«Ποια είναι η φύση της κρίσης στην Ελλάδα;» Αυτή είναι η πρώτη από τις «συχνές ερωτήσεις» για το πρόγραμμα διεθνούς βοήθειας προς τη χώρα μας, που επιχειρεί να απαντήσει το ΔΝΤ: «Η Ελλάδα είναι πολύ χρεωμένη και έχει χάσει περίπου το 25% της ανταγωνιστικότητάς της από τότε που υιοθέτησε το ευρώ. Τα προηγούμενα χρόνια αυξήθηκαν οι δαπάνες του ελληνικού δημόσιου τομέα, ενώ μειώθηκαν τα έσοδα. Μετά ακολούθησε η παγκόσμια ύφεση, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και την αύξηση της ανεργίας
«Ποια είναι η φύση της κρίσης στην Ελλάδα;» Αυτή είναι η πρώτη από τις «συχνές ερωτήσεις» για το πρόγραμμα διεθνούς βοήθειας προς τη χώρα μας, που επιχειρεί να απαντήσει το ΔΝΤ: «Η Ελλάδα είναι πολύ χρεωμένη και έχει χάσει περίπου το 25% της ανταγωνιστικότητάς της από τότε που υιοθέτησε το ευρώ. Τα προηγούμενα χρόνια αυξήθηκαν οι δαπάνες του ελληνικού δημόσιου τομέα, ενώ μειώθηκαν τα έσοδα. Μετά ακολούθησε η παγκόσμια ύφεση, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και την αύξηση της ανεργίας. Αυτό επιδείνωσε τη δημοσιονομική κατάσταση. Το κόστος χρηματοδότησης της Ελλάδας αυξήθηκε γρήγορα, επιδεινώνοντας το ήδη υπάρχον βάρος από το χρέος».

Οπως γράφει ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στον διεθνή οργανισμό κ. Π. Ρουμελιώτης, «παρά τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης την περίοδο 1997-2007, η Ελλάδα δεν μπόρεσε να διορθώσει τις δημοσιονομικές και εξωτερικές της ανισορροπίες. Η παγκόσμια κρίση βρήκε τη χώρα με ένα συνδυασμό υψηλού δημόσιου χρέους, δημοσιονομικών ελλειμμάτων και επίμονων ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών».

Σύμφωνα με τη «διάγνωση» που περιλαμβάνει το μνημόνιο συνεργασίας, το οποίο υπέγραψε η Ελλάδα με το ΔΝΤ και την Ε.Ε., «η κρίση κατέστησε απαγορευτικό το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους και οδήγησε στην ανάγκη επιθετικής δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς πλέον δεν υπήρχε χώρος για ελιγμούς».

Ωστόσο, ο βασικός λόγος, το δομικό πρόβλημα της Ελλάδας, σύμφωνα με το ΔΝΤ, είναι η απώλεια πρόσβασης στις ξένες αγορές λόγω της αδύναμης ανταγωνιστικότητας της χώρας, καθώς ο πληθωρισμός της είναι σταθερά υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Οπως τονίζει το ΔΝΤ, και τα δύο πρέπει να αντιμετωπισθούν ώστε να εισέλθει η χώρα στον δρόμο της ανάκαμψης. Πρώτον, τα χρηματοοικονομικά της κυβέρνησης πρέπει να είναι βιώσιμα. Αυτό απαιτεί τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και τον προσανατολισμό της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ σε φθίνουσα τροχιά. Επειδή οι μισθοί και οι κοινωνικές παροχές αποτελούν το 75% των κυβερνητικών δαπανών, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μειωθεί το κόστος των μισθών και των συντάξεων του Δημοσίου.

Δεύτερον, η οικονομία πρέπει να είναι πιο ανταγωνιστική. Αυτό σημαίνει πολιτικές και μεταρρυθμίσεις για την προώθηση της ανάπτυξης και για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας. Προκειμένου να περιορισθεί ο πληθωρισμός κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, το ΔΝΤ προωθεί μία εσωτερική υποτίμηση, που περιλαμβάνει το πάγωμα των μισθών και του εργατικού κόστους, ώστε η Ελλάδα να ανακτήσει ανταγωνιστικές τιμές. Και βέβαια, χρειάζονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ανοίξουν την ελληνική οικονομία, η οποία «παραμένει κλειστή σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης». Το ΔΝΤ εστιάζει στον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα, τη μεγαλύτερη ευελιξία και αποδοτικότητα των αγορών προϊόντων και της αγοράς εργασίας, τη μείωση της γραφειοκρατίας και την ενίσχυση της διαφάνειας, ώστε να βελτιωθεί το επενδυτικό περιβάλλον, τη μείωση της συμμετοχής του κράτους στις επιχειρήσεις και την αύξηση της απορροφητικότητας των κοινοτικών πόρων.

Τέλος, διαπιστώνοντας τη μη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, τα ζητήματα κόστους του συστήματος υγείας, το πρόβλημα της φοροδιαφυγής, τις ανισότητες και την πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος, την αναποτελεσματικότητα της φορολογικής διοίκησης, του κοστολογικού ελέγχου των δημοσίων δαπανών, της διαχείρισης του χρέους, και της στατιστικής καταγραφής των οικονομικών μεγεθών, προβλέπει μεταρρυθμίσεις σε όλους αυτούς τους τομείς. Με λίγα λόγια, πρόκειται για μία διπλή, αν όχι τριπλή, πρόκληση για τη χώρα: Να επιτύχει μία πολύ μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή, ταυτόχρονα με μία εσωτερική υποτίμηση που είναι δεδομένο ότι θα περιορίσει την ανάπτυξη για μία παρατεταμένη περίοδο, κάτι που με τη σειρά του θα επιβαρύνει και το τραπεζικό σύστημα. Και βέβαια, υπάρχει η τρίτη, απώτερη πρόκληση της επιστροφής στην ανάπτυξη, που το ΔΝΤ προβλέπει ότι θα δούμε ξανά μετά από δύο χρόνια, το 2012.

Σύμφωνα με τον διεθνή οργανισμό, όμως, αυτή θα πρέπει πλέον να στηριχθεί στις επενδύσεις και την ενίσχυση των εξαγωγών - όχι στην εσωτερική κατανάλωση, η οποία προβλέπει ότι θα υποχωρήσει 4% το 2010 και 3,7% το 2011, προτού αρχίσει να αυξάνεται εκ νέου.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 23/05/2010)