Χαιρετίστηκε ως θετική κίνηση η απόφαση για τον δανεισμό της Ελλάδας από την ευρωζώνη με τη συμμετοχή και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τίθεται, όμως, ένα μεγάλο και εύλογο ερώτημα: Καλύπτει το τεράστιο θεσμικό κενό αλληλεγγύης που υπάρχει στην ευρωζώνη το σχέδιο στήριξης της Ελλάδας, το οποίο ενέκριναν έπειτα από δυστοκίες, αντιδράσεις και διαφωνίες οι υπουργοί Οικονομικών; Ασφαλώς και δεν το καλύπτει
Χαιρετίστηκε ως θετική κίνηση η απόφαση για τον δανεισμό της Ελλάδας από την ευρωζώνη με τη συμμετοχή και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Τίθεται, όμως, ένα μεγάλο και εύλογο ερώτημα: Καλύπτει το τεράστιο θεσμικό κενό αλληλεγγύης που υπάρχει στην ευρωζώνη το σχέδιο στήριξης της Ελλάδας, το οποίο ενέκριναν έπειτα από δυστοκίες, αντιδράσεις και διαφωνίες οι υπουργοί Οικονομικών; Ασφαλώς και δεν το καλύπτει.

Προσφέρει το σχέδιο μια ανάσα, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, που θα φανεί στην πράξη το μέγεθος της αξίας της από τις αντιδράσεις των αγορών, προς τις οποίες απευθύνεται το μήνυμα της απόφασης. Οι αγορές, που εξακολουθούν να έχουν το πάνω χέρι, θα εκτιμήσουν αν ο μηχανισμός στήριξης της Ελλάδας είναι ικανός να τις υποχρεώσει σε υποχώρηση για να μειώσουν τα ληστρικά επιτόκια δανεισμού σε χώρες με υποβαθμισμένη -από μηχανισμούς των ίδιων των αγορών!- την πιστοληπτική τους ικανότητα. Ασφαλώς, οι αγορές δεν θα θελήσουν να χάσουν σταθερούς πελάτες με μεγάλες δανειακές ανάγκες, όπως είναι η Ελλάδα. Θα συνεχίσουν το παιχνίδι τους με τα υψηλά επιτόκια όσο η ανάμιξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στους μηχανισμούς στήριξης θα δημιουργεί φόβους για την επιβολή σκληρών μέτρων στη δανειζόμενη χώρα. Η διαβόητη «τεχνογνωσία» του ΔΝΤ ευνοεί τους παίκτες κερδοσκόπους της αγοράς σε βάρος των χωρών που έχουν πρόβλημα.

Η απόφαση της ευρωζώνης άνοιξε στην Ελλάδα και άλλο δρόμο δανεισμού, εκτός από εκείνον των αγορών με επιτόκια 5% σταθερό και κάτω από 4% κυμαινόμενο, που δεν είναι εξαιρετικά χαμηλά, αφού είναι πολύ ψηλότερα από το 3% με το οποίο δανείζεται η Γερμανία. Αν, τελικά, η Ελλάδα ζητήσει να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός, η Γερμανία, που θα μετέχει στον δανεισμό, θα δανείζει στη χώρα μας με επιτόκιο 5% και θα δανείζεται από τις αγορές με 3%, δηλαδή θα κερδοσκοπεί σε βάρος ενός εταίρου της στην ευρωζώνη. Τα κατάφερε μια χαρά η κυρία Αγγέλα Μέρκελ, προσφέροντας απλόχερα, αλλά με το αζημίωτο, την αλληλεγγύη της.

Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι να στηριχθεί η Ελλάδα με ένα «δίχτυ ασφαλείας» για να δανείζεται και από άλλες πηγές εκτός από τις αγορές, αλλά να βοηθηθεί ουσιαστικά για να ξεπεράσει την κρίση, μειώνοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα και περιορίζοντας το τεράστιο δημόσιο χρέος. Αυτό δεν μπορεί να το πετύχει πιεζόμενη ασφυκτικά με συνεχείς ελέγχους για να εφαρμόσει σχολαστικά το Σύμφωνο Σταθερότητας. Εχει επισημανθεί από τους πιο έγκυρους οικονομολόγους του κόσμου ότι η εφαρμογή όσων προβλέπει το σύμφωνο δεν οδηγεί σε έξοδο, αλλά σε επιδείνωση των συμπτωμάτων της ύφεσης, αφού περιορίζονται οι δημόσιες δαπάνες και αυξάνεται η φορολογία.

