Oι υποστηρικτές της ανάπτυξης ισχυρίζονται ότι μόνο οι πλούσιες χώρες διαθέτουν τα αναγκαία κεφάλαια για να προστατεύσουν το περιβάλλον. Επομένως, όσο μεγεθύνεται μια οικονομία, τόσο πιθανότερο είναι να λαμβάνει μέτρα κατά της μόλυνσης, να επενδύει σε νέες τεχνολογίες και να προστατεύει την άγρια πανίδα και χλωρίδα.

Oι υποστηρικτές της ανάπτυξης ισχυρίζονται ότι μόνο οι πλούσιες χώρες διαθέτουν τα αναγκαία κεφάλαια για να προστατεύσουν το περιβάλλον. Επομένως, όσο μεγεθύνεται μια οικονομία, τόσο πιθανότερο είναι να λαμβάνει μέτρα κατά της μόλυνσης, να επενδύει σε νέες τεχνολογίες και να προστατεύει την άγρια πανίδα και χλωρίδα. Με άλλα λόγια, μια χώρα πρέπει να είναι εύπορη για να ακολουθήσει τον δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης.

Ωστόσο, η τεράστια πετρελαιοκηλίδα στον Κόλπο του Μεξικού θέτει αν αμφιβόλω τη βασιμότητα αυτής της άποψης. Η πλουσιότερη χώρα του κόσμου είχε αποφασίσει να μην εφαρμόσει μέτρα που θα μπορούσαν να αποτρέψουν την καταστροφή, με το επιχείρημα ότι αυτά τα μέτρα θα εμπόδιζαν την παραγωγή πλούτου. Η οικονομική μεγέθυνση και η συνακόλουθη αύξηση της ζήτησης για πετρέλαιο ώθησαν τις εταιρείες να ψάξουν για πετρέλαιο σε δύσκολα και επικίνδυνα σημεία. Βέβαια, το θλιβερό αυτό γεγονός δεν αρκεί να μας οδηγήσει σε μια συνολική απόρριψη των θέσεων των υποστηρικτών της μεγέθυνσης. Χρειαζόμαστε και άλλα στοιχεία.

Η επιθεώρηση της Αμερικανικής Ακαδημίας Επιστημών δημοσίευσε πρόσφατα μία έρευνα για τους ρυθμούς αποψίλωσης των δασών, σε παγκόσμια κλίμακα, από το 2000 έως το 2005. Το κράτος με τον χαμηλότερο ρυθμό αποψίλωσης ήταν η Δημοκρατία του Κονγκό, ενώ το κράτος με τον υψηλότερο ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έχασαν 6% των δασών τους σε πέντε χρόνια. Πρόκειται για ένα ρυθμό έξι φορές ταχύτερο από τον αντίστοιχο της Ινδονησίας και δέκα φορές ταχύτερο από του Κονγκό. Για ποιον λόγο συνέβη αυτό; Απλούστατα, επειδή τα αναπτυσσόμενα κράτη δεν έχουν αρκετά χρήματα για να ανοίξουν δρόμους και να κάνουν επενδύσεις μέσα στα πυκνά δάση.

Αντιθέτως, τα πλούσια κράτη κατασπαταλούν τους δικούς τους φυσικούς πόρους και όχι μόνο. Οι περιβαλλοντικές καταστροφές που προκάλεσε η πετρελαϊκή βιομηχανία στο Εκουαδόρ και στη Νιγηρία δεν οφείλονται φυσικά στη ζήτηση για πετρέλαιο του Εκουαδόρ και της Νιγηρίας. Επίσης, η αποψίλωση των δασών στη Βραζιλία και την Ινδονησία τροφοδοτείται από την ακόρεστη ζήτηση του Δυτικού κόσμου για ξυλεία και κρέας. Οταν λοιπόν υπολογίζουμε το ενεργειακό αποτύπωμα της κάθε χώρας στον πλανήτη, θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και τις εκπομπές αερίων που παράγονται σε τρίτες χώρες, προκειμένου να ικανοποιηθεί η εσωτερική ζήτηση. Για παράδειγμα, μια άλλη έρευνα της Ακαδημίας Επιστημών υπολογίζει ότι η παραγωγή των αγαθών που εισάγει ετησίως το Ηνωμένο Βασίλειο απαιτεί την έκλυση 253 εκατ. τόνων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Οταν λάβουμε υπόψη και αυτήν την ποσότητα, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι η χώρα όχι μόνο δεν μείωσε τις εκπομπές ρύπων σε σχέση με το 1990, αλλά τις αύξησε κιόλας δραματικά. Εν ολίγοις, η παραγωγή πλούτου καταστρέφει το περιβάλλον.

