Όπως τόσοι Ρώσοι αξιωματούχοι της τελευταίας δεκαετίας, έτσι και ο Ιγκόρ Σέτσιν διαθέτει ένα βιογραφικό, το οποίο είναι κάπως ασαφές και γενικόλογο. Ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Ρωσίας και πρόεδρος της πετρελαϊκής Rosneft ανήκει βεβαίως στους siloviki, δηλαδή την ομάδα των πρώην στελεχών της KGB που ανέλαβαν το Κρεμλίνο μαζί με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στην αρχή της νέας χιλιετίας και αναμόρφωσαν τη χώρα με βάση τη δική τους εικόνα.

Όπως τόσοι Ρώσοι αξιωματούχοι της τελευταίας δεκαετίας, έτσι και ο Ιγκόρ Σέτσιν διαθέτει ένα βιογραφικό, το οποίο είναι κάπως ασαφές και γενικόλογο. Ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Ρωσίας και πρόεδρος της πετρελαϊκής Rosneft ανήκει βεβαίως στους  siloviki, δηλαδή την ομάδα των πρώην στελεχών της KGB που ανέλαβαν το Κρεμλίνο μαζί με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στην αρχή της νέας χιλιετίας και αναμόρφωσαν τη χώρα με βάση τη δική τους εικόνα. Όταν όμως τον ρωτούν για το «κλαμπ» αυτό, ο ίδιος κρατά αποστάσεις.

«Δεν βρίσκει κανείς συχνά τη λέξη siloviki στον ρωσικό Τύπο», τονίζει με ολίγη ειρωνία. «Πάρτε για παράδειγμα τον Τζον Μακέιν. Είναι και αυτός silovik: Θα έπρεπε να τον μεταχειριζόμαστε διαφορετικά από τους άλλους; Αυτό είναι περισσότερο ένας μύθος, παρά μια πραγματικότητα».

Ο κ. Σέτσιν θεωρείται γενικά ένας Ρισελιέ του Κρεμλίνου και είναι ο τρίτος της τριανδρίας που συμπληρώνουν ο Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Κάποτε δρούσε μόνο παρασκηνιακά. Λέγεται πως στη δεκαετία του 1980 εργαζόταν στην Αφρική ως μεταφραστής του στρατού. Πλέον, ο άνδρας που ενσάρκωσε την άνοδο των siloviki («άνθρωποι της εξουσίας» κυριολεκτικά), αρχίζει να αναδεικνύεται από τις σκιές.

Καθώς η Ρωσία επιχειρεί να απεγκλωβιστεί από την κρίση η οποία εξανέμισε τα κέρδη από το πετρέλαιο της περιόδου Πούτιν, ο κ. Σέτσιν, που αντιμετωπίζεται με σεβασμό και φόβο για την κρατικοποίηση των στρατηγικών στοιχείων της οικονομίας, υιοθετεί έναν νέο καθησυχαστικό τόνο. Το Κρεμλίνο που έχει δεχθεί πλήγμα από την ευαισθησία του ρωσικού πετρελαίου και της οικονομίας του αερίου, αλλάζει τροπάριο.

«Η κρίση φανέρωσε τα ελαττώματα της ρωσικής οικονομίας και την ευαισθησία της σε συγκεκριμένες πρώτες ύλες. Αυτό δεν μπορεί παρά να μας προβληματίζει», σημειώνει ο κ. Σέτσιν.

Η δυναμική ρητορική της εποχής Πούτιν έχει μετριαστεί πλέον. Στις σχέσεις με τις ΗΠΑ παρατηρείται μια αναθέρμανση, καθώς ο κ. Μεντέντεφ θα επισκεφθεί την Πέμπτη τον πρόεδρο Ομπάμα. Ο κ. Μεντβέντεφ παρουσιάζει τον εαυτό του ως φιλελεύθερο και πιέζει για τον εκσυγχρονισμό της Ρωσίας και για τη διαφοροποίηση από την ενεργειακή βάση. Ακόμα και για ανθρώπους όπως ο Σέτσιν, που αναδείχθηκαν μαζί με τον Πούτιν, με έμφαση στην ασφάλεια και το εθνικό status, η κατάσταση έχει αλλάξει. Η μάχη τώρα δίνεται για να δώσουν στη Ρωσία μια άλλη εικόνα, ως ένας ανταγωνιστικός παίκτης στη διεθνή σκηνή, αλλά παράλληλα και ένας αξιόπιστος εταίρος της Δύσης.

