Η Τραγωδία του Ευρώ

Όντως, το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα βρίσκεται σε δεινή θέση. Και το ότι μπορεί η τελευταία να προκλήθηκε από την ελληνική ασυνέπεια και αμετροέπεια, δεν πρέπει να κρύβει μιαν άλλη πραγματικότητα, πολύ πιο σύνθετη και βαθειά ως προς τις ρίζες της.
του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Τετ, 26 Μαΐου 2010 - 07:54

Όντως, το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα βρίσκεται σε δεινή θέση. Και το ότι μπορεί η τελευταία να προκλήθηκε από την ελληνική ασυνέπεια και αμετροέπεια, δεν πρέπει να κρύβει μιαν άλλη πραγματικότητα, πολύ πιο σύνθετη και βαθειά ως προς τις ρίζες της. Αν δεν περιορισθούν κάπως τα δημόσια ελλείμματα στην ευρωζώνη και αποφευχθεί η ελληνική χρεοκοπία, το ευρωπαϊκό πρόβλημα δεν πρόκειται να λυθεί, διότι στην ουσία δεν είναι χρηματοοικονομικό, αλλά βαθύτατα ιδεολογικό. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Ο Ζαν Μονέ, όταν συνέλαβε το όραμα μιας ειρηνικής, ευημερούσας και ενωμένης έως έναν βαθμό Ευρώπης, ήταν βαθύτατα πεπεισμένος ότι αυτή η οντότητα θα έπρεπε να είναι φιλελεύθερη. Ο ίδιος δεν ήταν διπλωμάτης, αλλά εμπορικός διαμεσολαβητής, με κύριο αντικείμενό του τις πωλήσεις γαλλικού κονιάκ στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Έτσι, για να δώσει σάρκα και οστά στο όραμά του, αντί να χρησιμοποιήσει την διπλωματική οδό προτίμησε αυτήν της οικονομίας. Πίστευε ακράδαντα ότι οι ελεύθερες συναλλαγές και το επιχειρηματικό πνεύμα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μία «συγκεκριμένη αλληλεγγύη», που θα οδηγούσε στην ειρήνη και την ευημερία.

Αυτή η φιλελεύθερη αντίληψη του Ζαν Μονέ οδηγεί στις 9 Μαΐου 1950 στην ιστορική διακήρυξη του Ρομπέρ Σουμάν, την οποία προσυπογράφουν ο Γερμανός καγκελλάριος Κόνραντ Αντενάουερ και ο Ιταλός πρωθυπουργός Αλ. Ντε Γκασπέρι. Επιφυλακτικοί απέναντι στον κρατισμό, οι βασικοί πρωτεργάτες της δημιουργίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το 1957 πίστευαν στο ελεύθερο εμπόριο, στην επιχειρηματική δραστηριότητα, στον υγιή ανταγωνισμό και στην πολιτικο-κοινωνική ηθική. Έτσι, η περίφημη Συνθήκη της Ρώμης είναι –για όποιον θέλει να την διαβάσει προσεκτικά– ένα σημαντικό φιλελεύθερο κείμενο ευρωπαϊκής εμπνεύσεως, το οποίο οδήγησε την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα να γίνει η πρώτη εμπορική δύναμη στον κόσμο. Πρωτεία εξ άλλου που, έστω και δύσκολα, διατηρεί ακόμη.

Στο πλαίσιο αυτής της φιλοσοφίας, το ευρώ δημιουργήθηκε με βάση την φιλελεύθερη νομισματική πολιτική που θέλει τα δημόσια οικονομικά μιας χώρας να τελούν σε κατάσταση ισορροπίας. Δυστυχώς, κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις –πρωτοστατούσης της Ελλάδος, που με το ζόρι εισήλθε στην ΕΟΚ– θεώρησαν ότι μπορούν να συσσωρεύουν τα κέρδη του φιλελευθερισμού, για να τα χρησιμοποιούν προς ικανοποίηση των «σοσιαλιστικών» κριτηρίων των εκλογικών τους πελατειών.

Σταδιακά, λοιπόν, προέκυψε στην Ευρώπη ένα υπερτραφές κράτος προνοίας, η προστασία του οποίου έχει προσλάβει σήμερα απίστευτες και εξουθενωτικές κάθε ατομικής πρωτοβουλίας διαστάσεις. Στον βαθμό δε που ο ευρωπαϊκός σοσιαλισμός αναπτυσσόταν ταχύτερα από την οικονομία και την δημογραφία, η χρηματοδότηση των απλόχερων παροχών του μόνον με πιστώσεις μπορούσε να γίνει.

Κάποιοι πίστεψαν αφελώς ή ιδιοτελώς, ότι η χρηματοδότηση αυτή θα μπορούσε να διαιωνίζεται αν στηριζόταν σε ένα ισχυρό νόμισμα –το ευρώ, εν προκειμένω. Έτσι, από την στιγμή που η θεσμικά ατελής ευρωζώνη έγινε πραγματικότητα, στις χώρες μέλη της άρχισε το μεγάλο γλέντι του δανεισμού. Προέκυψε έτσι μία εντυπωσιακή σε ομοιογένεια υπερχρέωση –ερήμην των Συνθηκών– η οποία σήμερα αντιπροσωπεύει το 91% του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος στην Γερμανία, το 89% στην Γαλλία, το 120% στην Ελλάδα και την Ιταλία και πάει λέγοντας.

Όλες οι χώρες μέλη της ευρωζώνης, όπως και οι αντίστοιχες εκτός αυτής, έχουν εν αρμονία κακοποιήσει, αφ’ ενός, τις Συνθήκες για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης και, αφ’ ετέρου, το πνεύμα της Συνθήκης της Ρώμης. Ιδιαιτέρως στην αντιφιλελεύθερη Ελλάδα, οι παραβιάσεις αυτές είναι περισσότερο κατ’ εξακολούθησιν βιασμοί, παρά απλές παρατυπίες.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σήμερα μπροστά σε σοβαρά προβλήματα που η ίδια δημιούργησε. Ακόμα χειρότερα, η αντιμετώπιση όλων αυτών των προβλημάτων είναι άνιση από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα, χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ιρλανδία και κάποιες άλλες μπορούν να απορροφήσουν σχετικά γρήγορα τα δημόσια ελλείμματά τους, γιατί οι παραγωγικοί τους μηχανισμοί είναι υγιείς και υψηλών επιδόσεων. Επίσης, πρόκειται για χώρες εξωστρεφείς και με καλά εκπαιδευτικά συστήματα.

Δικαίως λοιπόν σήμερα οι πολίτες των χωρών αυτών –που είναι έτοιμοι να κάνουν θυσίες– αναρωτιούνται γιατί οι χαμηλόμισθοι φορολογούμενοί τους θα πρέπει να πληρώσουν την φοροδιαφυγή πάμπλουτων Ελλήνων, την κραιπάλη αδίστακτων συνδικαλιστών και την φαυλότητα ενός πελατειακού πολιτικού συστήματος. Με άλλα λόγια, γιατί νέοι, γέροι, μικροί και μεσαίοι Ευρωπαίοι θα πρέπει να μοιραστούν τα χρέη με τους Έλληνες; Από αλληλεγγύη; Μα αυτήν την επέδειξαν τα 30 τελευταία χρόνια με χρηματοδοτήσεις προς την Ελλάδα που φθάνουν τα 300 δισεκατ. ευρώ. Γιατί τώρα να πληρώσουν άλλα 110 δισεκατ. ευρώ;

Αυτό απαιτεί η ένωση της Ευρώπης, θα πουν αρκετοί. Καμμία διαφωνία. Αν οι Ευρωπαίοι θέλουν να μοιράζονται συλλογικά ο ένας τα χρέη του άλλου, είναι δικαίωμά τους. Δικαίωμα και των αγορών είναι, όμως, να στοιχηματίζουν στην πτώση του ευρωπαϊκού σοσιαλ-κρατισμού, πρωτοστατούσης της τελευταίας σοβιετικής οικονομίας της ηπείρου μας, της Ελλάδας.

(από την εφημερίδα "Εστία", 21/5/2010)