Υπέβαλε η Ελλάδα στην Ε.Ε. και εφαρμόζει ένα Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η πορεία του οποίου θα εκτιμηθεί από τους ελεγκτές των Βρυξελλών στα μέσα Μαΐου, οπότε θα υπάρχει και μια εικόνα για να προσδιοριστούν οι επόμενες κινήσεις. Τίθεται το ερώτημα: Το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ενωσης εκδηλώνεται συνολικά για το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης ή μόνο για το σκέλος της Σταθερότητας, γι' αυτό και ασκούνται πιέσεις για διαρθρωτικές αλλαγές, δηλαδή αποκρατικοποιήσεις, περιορισμούς κρατικών δαπανών και άλλα μέτρα, που θα αυξήσουν την ανεργία και θα καθηλώσουν την ελληνική οικονομία; Ανοιχτό και ακάλυπτο παραμένει το σκέλος της Ανάπτυξης.

Χαρακτήρισε η κυβέρνηση την απόφαση για τον μηχανισμό στήριξης ως κίνηση αναγνώρισης των προσπαθειών της Ελλάδας για τη δημοσιονομική της εξυγίανση. Χρειάζεται, όμως, και μια απόφαση για την ανάπτυξη, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά συνολικά της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αφού και άλλες χώρες έχουν εξίσου σοβαρά προβλήματα και προπαντός αυξανόμενη ανεργία, που εγκυμονεί και κινδύνους κοινωνικών εκρήξεων. Η Ελλάδα πρέπει να δώσει και μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση τη μάχη για να σχεδιαστούν και να χρηματοδοτηθούν προγράμματα ανάπτυξης και ενίσχυσης της απασχόλησης. Παράλληλα, όμως, πρέπει να δημιουργηθούν και κατάλληλες συνθήκες για την προσέλκυση επενδύσεων, αλλά και για τη διευκόλυνση κάθε επιχειρηματικής προσπάθειας.

Υποστηρίζεται επίμονα και μάλιστα με στοιχεία ότι η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, με την αποβιομηχάνιση και τον περιορισμό της γεωργικής και της κτηνοτροφικής της παραγωγής, δεν παράγει σχεδόν τίποτε. Αρα, όχι μόνο δεν μπορεί να αναπτυχθεί, αλλά ούτε και να πληρώσει τα χρέη της. Δεν παράγει, αλλά οι έρευνες δείχνουν ότι οι Ελληνες δουλεύουν περισσότερο από τους άλλους Ευρωπαίους για να τα βγάλουν πέρα. Και όσοι τα καταφέρνουν, έχουν εξασφαλίσει καλό επίπεδο ζωής και τα σχετικά τεκμήρια για την Εφορία. Αυτά είναι τα παράδοξα, που οι ρίζες τους πρέπει να αναζητηθούν στην παραοικονομία. Και χάρη σ' αυτή δεν είναι τόσο οδυνηρές οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης.

Ηδηλωμένη οικονομία δεν παράγει, αλλά η παραοικονομία, που φοροδιαφεύγει, φοροαποφεύγει και φοροκλέπτει, παράγει και σώζει από την εξαθλίωση. Τίθεται προς οικονομολόγους το ερώτημα: Η νομιμοποίηση της παραοικονομίας θα λύσει το πρόβλημα ή θα το επιδεινώσει; Θα εξαρτηθεί καθαρά από την πολιτική που θα εφαρμοστεί και προπαντός από το φορολογικό σύστημα, που όσο άδικο είναι τόσο ευνοεί τη φοροδιαφυγή. Είναι μακρύς ο δρόμος για να κερδίσει η κυβέρνηση τη μάχη της ανάπτυξης και της αξιοπιστίας. Χρειάζονται εδώ και τώρα κάποιες αποφασιστικές κινήσεις με ανατροπές στις δομές του συστήματος. Κινήσεις, που ακόμη δεν είδαμε.

(από την εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ", 13/04/2010)