Η τριβή μεταξύ των δύο αυτών στόχων είναι εμφανής με βάση τις προσεκτικές κουβέντες του κ. Σέτσιν. Ο ενεργειακός τομέας, ισχυρίζεται, είναι το κλειδί για την ισορρόπηση της Ρωσίας, αφού αποτελεί την «ατμομηχανή» της οικονομίας της και της γεωπολιτικής ισχύος. Η χτεσινή ανακοίνωση ότι η Ρωσία θα σταματήσει την παροχή αερίου προς τη Λευκορωσία, θέτοντας σε κίνδυνο την προμήθεια προς την Ευρώπη, είναι απόδειξη ότι η ενέργεια συνεχίζει να αποτελεί ζήτημα για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ασφάλεια.

Στα πρώτα του δημόσια σχόλια για την ανάκτηση των ενεργειακών περιουσιακών στοιχείων από τους ολιγάρχες, ο κ. Σέτσιν τονίζει ότι η ιδιοκτησία αυτή δεν «ανακτήθηκε». Αντιθέτως, υπήρξε μια νομική διαδικασία κατά την οποία οι κρατικές εταιρείες πλήρωσαν σε τιμές της αγοράς για στοιχεία τα οποία διαχειρίζονται τώρα με τον ίδιο τρόπο. Οι ρωσικοί κρατικοί όμιλοι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τους πόρους τους ως πολιτικά όπλα ή «μέσα πίεσης προς τους καταναλωτές», όπως το θέτει. Η Rosneft και η Gazprom είναι «κανονικές δημόσιες εταιρείες, οι οποίες λειτουργούν σύμφωνα με τη διεθνή νομοθεσία και αυτό καθιστά αδύνατη την αθέτηση των υποχρεώσεών τους προς τους καταναλωτές».

Ανάμεσα στις κατηγορίες ότι η Μόσχα χρησιμοποιεί την ενέργεια ως γεωπολιτικό όπλο ανήκει και η σχεδόν ετήσια διαμάχη με το Κίεβο, τον καιρό που πρόεδρος ήταν ο φιλοδυτικός Βίκτορ Γιουσένκο. Τον Ιανουάριο του 2009 η ενεργειακή κρίση έφτασε ως την Ευρώπη, καθώς ποσότητες του ρωσικού αερίου σταμάτησαν να μεταφέρονται.

Ο κ. Σέτσιν αρνείται ότι οι διαφωνίες αυτές είχαν πολιτική βάση. Η Gazprom «αμυνόταν υπέρ των συμφερόντων των μετόχων της πάνω από όλα», υπογραμμίζει. Επίσης, απορρίπτει τον υπαινιγμό ότι η πρόσφατη συμφωνία για μειωμένες τιμές προς την Ουκρανία ήταν παραχώρηση της Gazprom με αντάλλαγμα την αποδοχή εκ μέρους του Κιέβου της ναυτικής βάσης στην Σεβαστούπολη.

Η ναυτική συμφωνία του Απριλίου αποτέλεσε χτύπημα της ρωσικής πολιτικής στην περιφέρειά της. Παρόλα αυτά, ο κ. Σέτσιν λέει ότι η συμφωνία δεν είχε σχέση με την Gazprom. Η μείωση της τιμής προήλθε από την κατάργηση των εξαγωγικών δασμών, τονίζει, δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι οι ρωσικές εταιρείες δεν υπόκεινται στα κρατικά διατάγματα με τον ίδιο τρόπο όπως άλλοι διεθνείς παραγωγοί.

