Είχα ήδη εκφράσει την ανησυχία μου για μια σειρά αποφάσεων που λήφθηκαν τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη: Η πρώτη ήταν η καθιέρωση της ομοφωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) στη λήψη κάθε απόφασης για την εξωτερική πολιτική ή τη χρήση των ενόπλων δυνάμεων εκτός των ανθρωπιστικών αποστολών. Καμία απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί όταν πρέπει να συμφωνήσουν οι πάντες.

Είχα ήδη εκφράσει την ανησυχία μου για μια σειρά αποφάσεων που λήφθηκαν τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη:

  • Η πρώτηήταν η καθιέρωση της  ομοφωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) στη λήψη κάθε απόφασης για την εξωτερική πολιτική ή τη χρήση των ενόπλων δυνάμεων εκτός των ανθρωπιστικών αποστολών. Καμία απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί όταν πρέπει να συμφωνήσουν οι πάντες. Το αποτέλεσμα είναι πως η Ευρώπη δεν είναι εις θέση να αναπτύξει μια  κοινή εξωτερική πολιτική.
  • Η δεύτερη ανησυχητική απόφαση  αφορούσε τον περιορισμό του προϋπολογισμού της ΕΕ στο 1% μόλις του ΑΕΠ των κρατών-μελών, πράγμα που υπονόμευσε την ανάληψη κάθε πολιτικής πρωτοβουλίας κατά την περασμένη δεκαετία.
  • Η τρίτη απόφαση αφορά το βρετανικό βέτο κατά των υποψηφιοτήτων των Ζαν-Λικ Ντεάν (Jean Luc Dehaene) και Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ (Jean Claude Juncker) για την  προεδρία της «ευρωπαϊκής επιτροπής» ( Κομισιόν). Όταν πληροφορήθηκα το δεύτερο βρετανικό « όχι», ανακοίνωσα θλιμμένος το τέλος της πολιτικής Ευρώπης, μια θέση για την οποία έγινα αντικείμενο σκληρής κριτικής ακόμα κι από φίλους.

Οι επιπτώσεις αυτών των αποφάσεων γίνονταν πιο φανερές καθώς προοδευτικά η ανάγκη για « περισσότερη Ευρώπη» γινόταν με τη σειρά της ολοένα και πιο  οφθαλμοφανής. Μόνο μια ενωμένη και ισχυρή Ευρώπη  μπορεί να φέρει εις πέρας την παγκόσμια μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής, να ενθαρρύνει την υιοθέτηση νέων κανόνων στη λειτουργία της οικονομίας, ώστε να αποφευχθούν οι υπερβολές που μας οδήγησαν στην κρίση του 2008-2009 και να χειριστεί την αναδυόμενη Κίνα, που σύντομα  μόνη της θα εκπροσωπεί το 20% του παγκοσμίου εμπορίου.

Οι  τραπεζικές, δημοσιονομικές και οικονομικές κρίσεις που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν διάφορες χώρες του κόσμου κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Η Ιρλανδία, μακράν η  πιο ευνοημένη χώρα από την ένταξή της στην ΕΕ, επέδειξε ισχυρά αντιευρωπαϊκά αντανακλαστικά, παρά το γεγονός πως επλήγη νωρίς -και με δριμύτητα- από την κρίση.

Εντωμεταξύ η Γερμανία, η από πολύ καιρό υπερήφανη σημαιοφόρος της ευρωπαϊκής ιδέας, σταδιακά έστρεψε την πλάτη σε αυτό της το ρόλο,  ιδίως όταν οι αγορές θύμισαν στους Γερμανούς πως η χώρα τους ήταν πολύ πιο εξευρωπαϊσμένη από ότι, όπως φάνηκε, νόμιζαν ή συνειδητοποιούσαν οι ίδιοι. Η Γερμανία  συσπειρώθηκε ξανά με την Ευρώπη πέρσι, ενόψει της πρώτης συνόδου των G20. Αυτό όμως δεν απέτρεψε λίγους μήνες αργότερα τους Γερμανούς, Γάλλους και Βρετανούς ηγέτες, να συμφωνήσουν κυνικά να προσφέρουν στην ΕΕ ικανούς μεν, αλλά παντελώς αγνώστους πρόεδρο και υπουργό εξωτερικών, από το φόβο μην αποκτήσουν αυτά τα αξιώματα την ισχυρή νομιμοποίηση που πιθανό να τους επισκίαζε...

Λες κι όλα αυτά δεν έφταναν να θέσουν σε θανάσιμο κίνδυνο το ευρωπαϊκό όνειρο τεσσάρων ή πέντε γενεών,να που σήμερα τα πράγματα επιδεινώνονται.

Δημιουργήσαμε από κοινού το ευρώ, τη  μόνη σημαντική πολιτική επιτυχία της Ευρώπης των τελευταίων δύο δεκαετιών.

