Το 1997-8 ο Γερμανός πανεπιστημιακός Σταρμπάτι μαζί με δύο συνάδελφους του επιχείρησε να ματαιώσει τη συμμετοχή της Γερμανίας στην ΟΝΕ με προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Με καγκελάριο τον Κολ και ξεκάθαρη την ευρωπαϊκή στρατηγική της Γερμανίας η κίνηση κατεγράφη περισσότερο ως γραφικότητα παρά ως πραγματική παρενόχληση.

Το 1997-8 ο Γερμανός πανεπιστημιακός Σταρμπάτι μαζί με δύο συνάδελφους του επιχείρησε να ματαιώσει τη συμμετοχή της Γερμανίας στην ΟΝΕ με προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Με καγκελάριο τον Κολ και ξεκάθαρη την ευρωπαϊκή στρατηγική της Γερμανίας η κίνηση κατεγράφη περισσότερο ως γραφικότητα παρά ως πραγματική παρενόχληση.

Σήμερα με τη σύγχυση ή καλύτερα το κενό ευρωπαϊκής στρατηγικής της Μέρκελ, η απειλή του ίδιου ομότιμου πλέον καθηγητή να προσφύγει στο Δικαστήριο της Καρλσρούης για να εμποδίσει τη συμμετοχή του Βερολίνου στον μηχανισμό στήριξης της Αθήνας θα αντιμετωπιζόταν τουλάχιστον με περίσκεψη.

Το 2004 ο νομπελίστας οικονομολόγος Ρόμπερτ Μαντέλ κάνοντας τον απολογισμό της πρώτης πενταετίας της ΟΝΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν ήδη ορατές όλες οι προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να ωθήσουν τη Γερμανία να επιλέξει μια στρατηγική απόσχισης από την Ευρωζώνη. Μέσα στην τότε σχετική ευφορία και με δρομολογημένη την επιτάχυνση της πολιτικής ολοκλήρωσης με την υπό έγκριση τότε Συνταγματική Συνθήκη η προειδοποίηση πέρασε σχετικά απαρατήρητη.

Σήμερα η σεναριολογία για έξοδο του Βερολίνου από την ΟΝΕ δεν είναι πλέον προνόμιο εκκεντρικών αρθρογράφων σε σοβαρά και λαϊκίστικα έντυπα, αλλά εκτιμήσεων που φιλοξενούνται στην ιστοσελίδα της Επενδυτικής Τράπεζας Morgan Stanley.

«Ο κίνδυνος διάλυσης της Ευρωζώνης είναι μακράν του να είναι αμελητέος, με σοβαρότατες επιπτώσεις στις Χρηματαγορές. Όσοι επενδυτές αγνοήσουν τον κίνδυνο κατάρρευσης του ευρώ θα διαθέσουν σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους», σημειώνει ο αναλυτής Joachim Fels. Άξονας της προσέγγισης του είναι ότι το σενάριο εξόδου από την Ευρωζώνη με στόχο τη δυνατότητα υποτίμησης είναι εξωπραγματικό, ενώ αντίθετα το σενάριο απόσχισης της Γερμανίας με στόχο την ανατίμηση είναι πλέον ένα σοβαρό ενδεχόμενο.

Μόνο η προσεκτική καταγραφή των πολιτικών εξελίξεων στην Γερμανία μπορεί να μας βοηθήσει να εκτιμήσουμε το μέλλον της Ευρωζώνης: Όχι των τοπικών εκλογών, στην Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία, η σημασία των οποίων διογκώθηκε σκοπίμως από γερμανικής πλευράς, αλλά της δυνατότητας διατύπωσης μιας εναλλακτικής στη γραμμή Μέρκελ ευρωπαϊκής γραμμής πλεύσης τόσο από τους Σοσιαλδημοκράτες όσο και στο εσωτερικό της Χριστιανοδημοκρατίας. Με άλλα λόγια, έχει η σημερινή ευρωπαϊκή γραμμή πλεύσης της χώρας τη σφραγίδα της μικροπολιτικής ψηφοθηρικής θεώρησης της Μέρκελ ή αποτελεί ωρίμανση τάσεων που υπέβοσκαν από καιρό;

Η σκληρή γλώσσα που χρησιμοποίησε πρόσφατα ο Γιούνκερ κατά της Καγκελαρίου δεν αφήνει αμφιβολίες για τις σοβαρότατες ανησυχίες που προκαλούν οι παλινωδίες του Βερολίνου.

Όταν το 1890 ο Μπίσμαρκ αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Καγκελαρία, η Γερμανία, με εξαίρεση τη Γαλλία, διατηρούσε ειδικές σχέσεις συνεργασίας με όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις της Γηραιάς Ηπείρου, ήταν ο ανιδιοτελής μεσολαβητής σε διμερείς διενέξεις ή και σε πολυμερείς κρίσεις έχοντας επιλέξει συνειδητά τον αυτοπεριορισμό της πολιτικοστρατιωτικής της ισχύος. Οι διάδοχοι του Μπίσμαρκ -Καπρίβι, Χοχενλόε, Μπίλοφ και Μπέτμαν Χόλβεγκ- έκριναν ότι το παραπάνω στάτους κβο εμπόδιζε την ανάδειξη της χώρας σε παγκόσμια δύναμη και επεδίωξαν τη χειραφέτηση από δεσμεύσεις και συνθήκες, αρχή γενομένης από την μη ανανέωση της Συνθήκης Εγγύησης με την Ρωσία το 1894.

Το τοπίο στις αρχές του 1910 με το Βερολίνο απομονωμένο με μοναδικό σύμμαχο τη Βιέννη ήταν μια σκληρή πραγματικότητα, ενώ πριν από είκοσι χρόνια δεν ήταν παρά ένα αδιανόητο σενάριο.

(από την εφημερίδα "Ημερησία", 20/4/2010)