Καθώς οι πολιτικοί ηγέτες συνεχίζουν να αρνούνται την πραγματικότητα της παγκόσμιας ύφεσης – δεν χρησιμοποιούν καν αυτή τη λέξη – οι αδύνατες επιλογές που αντιμετωπίζει η μια κυβέρνηση μετά την άλλη γίνονται όλο και πιο εμφανείς. Σκεφτείτε μόνο τι συνέβη τον τελευταίο μήνα.

Καθώς οι πολιτικοί ηγέτες συνεχίζουν να αρνούνται την πραγματικότητα της παγκόσμιας ύφεσης – δεν χρησιμοποιούν καν αυτή τη λέξη – οι αδύνατες επιλογές που αντιμετωπίζει η μια κυβέρνηση μετά την άλλη γίνονται όλο και πιο εμφανείς. Σκεφτείτε μόνο τι συνέβη τον τελευταίο μήνα.

Οι ΗΠΑ σημείωσαν τη χειρότερη απόδοση μέχρι στιγμής στην απασχόληση. Υπάρχουν κάποιες νέες θέσεις, αλλά το 95% από αυτές είναι προσωρινές. Οι επιχειρήσεις αύξησαν τις προσλήψεις τους σε ποσοστό μόλις 10% από αυτό που αναμενόταν. Παρόλα αυτά, πλέον είναι σχεδόν αδύνατο να δώσει το Κογκρέσο το πράσινο φως για περισσότερες δαπάνες. Και το Federal Reserve σταμάτησε να αγοράζει ομόλογα ακινήτων. Αυτές υπήρξαν οι δύο βασικές στρατηγικές για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Γιατί συνέβη αυτό; Διότι οι εκκλήσεις για περιορισμό του ελλείμματος έχουν γίνει πολύ ισχυρές πια.

Η πιο άμεση επίδραση είναι στους προϋπολογισμούς των τοπικών κυβερνήσεων. Το κόστος της περίθαλψης αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της κρίσης. Τα περασμένα χρόνια βοηθήθηκαν από τις ομοσπονδιακές επιδοτήσεις, αλλά το Κογκρέσο δεν θα τις ανανεώσει. Ο κυβερνήτης της Πενσυλβάνιας δηλώνει πως αυτό θα επιδεινώσει τα δημοσιονομικά της πολιτείας κατά δύο τρίτα και θα οδηγήσει σε απόλυση 20.000 δασκάλους, αστυνομικούς και άλλους δημοσίους υπαλλήλους. Επίσης θα χειροτερέψει η κατάσταση στην περίθαλψη.

Στην Βρετανία, ο νέος πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον, δηλώνει ότι η μείωση του δανεισμού αποτελεί το «πιο επείγον ζήτημα σήμερα». Οι FT περιγράφουν συνοπτικά τις προτάσεις του ως εξής: «Ο Κάμερον φέρνει μια εποχή λιτότητας. Αν η κυβέρνηση προχωρήσει σε τέτοιες μειώσεις στις δαπάνες, δεν μπορεί να αποφύγει τη ζημιά στις πιο σημαντικές υπηρεσίες. Οι μειώσεις θα είναι πιο άγριες ακόμα και από αυτό που θα οραματιζόταν η κυβέρνηση Θάτσερ.

Η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνχελα Μέρκελ, ανακοίνωσε την δική της εκδοχή της λιτότητας: Άμεσες και βαθιές μειώσεις των δαπανών για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Επίσης ανακοίνωσε νέους φόρους στην αεροπορική βιομηχανία, κάτι το οποίο θα πλήξει τους ήδη αρνητικούς προϋπολογισμούς των εταιρειών αυτών. Άλλες κυβερνήσεις στην Ευρώπη μαζί με τις ΗΠΑ παροτρύνουν τη Γερμανία να δαπανεί περισσότερα και να εξάγει λιγότερα, προκειμένου να επανέλθει η τάξη. Η κα Μέρκελ απέρριψε τις προτάσεις αυτές, λέγοντας ότι η μείωση του χρέους είναι η προτεραιότητά της.

Ο νέος πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, Ναότο Καν, προειδοποίησε ότι η δημοσιονομική κατάσταση είναι τόσο άσχημη που η χώρα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει προβλήματα αντίστοιχα με της Ελλάδας. Για λύση προτείνει αυξημένη φορολογία, αυξημένη ρύθμιση των αγορών και νέα είδη δημοσίων δαπανών.