«Όταν συνομιλούμε με τους συναδέλφους μας στον OPEC, λένε πως η Ρωσία θα πρέπει να εισάγει περιορισμούς στην παραγωγή, όπως κάνουν εκείνοι. Τους λέω ότι δυστυχώς δεν διαθέτουμε τέτοια όργανα, διότι οι ρωσικές πετρελαϊκές είναι ιδιωτικές. Ακόμα και εκείνες που ανήκουν εν μέρει στο κράτος είναι ιδιωτικές. Λειτουργούν με τις συνθήκες της αγοράς και έχουν υποχρεώσεις προς τους εταίρους τους, οι οποίες δεν τους επιτρέπουν να παίρνουν μονομερείς αποφάσεις».

Αλλά εντός και εκτός της βιομηχανίας, σχόλια αυτού του είδους δεν συγκινούν κανέναν. «Πρέπει να κάνουν πολλά για να το αποδείξουν αυτό», σχολιάζει ένα στέλεχος της αγοράς. «Οι κρατικές επιχειρήσεις αναγκάζονται να παράγουν ακόμα και όταν αυτό δεν είναι κερδοφόρο. Οι κρατικοί όμιλοι, όπως η Gazprom, πιέζονται ιδιαίτερα ώστε να επιτύχουν τους γεωπολιτικούς σκοπούς».

Οι συνεργάτες του κ. Σέτσιν δηλώνουν ότι η εξέλιξη στις απόψεις του σημειώθηκε καθώς κινείται μακριά από αυθόρμητο «κρατισμό» των siloviki προς μια επιφυλακτική αποδοχή της αγοράς και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ένας τραπεζίτης που τον συμβουλεύει αποδίδει τη δημόσια προσφορά της Rosneft του 2006 σε μια μεταστροφή της κοσμοθεωρίας του αναπληρωτή πρωθυπουργού: «Η διαδικασία αυτή άνοιξε ένα παράθυρο προς τον υπόλοιπο κόσμο. Προηγουμένως δεν είχε συναντηθεί ποτέ με ξένο τραπεζίτη. Είναι πλέον λιγότερο ιδεολογικός και περισσότερο πραγματιστής».

Άλλοι όμως αναφέρουν πως η μεταστροφή του κ. Σέτσιν και των ομοίων του αντανακλά την αβεβαιότητα για τη θέση τους εν μέσω ερωτημάτων για την ανανέωση της θητείας του κ. Μεντβέντεφ μετά τις εκλογές του 2012. «Αρχίζουν να προβληματίζονται», τονίζει ένας ειδικός. «Δεν υπάρχει καμία απόφαση για το τι θα γίνει το 2012. Δεν ξέρουν πως θα είναι το μέλλον τους σε μια δεύτερη θητεία του Μεντβέντεφ».

Ο πρόεδρος επιμένει πως η Ρωσία αλλάζει με την προσπάθεια εκσυγχρονισμού που εφαρμόζει. Οι τραπεζίτες δηλώνουν ότι η ρητορική περί μεταμόρφωσης είναι υπερβολική διότι η Ρωσία αντιμετώπισε μια πτώση 7,9% στο ΑΕΠ της πέρυσι, εξαιτίας της μείωσης των τιμών των πρώτων υλών. «Η Ρωσία έγινε εμφανές πως εξαρτάται από τον υπόλοιπο κόσμο και πως χρειάζεται να αλλάξει τροπάριο και ιδεολογία», σημειώνει ένας Μοσχοβίτης τραπεζίτης.

Ενώ ο κ. Πούτιν περιέγραψε τη Ρωσία ως μια «ενεργειακή υπερδύναμη» το 2007, η δήλωση αυτή έγινε πλέον μπούμερανγκ. Ο κ. Μεντβέντεφ έχει επικρίνει την προσήλωση στο πετρέλαιο και το αέριο ως «πρωτόγονη» ενόψει της προσπάθειας για απεξάρτηση.

