελλάδα μπορεί να γλιτώσει περίπου 900 εκατ. ευρώ ετησίως, ένα μικρό μέρος του ελλείμματος των 40 δις που παρουσίασε πέρυσι.

Το σημείο-κλειδί συχνά αγνοείται: Το επιτόκιο που θα επωμισθεί η Ελλάδα είναι ένα επιμέρους ζήτημα. Ακόμα και αν οι Γερμανοί ήταν πιο γενναιόδωροι και δέχονταν ένα επιτόκιο 4% (το οποίο θα ήταν κάτω από αυτό που πληρώνει η Πορτογαλία), η Ελλάδα θα εξοικονομούσε μόλις 450 εκατ. ευρώ περισσότερα ή 0,2% του ΑΕΠ της.

Συγκριτικά, η προσαρμογή του ελλείμματος που απαιτείται για την εξυγίανση είναι 10-12% του ΑΕΠ. Η εξοικονόμηση μέσω του επιτοκίου δεν αλλάζει τίποτα ουσιαστικά. Το μεγαλύτερο μέρος της προσπάθειας θα το αναλάβει η ίδια η Ελλάδα.

Η χώρα έχει χρηματοδοτήσει το χρέος της κυρίως μέσω μακροπρόθεσμων μέσων, οπότε χρειάζεται να αναδομήσει μόνο ένα ποσό κοντά στα 30 δις ετησίως. Με την προϋπόθεση ότι το έλλειμμα μπορεί να μειωθεί στο 8% επί του ΑΕΠ, αυτό θα σήμαινε ανάγκη δανεισμού 50 δις ευρώ ετησίως. Το πραγματικό λοιπόν πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι η ρευστότητα, αλλά η φερεγγυότητα.

Περισσότερα ευρωπαϊκά πακέτα θα είχαν επίδραση μόνο αν κάλυπταν όλες τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας για μια εκτεταμένη περίοδο σε σαφώς χαμηλότερα επιτόκια. Αλλά αυτό πιθανότατα δεν θα συμβεί διότι αυτό είναι ακριβώς που ο όρος της μη διάσωσης αποτρέπει.

Το ζήτημα-κλειδί που θα παραμείνει για τα επόμενα χρόνια είναι το κατά πόσο η Ελλάδα βούλεται να αναλάβει την τιτάνια προσπάθεια που απαιτείται για την σταθεροποίηση. Όσο παραμένουν οι αμφιβολίες για την ικανότητα αυτή, τα spread των ελληνικών ομολόγων θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα άσχετα με τους ακριβείς όρους των διεθνών πακέτων διάσωσης. Η μοίρα της Ελλάδας θα αποφασισθεί στην Αθήνα και όχι στις Βρυξέλες ή την Ουάσιγκτον.