Η Γερμανίδα καγκελάριος παραδέχθηκε ότι η Ευρώπη διέρχεται τη μεγαλύτερη κρίση στην πρόσφατη ιστορία της. Αιτία: η δημοσιονομική αστάθεια των χωρών-μελών, με την οποία εκτινάσσονται ελλείμματα και δημόσια χρέη. Η ίδια παραδέχεται ότι η δυτική πλευρά της χώρας της επέτυχε ιστορικά να ενσωματώσει την ανατολική, αλλά απέτυχε σε αυτό με τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία

Η Γερμανίδα καγκελάριος παραδέχθηκε ότι η Ευρώπη διέρχεται τη μεγαλύτερη κρίση στην πρόσφατη ιστορία της.

Αιτία: η δημοσιονομική αστάθεια των χωρών-μελών, με την οποία εκτινάσσονται ελλείμματα και δημόσια χρέη. Η ίδια παραδέχεται ότι η δυτική πλευρά της χώρας της επέτυχε ιστορικά να ενσωματώσει την ανατολική, αλλά απέτυχε σε αυτό με τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, λόγω του ότι οι τελευταίες στερούνται «κουλτούρας δημοσιονομικής σταθερότητος», εν αντιθέσει με τους Ανατολικογερμανούς, που προσχώρησαν αμέσως σε αυτήν. Υπογραμμίζει ότι η κουλτούρα δημοσιονομικής σταθερότητος αποτελεί στοιχείο αδιαπραγμάτευτο για τη σταθεροποίηση της ευρωζώνης. 

Ολες οι χώρες-μέλη οφείλουν να εξυγιάνουν άμεσα τα δημοσιονομικά ισοζύγιά τους, να αποκτήσουν οικονομική ανεξαρτησία, χωρίς δημοσιονομικές μεταβιβάσεις και στήριξη από τους πλεονασματικούς εταίρους. Συνιστά επίσης σε όλες τις χώρες-μέλη να μιμηθούν τη Γερμανία, θεσπίζοντας με συνταγματική ισχύ κανόνα μηδενικού δημόσιου ελλείμματος, όπως ακριβώς έχει ήδη δεσμευθεί η χώρα της από το 2015. Οσον αφορά τις κατηγορίες ότι οι παλινδρομήσεις της επέφεραν τετράμηνη καθυστέρηση στη στήριξη της Ελλάδος με συνέπεια την πολλαπλάσια διόγκωση του αρχικού κόστους, η καγκελάριος θεωρεί ότι η εσπευσμένη στήριξη θα ήταν σφάλμα, διότι δεν είχαν ακόμη εξασφαλιστεί οι προϋποθέσεις επιτυχίας και μία από αυτές ήταν η ένταξη του ΔΝΤ στον μηχανισμό επιτήρησης της βοηθούμενης χώρας. 

Ολα καλά, λοιπόν, στην κατάλληλη στιγμή και με τις σωστές προϋποθέσεις. Ομως παρά ταύτα, το κόστος της ελληνικής στήριξης ανήλθε σε τετραπλάσιο ύψος από το αρχικό, η αποτελεσματικότητά του παραμένει αβέβαιη, ενώ οι ανησυχίες επεκτείνονται όσον αφορά το μέλλον ολόκληρης της ευρωζώνης. Ακόμη μία φορά, αυξάνεται ο κίνδυνος «η εγχείρηση να επιτύχει, ενώ ο ασθενής θα έχει αποβιώσει».

Στον ελλειπτικό απολογισμό της, η καγκελάριος παρασιωπά ότι εάν η ανατολική πλευρά της χώρας της ενσωματώθηκε με επιτυχία, αυτό δεν οφείλεται τόσο στην υποθετική «κουλτούρα δημοσιονομικής σταθερότητος» όσο στις μαζικές μεταβιβάσεις πόρων από τη δυτική πλευρά προς την ανατολική, άνω των 100 δισ. ευρώ ετησίως κατά την πρόσφατη 20ετία, με αντίστοιχη συρρίκνωση των μεσογειακών προγραμμάτων. Η γερμανική ενοποίηση καθυστέρησε έτσι την ευρωπαϊκή και αυτό συνέβη όχι λόγω κάποιας υποθετικής «κουλτούρας σταθερότητος», αλλά με τη μεταστροφή των γερμανικών δαπανών από τον Νότο προς Ανατολάς.

Παραγνωρίζει επίσης την αιτιώδη σχέση μεταξύ δημόσιων ελλειμμάτων και οικονομικής ύφεσης. Οπως επισημαίνει το ΔΝΤ σε πρόσφατο δημοσίευμά του, το δημόσιο έλλειμμα στις περισσότερες ανεπτυγμένες δυτικές χώρες, από 73% του ΑΕΠ το 2007, έφθασε 91% το 2010 και αναμένεται 110% το 2015. Βασική αιτία διόγκωσης δεν είναι η απουσία «κουλτούρας σταθερότητος», αλλά η ραγδαία πτώση των δημόσιων εσόδων, λόγω υφεσιακής πορείας της οικονομίας. Ο νομπελίστας Στίγκλιτς σημειώνει ότι κάθε περικοπή δημόσιων δαπανών σε περίοδο ύφεσης αποβαίνει αντιπαραγωγική, δεδομένου ότι εξωθεί την οικονομία σε όλο και βαθύτερη ύφεση και υποβάθμιση, με άμεση συνέπεια την πρόσθετη επιδείνωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η προτεραιότητα στην άμεση καταπολέμηση των δημόσιων ελλειμμάτων αιχμαλωτίζει την οικονομία σε «θανάσιμο φαύλο κύκλο».