Παρ’ όλα αυτά, οι οικολόγοι έχουν απορροφηθεί από το πνεύμα του καπιταλισμού. Αντί να προσπαθούν να προστατεύσουν τη φύση από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις, μάχονται να βρουν τρόπους για τη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου των Δυτικών κοινωνιών στο σημείο που βρίσκεται σήμερα. Υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να αντικαταστήσουμε τις παλιές μας τεχνολογίες με νέες –αιολικά πάρκα, φωτοβολταϊκά συστήματα κ. λπ. – οι οποίες επίσης βλάπτουν τη βιοποικιλότητα. Το πρόβλημα της προστασίας του περιβάλλοντος, όμως, δεν είναι μηχανολογικό. Το ζήτημα είναι να διασωθεί η βιοποικιλότητα, όχι ο βιομηχανικός πολιτισμός.

Ο Βρετανός συγγραφέας Πολ Κίνγκσνορθ, συνιδρυτής του Προγράμματος Σκοτεινό Βουνό (Dark Mountain Project), υποστηρίζει ότι είναι ήδη αργά για τον πολιτισμό μας. Ζούμε σε ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται αποκλειστικά στην οικονομική μεγέθυνση για να επιβιώσει, κάτι το οποίο δεν είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Αντί λοιπόν να χάνουμε τον χρόνο μας προσπαθώντας να περιορίσουμε τις συνέπειες της ανάπτυξης, λέει ο Κίνγκσνορθ, καλά θα κάνουμε να αναζητήσουμε τρόπους επιβίωσης μετά την πτώση του πολιτισμού.

Αν και συμμερίζομαι την ανησυχία του για την καταστροφή που έχει ήδη συντελεστεί, νομίζω ότι ο Κίνγκσνορθ κάνει ένα λογικό άλμα. Ο βιομηχανικός πολιτισμός έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα πολύ πιο ανθεκτικός απ’ ό, τι περιμέναμε. Τα αποθέματα ενεργειακών πόρων που διαθέτει ο πλανήτης είναι πολύ μεγαλύτερα από τις προβλέψεις που κατά καιρούς έχουν γίνει. Οταν οι τιμές το επιτρέψουν, οι ενεργειακές εταιρείες θα αρχίσουν να εξορύσσουν υδρογονάνθρακες από όλο και μεγαλύτερα βάθη.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο βιομηχανικός πολιτισμός δεν θα καταρρεύσει κάποια στιγμή, όπως και όλοι οι προηγούμενοι πριν από αυτόν. Αλλά αυτό θα αργήσει να γίνει, ίσως όχι αυτόν τον αιώνα, ούτε και τον επόμενο. Αν τον αφήσουμε ανεξέλεγκτο, θα πάρει στον λαιμό του και τον πλανήτη μας ολόκληρο, μαζί με την πτώση του. Επομένως, αν και οι ανεμογεννήτριες δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα, τουλάχιστον δίνουν μία προσωρινή ανακούφιση στον πλανήτη μας. Οι οικολόγοι λοιπόν θα πρέπει να υποστηρίξουμε τις νέες τεχνολογίες, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την ιδεολογία της αέναης μεγέθυνσης. Εξάλλου, υπάρχουν κατακτήσεις του βιομηχανικού πολιτισμού που αξίζει να υπερασπιστεί κανείς – η περίθαλψη, η εκπαίδευση, η υγιεινή και η διατροφή. Καταλαβαίνω ότι η θέση αυτή είναι πολύ πιο βαρετή από την επαναστατική απόρριψη του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού. Τουλάχιστον, όμως, είναι καλύτερη από όλες τις εναλλακτικές που έχουμε μπροστά μας.

(από την εφημερίδα "Καθημερινή", 16/5/2010)