Η πρόταση του Ρώσου πρωθυπουργού, Βλαντιμίρ Πούτιν, για συγχώνευση της Gazprom με τη Naftogaz ήρθε ως έκπληξη προς τους επενδυτές και την ουκρανική κυβέρνηση. Ο πρόεδρος του ρωσικού ομίλου, Αλεξέι Μίλερ, επιβεβαίωσε πως οι δύο εταιρείες θα συναντηθούν τον Μάιο για να συζητήσουν το ενδεχόμενο αυτό.

Η πρόταση του Ρώσου πρωθυπουργού, Βλαντιμίρ Πούτιν, για συγχώνευση της Gazprom με τη Naftogaz ήρθε ως έκπληξη προς τους επενδυτές και την ουκρανική κυβέρνηση. Ο πρόεδρος του ρωσικού ομίλου, Αλεξέι Μίλερ, επιβεβαίωσε πως οι δύο εταιρείες θα συναντηθούν τον Μάιο για να συζητήσουν το ενδεχόμενο αυτό.

Μια απευθείας συγχώνευση θεωρείται απίθανη. Αυτό που εξετάζεται είναι μάλλον η σύσταση κοινοπραξίας για τον έλεγχο του συστήματος μεταφοράς αερίου της Ουκρανίας ή κάποιου άλλου είδους ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων που θα επιτρέψει στην Gazprom να αποκτήσει τον έλεγχο των υποδομών μεταφοράς. Για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, μια πραγματική συγχώνευση έχει μικρές πιθανότητες.

Από στρατηγική άποψη, η πλήρης συγχώνευση των δύο εταιρειών θα ήταν αρνητική για τα τιμολόγια της Gazprom, ενώ η ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων θα αποβεί θετική.

 

Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που υποστηρίζουν την άποψη αυτή:

- Οι δύο εταιρείες έχουν διαφορετικά μεγέθη. Η Naftogaz θα κατέληγε με ένα μικρό μερίδιο στην ενοποιημένη επιχείρηση. Θα φαινόταν σαν μια εξαγορά από τη Ρωσία και ο πρόεδρος Γιανούκοβιτς θα διακινδύνευε πολλά στην πολιτική αρένα.

- Θα ήταν δύσκολη η τιμολόγηση της Naftogaz προκειμένου να είναι διαφανής η διαδικασία. Η Gazprom είναι εισηγμένη, σε αντίθεση με τη Naftogaz. Μια χαμηλή εκτίμηση της αξίας της δεύτερης θα αύξανε το πολιτικό κόστος του Γιανούκοβιτς.

- Η κυβέρνηση είναι προσεκτική ώστε να βελτιώσει την εικόνα προς τους επενδυτές και ώστε να αποφύγει την οποιαδήποτε ενέργεια που θα επιδεινώσει την εικόνα αυτή. Για παράδειγμα, αν και χρησιμοποίησε τον μηχανισμό της Gazprom για την επιδότηση του αερίου, αμέσως προχώρησε και στη μείωση του εξαγωγικού δασμού.

- Η Ρωσία δεν θα επέτρεπε να μειωθεί ο κρατικός έλεγχος στην Gazprom κάτω από το 50%, οπότε η όποια συγχώνευση θα απαιτούσε την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου για τη διατήρηση του κυρίαρχου μεριδίου.

 

Η Ρωσία δεν έχει κρύψει ότι θα ήθελε να αποκτήσει συμμετοχή στη διαχείριση του συστήματος αγωγών της Ουκρανίας, οι οποίοι μεταφέρουν το αέριο στην Ευρώπη. Στο παρελθόν, το 2006 και το 2009, κατήγγειλε ότι οι κρίσεις συνέβησαν επειδή δεν διέθετε μερίδιο στους αγωγούς αυτούς. Η συμφωνία με τη Λευκορωσία προέβλεπε την απόκτηση μεριδίου 50% στο σύστημα της χώρας αυτής. Συνεπώς, το ζητούμενο με την Ουκρανία είναι το ίδιο. Αν επαναληφθεί η συμφωνία αυτή, τότε η Gazprom και η Naftogaz θα παραμείνουν ανεξάρτητες, με μερίδιο 50% έκαστη στην επιχείρηση που θα διαχειρισθεί τους αγωγούς.

Στα πλαίσια αυτά, η Naftogaz θα αποκτούσε μερίδιο στην παραγωγή αερίου στη Ρωσία, όπως για παράδειγμα στο σχέδιο Γιαμάλ. Αυτό θα της επέτρεπε να διαφοροποιήσει τη δραστηριότητά της. Ο προσδιορισμός της αξίας θα αποτελούσε μια πρόκληση, αλλά η συμμετοχή της σε ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο παραγωγής θα επέτρεπε μια αυξημένη ευελιξία.

 

Το σύστημα των αγωγών της Ουκρανίας είναι παλαιό και χρειάζεται σημαντικές επενδύσεις για την αναβάθμισή του. Το κόστος θα διαμοιραζόταν με τη Gazprom αν υπήρχε μια κοινοπραξία. Επίσης, στην περίπτωση αυτή, η Μόσχα θα απέσυρε τις αντιρρήσεις της για αναβάθμιση του ουκρανικού δικτύου ώστε να μεταφέρει αέριο από την Κεντρική Ασία.

 

Η συμφωνία θα εξασφάλιζε μια σταθερότερη διμερή σχέση και έλεγχο της ουκρανικής οικονομίας από τη Ρωσία. Επίσης, η ενδεχόμενη μεταφορά κασπιανού αερίου μέσω της Ουκρανίας να αποτελούσε «ταφόπλακα» για τον αγωγό Nabucco.

Η ίδρυση κοινοπραξίας επίσης θα εξανέμιζε τον κίνδυνο επανάληψης των κρίσεων του 2006 και του 2009, που έπληξαν την Ευρώπη, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη αξιοπιστία στην παροχή. Επίσης, θα μείωνε την ανάγκη της Ε.Ε. να επενδύει στην Ουκρανία, αφού τον ρόλο αυτό θα αναλάμβανε η Ρωσία σε ένα βαθμό. Όσο ήταν πρόεδρος ο Γιουσένκο, προσπάθησε να αναγκάσει την Ευρώπη να δεχθεί την οικονομική ευθύνη, στα πλαίσια της φιλοδυτικής πολιτικής του Κιέβου. Αλλά έγινε εμφανές ότι οι Βρυξέλλες και η Ουάσιγκτον δεν το επιθυμούσαν και επιβεβαίωσαν έτσι τον ρόλο της Μόσχας. Αυτή η τάση εξακολουθεί και σήμερα να κυριαρχεί.

Σε ένα μεγάλο βαθμό, η πολιτική σχέση μεταξύ Ουάσιγκτον, Βρυξελλών και Μόσχας έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Σήμερα, οι τρεις πλευρές έχουν αποδεχθεί την οριοθέτηση των ζωνών ισχύος τους, εν μέρει λόγω της κρίσης, του πολέμου στη Γεωργία και της διαπίστωσης ότι η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ έφτασαν πολύ κοντά στο να εμπλακούν σε μια διαμάχη δίχως να έχουν επιλογή. Επίσης, σημαντικά είναι τα προβλήματα του Ιράν και του Αφγανιστάν.

Η αυξημένη παρουσία και επένδυση της Ρωσίας στην ουκρανική οικονομία και σε πόρους οι οποίοι είναι στρατηγικής σημασίας για την Ευρώπη, εξυπηρετεί τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον.