Οταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, οι πολιτικοί αντέδρασαν όπως έπρεπε, χρησιμοποιώντας τα διδάγματα από τη δεκαετία του 1930. Μείωσαν τα επιτόκια και αύξησαν τις δαπάνες. Η κρίση ήταν σοβαρή, αλλά η αντιμετώπιση ήταν επιτυχής. Δεν ζήσαμε μια μεγάλη ύφεση όπως εκείνη του Μεσοπολέμου.

Οταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, οι πολιτικοί αντέδρασαν όπως έπρεπε, χρησιμοποιώντας τα διδάγματα από τη δεκαετία του 1930. Μείωσαν τα επιτόκια και αύξησαν τις δαπάνες. Η κρίση ήταν σοβαρή, αλλά η αντιμετώπιση ήταν επιτυχής. Δεν ζήσαμε μια μεγάλη ύφεση όπως εκείνη του Μεσοπολέμου.

Τώρα όμως βλέπουμε αρθρογράφους, διεθνείς οργανισμούς και αναλυτές να ζητάνε σε όλο και πιο έντονο ύφος να πάψουν οι κυβερνήσεις να υποστηρίζουν τις οικονομίες τους και να αρχίσουν να τις τιμωρούν. Χαρακτηριστική είναι η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ. Ο ΟΟΣΑ είναι ένας πολύ μετριοπαθής οργανισμός και συνήθως αυτά που υποστηρίζει έχουν ήδη γίνει κοινός τόπος μεταξύ των κυβερνήσεων που τον στηρίζουν. Η έκθεση λοιπόν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οφείλουμε να απεμπλακούμε σταδιακά από τις επεκτατικές οικονομικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν, ώστε να αναθερμανθεί η οικονομική δραστηριότητα και να περάσουμε σε περιοριστικά μέτρα, δημοσιονομικής προσαρμογής. Το συμπέρασμα αυτό δεν έρχεται απλώς σε πλήρη αντίθεση με τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, αλλά και με τις προβλέψεις του ίδιου του οργανισμού.

Για παράδειγμα, προτείνεται η αύξηση των επιτοκίων, ώστε να αναχαιτιστούν οι πληθωριστικές τάσεις. Εντούτοις, ο πληθωρισμός είναι ήδη χαμηλός και μειώνεται ακόμη περισσότερο. Γιατί λοιπόν να αυξηθούν τα επιτόκια; Η απάντηση που φαίνεται να δίνει η έκθεση είναι ότι οι αγορές μπορεί να αρχίσουν να αναμένουν αύξηση του πληθωρισμού, ακόμη και αν δεν πρέπει: «Πρέπει να προσέξουμε την πιθανότητα εκδήλωσης μακροπρόθεσμών πληθωριστικών προβλέψεων στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ, παρά τα όσα δείχνουν τα στοιχεία», επισημαίνεται στην έκθεση. Παρόμοια επιχειρήματα επιστρατεύονται για να δικαιολογηθούν μέτρα λιτότητας. Τόσο τα βιβλία της οικονομικής επιστήμης, όσο και η εμπειρία, έχουν αποδείξει ότι όταν η ανεργία είναι ακόμη υψηλή, τα μέτρα λιτότητας δεν επιτείνουν απλώς την ύφεση, αλλά δεν βοηθούν κιόλας στη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, καθώς με τη μείωση των δαπανών, μειώνονται και τα έσοδα από τη φορολόγηση. Ο ΟΟΣΑ μάλιστα προβλέπει ότι η ανεργία θα συνεχίσει να κινείται σε υψηλά επίπεδα για χρόνια ακόμη. Παρ’ όλα αυτά, για κάποιο λόγο ζητάει από τις κυβερνήσεις να λάβουν περιοριστικά μέτρα. Γιατί το κάνει; Και πάλι η απάντηση είναι ίδια. Για να δώσει στις αγορές κάτι που δεν θα έπρεπε να ζητούν και πράγματι δεν ζητούν. Οι επενδυτές δεν ανησυχούν καθόλου για την πιθανότητα να μην αποπληρώσει τα χρέη της η Αμερική. Τουναντίον, τα επιτόκια των αμερικανικών ομολόγων βρίσκονται κοντά σε ιστορικά χαμηλά.

Ολα τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται τρελά – και είναι. Πρόκειται όμως για απόψεις που γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς. Την προηγούμενη εβδομάδα, συντηρητικά μέλη της αμερικανικής Βουλής κατάφεραν να επιβάλουν τον περιορισμό της βοήθειας που παρέχεται σε μακροχρόνια ανέργους, φοβούμενοι το δημοσιονομικό κόστος. Ετσι, πολλές οικογένειες θα απολέσουν την πρόσβασή τους σε βασικές υπηρεσίες, όπως η παροχή περίθαλψης, τη στιγμή που δεν υπάρχουν πολλές διαθέσιμες θέσεις εργασίας στην αγορά. Ενώ όμως τα οφέλη από την υιοθέτηση τέτοιων περιοριστικών πολιτικών είναι μάλλον προϊόν φαντασίας, το κοινωνικό κόστος που θα έχουν θα είναι πέρα για πέρα αληθινό.

(από την εφημερίδα "Καθημερινή", 2/6/2010)