Ασφαλώς, όλοι μας  θαυμάζουμε τη σοβαρότητα της διαχείρισης των Γερμανών και την ικανότητά της χώρας αυτής να αυτορυθμίζεται. Θαυμάσαμε πολλές φορές την  οικονομική της σοβαρότητα,που υπήρξε ο σημαντικός παράγων που επέτρεψε τη δημιουργία του ευρώκαι τη σύνδεσή του με την δημοσιονομική πειθάρχηση. Θαυμάσαμε τη συνεχή της προσπάθεια να  αξιολογεί την ποιότητα της δημοσιονομικής της διαχείρισης ή να δημιουργεί πλεονάσματα στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών, χωρίς -φευ!- να νοιάζεται πολύ να μάθει τι επιπτώσεις είχε αυτό σε όσους υφίστανται τα αντίστοιχα ελλείμματα

Αλλά ήρθε η κρίση, κι όλα άλλαξαν Η λεγόμενη  κρίση δεν έπληξε απλά, αλλά τραυμάτισε καίρια πλήθος ευρωπαϊκών κρατών λιγότερο ανθεκτικών από τη Γερμανία. Οι βαλτικές χώρες, η Ουγγαρία, η Ισλανδία χρεοκόπησαν, αλλά δεν είναι μέλη της ευρωζώνης.Αλλά η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία είναι.

Κι όμως, η Γερμανία  εννοεί να επιβάλει την πολιτική της στο σύνολο της ευρωζώνης, πράγμα που είναι πέραν των δυνατοτήτων των περί ου ο λόγος κρατών. Επιπλέον τα κράτη αυτά δεν πρόκειται να εξέλθουν από την κρίση, την κρίση τους, παρά μόνο αν η νομισματική πολιτική τα βοηθά -ή τουλάχιστο δεν τα  στραγγαλίζει πάρα πολύ. Αλλά η Γερμανία το αρνείται αυτό,  κινδυνεύοντας να προκαλέσει μια σοβαρή κρίση του ευρώ.

Η ελληνική περίπτωση είναι από την άποψη αυτή παραδειγματική.  Ενάντια στην άποψη του συνόλου σχεδόν των πρωθυπουργών και των ηγετών κρατών της ευρωζώνης, ενάντια στη θέση του προέδρου της ευρωοομάδας, ενάντια ακόμα σε εκείνη του προέδρου της «ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας» (ΕΚΤ)μόνη η Γερμανία επέβαλε τη συμμετοχή του «διεθνούς νομισματικού ταμείου» (ΔΝΤ) στο μηχανισμό στήριξης της Αθήνας, κοντολογίς  ανέθεσε σε τρίτους τη διάσωση της Ελλάδας, πράγμα που εν τοις πράγμασι διαγράφει τη  διάσταση της αλληλεγγύης, που θα έπρεπε να θεωρείται σύμφυτη στο ευρώ.

Επιπλέον, το γεγονός πως επιπλέον η Ελλάδα θα κληθεί να πληρώσει πολύ ψηλό επιτόκιο για τα δάνεια που θα λάβει από τους εταίρους της,σημαίνει πως της απαγορεύεται να «ξεκολλήσει» την οικονομία της για πολύ καιρό, και εξασφαλίζει πως η οικονομική της τραγωδία θα συνεχίσει να βαραίνει στο συλλογικό πεπρωμένο της ευρωζώνης.

Κατά τα άλλα η κυρία Μέρκελ (Me rkel), η Γερμανίδα καγκελάριος, ένιωσε την ανάγκη να αναφερθεί στην αποβολή των ελαττωματικών κρατών της ευρωζώνης. Κάνοντάς το, δεν εφευρίσκει απλά ένα ζήτημα που αποκλείεται ρητά και απόλυτα από τις συνθήκες (δεν προβλέπεται έξοδος από το ευρώ) αλλά επιπλέον αποσταθεροποιεί το σύνολο της ευρωζώνης και το ίδιο το κοινό μας νόμισμα.

Αν και μοιάζει να κατανοεί  πως η ευρωζώνη έχει ανάγκη όλα της τα μέλη να παίζουν ομαδικό παιχνίδι, δεν φαίνεται να καταλαβαίνει πως το κράτος-μέλος που ακολουθεί ιδιοτελή πολιτική και που στο όνομα του εθνικού του συμφέροντος δυσκολεύει τη ζωή όλων των εταίρων τουδεν είναι άλλο από τη Γερμανία!

Ασφαλώς η στάση της μπορεί να εξηγηθεί: η κυρία  Μέρκελ διευθύνει μια κυβέρνηση συνασπισμού με πολύ αμφίβολη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που οδεύει προς μία αμφίρροπη εκλογική μάχη. Αλλά αν παρόμοιες κοντόθωρες έγνοιες και η εσωτερική πολιτική οδηγούν τον καθένα να κάνει ό,τι του κατέβει,θα μεταβούμε από την  οικονομική στην  πολιτική κρίση.

Αν η πολιτική Ευρώπη ήταν ισχυρή, όλα αυτά θα είχαν ρυθμιστεί  με ένα γερό καυγά στη σύνοδο κορυφής. Αλλά δεν υπάρχει πολιτική Ευρώπη, και η οικονομική Ευρώπη είναι αδύναμη.

Στη σημερινή πραγματικότητα ενός κόσμου σε κρίση, η  κατάρρευση του ευρώ θα ισοδυναμούσε με πελώρια καταστροφή, που υπάρχει μεν ακόμα καιρός να την αποφύγουμε, αλλά  μόνο εφόσον οι Ευρωπαίοι επιδείξουν ασυνήθιστο θάρρος και σταθερότητα.

(από το www.ppol.gr)