Με το κόστος δανεισμού και τo κόστος ασφάλισης έναντι αθέτησης πληρωμών των ελληνικών ομολόγων να αναρριχάται χθες σε νέα ιστορικά υψηλά λόγω και της αβεβαιότητας σχετικά με την εφαρμογή του πακέτου βοήθειας, αρκετοί ήταν οι αναλυτές που έκαναν λόγο για το τέλος μιας εποχής ψευδαισθήσεων για την Ελλάδα.
Με το κόστος δανεισμού και τo κόστος ασφάλισης έναντι αθέτησης πληρωμών των ελληνικών ομολόγων να αναρριχάται χθες σε νέα ιστορικά υψηλά λόγω και της αβεβαιότητας σχετικά με την εφαρμογή του πακέτου βοήθειας, αρκετοί ήταν οι αναλυτές που έκαναν λόγο για το τέλος μιας εποχής ψευδαισθήσεων για την Ελλάδα.

Για τους ξένους δανειστές εξάλλου μπορεί η επικείμενη ένταξη στον «μηχανισμό στήριξης ΕΕ- ΔΝΤ» να περιορίζει το βραχυπρόθεσμο ρίσκο ρευστότητας για τη χώρα, δεν εξαλείφει όμως το μακροπρόθεσμο ρίσκο πτώχευσης. Ο μηχανισμός θα επιτρέψει δηλαδή στη χώρα μας να «αγοράσει χρόνο» ώστε να αντιμετωπίσει τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας της, δεν δείχνει να επαρκεί όμως για να εξαλείψει τους φόβους των αγορών που δεν αποκλείουν στάση πληρωμών ή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους μεσοπρόθεσμα. Οι αγορές είναι μάλλον πεπεισμένες ότι για να υποχωρήσει σημαντικά το κόστος δανεισμού της χώρας μας θα πρέπει προηγουμένως να διαφανεί- μέσω των επώδυνων λύσεων που, όπως δείχνουν τα πράγματα, θα μας επιβληθούν- ότι η δημοσιονομική προσαρμογή και ο έλεγχος της αρνητικής δυναμικής του χρέους της χώρας μας θα είναι τελικά επιτυχείς.

Κοιτάζοντας τώρα σε βάθος χρόνου, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκτιμήσεις της ΒlackRock που προβλέπει στη διάρκεια των επόμενων πέντε ή δέκα ετών σημαντικές αλλαγές στους ρυθμούς ανάπτυξης όλων των ευρωπαϊκών χωρών και πλήρη αναστροφή των τάσεων που κυριάρχησαν την τελευταία δεκαετία στη Γηραιά Ηπειρο.

Π.χ., στις χώρες όπου σημειώθηκε η ισχυρότερη ανάπτυξη (Αυστρία, Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία και Μ. Βρετανία) υπάρχει το ενδεχόμενο να καταγραφεί σημαντική μείωση στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, καθώς στις οικονομίες αυτές παρατηρείται συγκριτικά μεγάλος δανεισμός σε σχέση με την κατανομή της παγκόσμιας ζήτησης, αλλά και υψηλή ιδιωτική κατανάλωση, μεγάλο ποσοστό της οποίας προέρχεται από φτηνά πιστωτικά κεφάλαια.

Αντίθετα, πολλές από τις οικονομίες του «πυρήνα» της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Σουηδία και Ελβετία) αντιμετωπίζουν λιγότερα προβλήματα, καθώς τα ποσοστά της ιδιωτικής αποταμίευσης είναι υψηλά και το επίπεδο δανεισμού των καταναλωτών χαμηλότερο.

Πού οδηγούν όλα αυτά; Στην προοπτική πως είτε τη γλιτώσουμε είτε όχι από τη χρεοκοπία, τα επόμενα χρόνια, το ειδικό οικονομικό βάρος των χωρών του «ευρωπαϊκού πυρήνα» θα αυξηθεί, ενώ για ορισμένες χώρες της Περιφέρειας, όπως η Ελλάδα, θα πάρει μάλλον την κατιούσα.

(από την εφημερίδα "Το Βήμα", 20/4/2010)