Η «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» και η γαλλική επενδυτική «Νατιξίς» επισημαίνουν ότι η γερμανική εμμονή στην άμεση καταπολέμηση των δημόσιων ελλειμμάτων ενεργοποιεί τον κίνδυνο ευρωπαϊκής και παγκόσμιας αποσταθεροποίησης, ενώ ταυτόχρονα αποδυναμώνει το ευρώ. Η επιδίωξη δημοσιονομικής σταθερότητος, με περικοπές δαπανών και μισθών, αποσταθεροποιεί την οικονομία και αυτό τελικά δεν περιορίζει τα ελλείμματα, αλλά τα διευρύνει.

Η καγκελάριος προβάλλει τη «γερμανική μέθοδο» ανταγωνιστικότητος για τις χώρες της ευρωζώνης. «Εσωτερική υποτίμηση» του εργασιακού κόστους προς ανάκτηση ανταγωνιστικότητος. Ομως, είναι γνωστό ότι 75% των γερμανικών πλεονασμάτων προέρχονται από αντίστοιχα ελλείμματα των χωρών-μελών της ευρωζώνης. Οπως ακριβώς τα κινέζικα πλεονάσματα αντιστοιχούν σε αμερικανικά ελλείμματα. Σήμερα, η Γερμανία θεωρείται η Κίνα της Ευρώπης. Αμφότερες ως πλεονασματικές οικονομίες θα όφειλαν να ανατιμήσουν διορθωτικά τα νομίσματά τους. 

Αυτό δεν συμβαίνει: τα πλεονάσματα συσσωρεύονται, ενόσω η νομισματική σχέση μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών περιοχών παραμένει αμετάβλητη. Η μεν Κίνα αρνείται να ανατιμήσει, η δε Γερμανία επωφελείται του ότι αυτό αποκλείεται σε συνθήκες ενιαίου νομίσματος. Οι διεθνείς ανισορροπίες, έτσι, αντί να αναχαιτίζονται, αγριεύουν και, υπό το δόγμα της δημοσιονομικής εξυγίανσης, η αποσταθεροποίηση λαμβάνει πανευρωπαϊκή και παγκόσμια διάσταση. Ο Κέινς ετόνιζε ότι για τη διεθνή αποσταθεροποίηση, οι πλεονασματικές χώρες ευθύνονται περισσότερο από τις ελλειμματικές: οι πρώτες αφαιρούν ζήτηση από τη διεθνή αγορά, ενώ οι δεύτερες καταγράφουν απλώς αυξημένες ανάγκες.

Η κρίση του 1930 επιδεινώθηκε, στο μέτρο που κάθε χώρα εξήγε την ύφεσή της στις άλλες, με τελική συνέπεια να επιπέσει πολλαπλάσιο κόστος σε όλες μαζί. Σήμερα, σημειώνει η βρετανική εφημερίδα, το αυτό σκηνικό επαναλαμβάνεται, αλλά με διαφορετικά εργαλεία. Εξέχοντα ρόλο είχαν τότε κρατήσει οι νομισματικές διολισθήσεις. Σήμερα, η Γερμανία συναγωνίζεται τους εταίρους της μέσω αποπληθωριστικών διολισθήσεων. Εάν οι χώρες συναγωνίζονται μεταξύ τους στο ποια θα περιορίσει περισσότερο τους εργατικούς μισθούς και την εσωτερική αγορά της, η παγκόσμια διελκυστίνδα δεν θα σταματήσει παρά μόνον με τη γενικευμένη κατάρρευση όλων. 

Εκτός αυτού, όσο τα εισοδήματα περιστέλλονται και οι τιμές συμπιέζονται τόσο επαχθέστερη αποβαίνει η αποπληρωμή του χρέους, καθ' όσον επιβαρύνεται έτσι η πραγματική αξία του σε σχέση με τα εισοδήματα. Ο Βρετανός αρθρογράφος Μάρτιν Γουλφ επιγραμματικά επισημαίνει ότι η περιζήτητη δημοσιονομική σταθερότητα δεν εξαρτάται διόλου από τη σχετική συνταγματική ή όχι δέσμευση των κυβερνήσεων, αλλά από την προγενέστερη ανόρθωση της οικονομίας, την αποκατάσταση αυξητικών ρυθμών της απασχόλησης και των εισοδημάτων. Εάν η τραγωδία του 1930 πρόκειται να επαναληφθεί ως κακόγουστη φάρσα, τουλάχιστον να μην έχει το ανθρώπινο κόστος που είχε τότε.

(από την εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 21/5/2010)