Ας υποθέσουμε ότι πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ δύο ειδών λαμπτήρων: - Ο πρώτος είναι λαμπτήρας εξοικονόμησης ενέργειας, διαρκεί για πάντα, στοιχίζει 52 ευρώ και καταναλώνει 2 ευρώ ηλεκτρισμού ανά έτος. - Ο δεύτερος είναι συμβατικός λαμπτήρας, στοιχίζει 2 ευρώ, διαρκεί ένα έτος και καταναλώνει 4 ευρώ ηλεκτρισμού ανά έτος. Ποιόν από τους δύο θα επιλέγατε;

Ας υποθέσουμε ότι πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ δύο ειδών λαμπτήρων:

- Ο πρώτος είναι λαμπτήρας εξοικονόμησης ενέργειας, διαρκεί για πάντα, στοιχίζει 52 ευρώ και καταναλώνει 2 ευρώ ηλεκτρισμού ανά έτος.

- Ο δεύτερος είναι συμβατικός λαμπτήρας, στοιχίζει 2 ευρώ, διαρκεί ένα έτος και καταναλώνει 4 ευρώ ηλεκτρισμού ανά έτος.

Ποιόν από τους δύο θα επιλέγατε; Οι οικονομικές παράμετροι του προβλήματος είναι αρκετά απλές αν οι αριθμοί αυτοί παραμείνουν σταθεροί στον χρόνο. Αγοράζοντας τον πρώτο λαμπτήρα ουσιαστικά κάνετε μια επένδυση 50 ευρώ σε σχέση με αυτή του συμβατικού λαμπτήρα (52 ευρώ σε σχέση με τα 2 ευρώ). Κάθε χρόνο εξοικονομείτε 4 ευρώ, 2 ευρώ λιγότερα στην κατανάλωση και 2 ευρώ που στοιχίζει η αντικατάσταση του συμβατικού λαμπτήρα. Συνεπώς, η επένδυση των 50 ευρώ αποφέρει τελικά μια επιστροφή 8%, η οποία είναι αρκετά καλή.

Αλλά η τεχνολογία δεν σταματά να εξελίσσεται και νέοι πιο αποδοτικοί λαμπτήρες κάνουν την εμφάνισή τους σε βάθος χρόνου. Ας απλοποιήσουμε τα πράγματα και ας πούμε απλά ότι οι βελτιώσεις στην παραγωγή μειώνουν το κόστος του νέου λαμπτήρα, ο οποίος το επόμενο έτος θα στοιχίζει μόλις 49 ευρώ.

Οι παράμετροι αλλάζουν σημαντικά. Πλέον, πρέπει να συγκρίνουμε την επιλογή του λαμπτήρα εξοικονόμησης με την επιλογή του συμβατικού λαμπτήρα και με την επιλογή της αγοράς του πρώτου ένα χρόνο μετά. Όπως θα δείξουμε, η επιστροφή μας αν αγοράσουμε τον νέο λαμπτήρα σήμερα είναι πολύ μικρότερη από το αρχικό 8%.

- Με τον λαμπτήρα εξοικονόμησης πληρώνουμε 52 ευρώ σήμερα και 2 ευρώ για την κατανάλωση το επόμενο έτος.

- Με τη δεύτερη επιλογή, πληρώνουμε 2 ευρώ για τον συμβατικό λαμπτήρα, 4 ευρώ για την κατανάλωση το επόμενο έτος και 49 ευρώ για τον λαμπτήρα εξοικονόμησης που θα αγοράσουμε στο τέλος του έτους.

Η δεύτερη επιλογή στοιχίζει ένα ευρώ επιπλέον στο έτος αυτό. Απαιτεί όμως 50 ευρώ λιγότερα στην αρχή. Με άλλα λόγια, η επένδυση των 50 ευρώ αποδίδει μόλις 2% σε επιστροφές, μια επίδοση όχι ιδιαίτερα θεαματική. Αντιμέτωπος με τις δύο αυτές επιλογές, ο καταναλωτής πιθανότατα θα περίμενε.

Αν η τεχνολογία επρόκειτο να βελτιωθεί από μόνη της, αυτό δεν θα αποτελούσε πρόβλημα. Θα είχε νόημα να περιμέναμε όλοι μέχρι να ετοιμαστούν καλύτεροι λαμπτήρες προτού αλλάξουμε. Στην πραγματικότητα όμως, η τεχνολογία για τη βελτίωση των λαμπτήρων προϋποθέτει την παραγωγή τους και την κατανάλωσή τους. Μπορεί να έχει νόημα για εμάς να περιμένουμε για τον καλύτερο δυνατό λαμπτήρα, αλλά αν όλοι περιμένουμε τότε αυτός δεν πρόκειται ποτέ να παραχθεί και η τεχνολογία δεν πρόκειται να εξελιχθεί.

Συνεπώς, οι πρώτοι αγοραστές των λαμπτήρων εξοικονόμησης παρέχουν μια σημαντική υπηρεσία: Εντοπίζουν τους τομείς εκείνους στους οποίους μπορεί να υπάρξει βελτίωση και δίνουν στους κατασκευαστές την εμπειρία που χρειάζονται για τη βελτίωση των προϊόντων. Άρα, έχει νόημα η παροχή επιδοτήσεων στα πρώτα στάδια, αρκεί να έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Αν επιδοτηθεί η αγορά του νέου λαμπτήρα με 5 ευρώ, αυτό δεν αρκεί. Και πάλι ο ορθολογικός καταναλωτής θα περιμένει.

Επίσης σημαντική είναι η κατανόηση της επιδότησης της αγοράς έναντι της επιδότησης στην έρευνα και ανάπτυξη. Η πρώτη κατηγορία δεν έχει νόημα αν δεν έχει αποτέλεσμα στην έρευνα και ανάπτυξη. Αν τα καλύτερα αποτελέσματα προέρχονται περισσότερο από την έρευνα και λιγότερο από την εμπειρία στην παραγωγή, τότε έχει λογική η επιδότησή της.