Το ευρώ κινδυνεύει φωνάζει η Μέρκελ. Όχι δεν κινδυνεύει, απαντά η Λαγκάρντ. Κι εμείς ποια να πιστέψουμε, τη Γερμανίδα καγκελάριο ή τη Γαλλίδα υπουργό Οικονομικών;

Το ευρώ κινδυνεύει φωνάζει η Μέρκελ. Όχι δεν κινδυνεύει, απαντά η Λαγκάρντ. Κι εμείς ποια να πιστέψουμε, τη Γερμανίδα καγκελάριο ή τη Γαλλίδα υπουργό Οικονομικών;

Από την πλευρά τους η καθεμία έχει δίκιο. Οι Γερμανοί έχοντας εξασφαλίσει ότι τα δύο τρίτα των εμπορικών τους πλεονασμάτων προέρχονται από τις χώρες της ευρωζώνης, θέλουν ένα ισχυρό ευρώ.

Οι Γάλλοι και οι υπόλοιποι (πλην Ολλανδών, Αυστριακών και Φινλανδών) βλέπουν ότι τα γερμανικά πλεονάσματα γεννούν τα δικά τους ελλείμματα και ασφαλώς δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι.

Γι’ αυτό και η Γαλλίδα υπουργός Οικονομικών κάλεσε τους Γερμανούς να αυξήσουν την εσωτερική κατανάλωση ώστε να αυξηθούν οι εξαγωγές τους.

Αλλά εκτός από αυτό τους βολεύει και η υποχώρηση του ευρώ έναντι του δολαρίου, της στερλίνας, του γιεν, του γουάν και των άλλων νομισμάτων.

Γιατί έτσι γίνονται πιο ανταγωνιστικοί, αυξάνουν τις εξαγωγές και προσελκύουν περισσότερους τουρίστες. Επίσης, με το φθηνότερο ευρώ καλύπτουν και ένα πολύ μεγάλο μέρος των συνεπειών των προγραμμάτων λιτότητας.

Για τη χώρα μας το όφελος από τη διολίσθηση του κοινού νομίσματος υλοποιεί και ένα μέρος εκείνου που θα κάναμε να είχαμε τη δραχμή, δηλαδή την υποτίμηση. Μπορεί έναντι των χωρών της ευρωζώνης να μην αλλάζει τίποτα, όμως έναντι των άλλων νομισμάτων συντελείται μία υποτίμηση, πράγμα που καθιστά λιγότερο δυσχερή την εκτέλεση του προγράμματος σταθερότητας.

Όπως γίνεται αντιληπτό ο ενδοευρωπαϊκός καυγάς για το ευρώ δεν έχει καμία σχέση με τυχόν κίνδυνο ή όχι του νομίσματος (αυτό θα συμβεί αν η υποχώρηση είναι ραγδαία και πολύ μεγάλη, οπότε θα τεθεί θέμα σταθερότητας), αλλά υποκρύπτει εθνικά συμφέροντα, ενώ αποκαλύπτει και τη γερμανική επιχείρηση ηγεμονίας και ποδηγέτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(από την εφημερίδα "Ημερησία", 21/5/2010)