Εν μέσω αυτής της υπερ-λιτότητας στον Βορρά, κάτι εντυπωσιακό συνέβη, το οποίο δεν πήρε διαστάσεις. Όπως όλοι γνωρίζουν, η Ισπανία είναι μια από τις προβληματικές ευρωπαϊκές χώρες λόγω του χρέους της. Στις 30 Μαΐου, η Fitch μαζί με άλλους οίκους υποβάθμισαν την πιστοληπτική της ικανότητα από ΑΑΑ σε ΑΑ+. Το ερώτημα είναι γιατί. Μόλις μια ημέρα πριν, το κοινοβούλιο είχε υπερψηφίσει τις μεγαλύτερες περικοπές των τελευταίων 30 ετών.

Οι μειώσεις αυτές είναι που οι Γερμανοί και οι άλλοι ζητούν από την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Η Ισπανία ανταποκρίθηκε στην πίεση αυτή και για αυτό η Fitch την υποβάθμισε. Ο οίκος δήλωσε σχετικά: «Η διαδικασία προσαρμογής σε ένα μικρότερο επίπεδο του ιδιωτικού τομέα και του εξωτερικού χρέους θα μειώσει τα περιθώρια ανάπτυξης της ισπανικής οικονομίας μεσοπρόθεσμα».

Νάτο λοιπόν: Χαμένος αν το κάνεις, χαμένος αν δεν το κάνεις. Οι κερδοσκόποι δημιούργησαν μια καταστροφική παγίδα στην παγκόσμια οικονομία. Και το θέμα μετά ανέλαβαν τα κράτη, τα οποία διαθέτουν λιγότερα χρήματα και περισσότερες ανάγκες πλέον. Τι μπορούν να κάνουν; Μπορούν να δανειστούν όσο θα τους δανείζουν με αποδεκτούς όρους. Μπορούν να φορολογούν, μέχρι να σταματήσουν οι επιχειρήσεις να δημιουργούν δουλειές. Μπορούν να μειώσουν τις δαπάνες και να κάνουν τον λαό να υποφέρει, υπονομεύοντας και τις δυνατότητες ανάπτυξης, όπως υπενθυμίζει η Fitch.

Υπάρχει ένας τομέας με περιθώρια για μείωση των δαπανών: Ο στρατός. Οι στρατιωτικές δαπάνες παρέχουν λιγότερες θέσεις εργασίες σε σχέση με άλλους τομείς. Αυτό δεν ισχύει για χώρες όπως οι ΗΠΑ. Μια πτυχή όμως του προβλήματος της Ελλάδας που δεν αναφέρεται είναι οι βαριές δαπάνες σε εξοπλισμούς. Είναι όμως οι κυβερνήσεις έτοιμες να τις μειώσουν; Δεν μοιάζει δυνατό.

Άρα τι μπορούν να πράξουν τα κράτη; Δοκιμάζουν το ένα πράγμα σήμερα και το άλλο αύριο. Πέρυσι ήταν τα πακέτα στήριξης . Φέτος η μείωση του χρέους . Του χρόνου θα είναι η φορολογία. Και η κατάσταση γίνεται ολοένα και χειρότερη.

Μπορεί να μας σώσει η Κίνα; Ο Στίβεν Ρόατς, αναλυτής της Morgan Stanley, το πιστεύει αυτό, αρκεί η κυβέρνηση να ενισχύσει την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Στην περίπτωση αυτή, οι μεγαλύτεροι μισθοί θα αντισταθμιστούν από την αυξημένη παραγωγή. Ίσως, αλλά η κινεζική πλευρά είναι ως τώρα επιφυλακτική σε αυτή την πολιτική για πολιτικούς λόγους. Η προσπάθειά της για διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας παραμένει πρωταρχική ανάγκη. Ακόμα και ο Ρόατς έχει ένα μεγάλο φόβο πάντως: Το ενδεχόμενο εμπορικού πολέμου μεταξύ των δύο πλευρών. Εγώ πιστεύω ότι αυτό είναι πιθανό, ιδίως καθώς η οικονομία των ΗΠΑ συνεχίζει να αποσυντίθεται.

Η λύση για όλα αυτά δεν θα προέλθει από μικρές παρεμβάσεις εδώ και εκεί, είτε του μονεταριστικού είτε του Κεϊνσιανού είδους. Θα προέλθει από την εκ βάθρων αναμόρφωση του παγκόσμιου συστήματος. Αυτό σίγουρα θα χρειαστεί, αλλά πόσο σύντομα;