Από την ειδική θέση του στην τριανδρία, ο κ. Σέτσιν δεν εντοπίζει κάποιο πρόβλημα ανάμεσα στις δηλώσεις του Μεντβέντεφ και εκείνες του Πούτιν. «Πρέπει να ακούσετε προσεκτικά αυτό που λέει ο πρόεδρος. Μιλά για τον εκσυγχρονισμό της ρωσικής οικονομίες με βάση το εφικτό, αυτό που υπάρχει στη Ρωσία». Προσθέτει ότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει τον εκσυγχρονισμό του ενεργειακού κλάδου πρωτίστως.

Αλλά ο κ. Μεντβέντεφ δεν θα προχωρήσει μακριά με την ατζέντα αυτή, εκτός αν κυριαρχήσει στους siloviki, όπως τονίζουν οι ειδικοί. Ο κ. Σέτσιν θα μπορούσε, με βάση την άποψη αυτή, να βρεθεί υπό πίεση. «Το ερώτημα είναι εάν ο Μεντβέντεφ μπορεί να το κάνει πράξη με τη σημερινή ισορροπία ισχύος. Πρέπει να συγκεντρώσει την εξουσία στις δυνάμεις ασφαλείας και να ασκήσει πίεση στις επιχειρήσεις, αλλά κάτι τέτοιο θα έπληττε τα συμφέροντα μιας ομάδας που συνδέεται με την κυβέρνηση», σημειώνει ο τραπεζίτης της Μόσχας.

Για πολλούς κριτικούς, ο κ. Σέτσιν προσωποποιεί μια εποχή όταν οι άνθρωποι του Κρεμλίνου ήταν υπεράνω του νόμου και έκαναν τα δικαστήρια ομήρους τους. Το κλασσικό παράδειγμα ήταν η κρατικοποίηση της Yukos και η φυλάκιση του ολιγάρχη Μιχαήλ Χοντορκόφσκι. H Rosneft επωφελήθηκε από αυτό, ως ο βασικός της ανταγωνιστής και απέκτησε τον έλεγχο της εταιρείας.

Μιλώντας για πρώτη φορά για την υπόθεση αυτή, ο κ. Σέτσιν αρνείται ότι ήταν μια απαλλοτρίωση ιδιωτικής περιουσίας από το κράτος. «Η Rosneft αγόρασε τα περιουσιακά αυτά στοιχεία. Πλήρωσε ένα μεγάλο ποσό. Η τιμολόγηση έγινε σύμφωνα με τις μεθόδους της αγοράς», τονίζει. Όσον αφορά τις πολιτικές κατηγορίες ενάντια του Χοντορκόφσκι, δηλώνει: «Στη θέση σας, θα ρωτούσα τους εισαγγελείς και θα έριχνα μια ματιά στην υπόθεση. Θα λαμβάνατε μια ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημα αυτό».

Ο τόνος του λόγου του κινείται ανάμεσα στην άμυνα και την επίθεση και αντανακλά σε ένα βαθμό που η αγορά αερίου έγινε μια αγορά αγοραστών, παρά πωλητών, ζημιώνοντας τη θέση της Ρωσίας ως ο κυρίαρχος πάροχος της Ευρώπης. Η Gazprom παλεύει ενάντια στο εισαγόμενο LNG, το οποίο πωλείται σε τιμές spot, χαμηλότερες από αυτές των μακροχρόνιων συμβολαίων της ίδιας. Αντί να εμμένει σε απειλές για μετατόπιση προς Ανατολάς, η έμφαση δίνεται πλέον στη συνεργασία: «Πρέπει να εργαστούμε από κοινού στο ζήτημα της τιμολόγησης και τους μηχανισμούς της».

Η Ρωσία, σύμφωνα με τον κ. Σέτσιν, επιθυμεί να γίνει κατανοητό το όραμά της για το μέλλον, καθώς και τα συμφέροντά της. Όλα τα σχέδια της Ρωσίας είναι μακροπρόθεσμα, σημειώνει, και η αβεβαιότητα είναι ο εχθρός τους. «Η πολιτικοποίηση της ενεργειακής βιομηχανίας δημιουργεί αβεβαιότητα. Πρέπει να αποπολιτικοποιήσουμε την κατάσταση».