Η αποτυχία της ΒΡ οδηγεί σε συνειρμούς σχετικά με άλλα
ζητήματα στην παραγωγή του πετρελαίου και στην κορυφή τους βρίσκεται ο κίνδυνος
για μείωση της παγκόσμιας παραγωγής νωρίτερα από το αναμενόμενο. Το ενδεχόμενο
αυτό θα αιφνιδίαζε τις εξαρτημένες χώρες και θα προκαλούσε ένα χάσμα μεταξύ
προσφοράς και ζήτησης.
Το λεγόμενο
peak
oil
απασχολεί ολοένα και περισσότερους αναλυτές ανά τον κόσμο, αν και η ΒΡ μέχρι πρότινος
αγνοούσε τις απόψεις αυτές, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη στις πετρελαϊκές να
αντεπεξέλθουν στην αυξημένη ζήτηση. Η καταστροφή στον Κόλπο του Μεξικού όμως
θέτει υπό αμφισβήτηση τη μελλοντική πορεία της παραγωγής σε μεγάλα βάθη.
Κάθε χρόνο, η ΒΡ καταρτίζει μελέτη σχετικά με το
peak
oil και την πιθανότητα να
επέλθει νωρίτερα από το αναμενόμενο. Η πιο πρόσφατη αναφορά της κάνει λόγο για
επαρκή αποθέματα ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες για 40 χρόνια. Επίσης τονίζει πως
η τεχνολογία θα επιτρέψει τις μελέτες και την παραγωγή σε νέες περιοχές του
υπεδάφους, οι οποίες μέχρι τώρα δεν ήταν προσβάσιμες. Τέλος, θεωρεί τις
σημερινές τιμές ικανές να τροφοδοτήσουν τις απαραίτητες επενδύσεις στις
υποδομές.
Κάθε χρόνο, οι αμφισβητίες κατηγορούν τον
OPEC για ψευδή στοιχεία σχετικά με τα
διαθέσιμα αποθέματα πετρελαίου στο έδαφος των μελών του. Επίσης ισχυρίζονται
ότι η τεχνολογία μπορεί μόνο να επιβραδύνει και όχι να μηδενίσει τον ρυθμό
εξάντλησης και ότι οι τιμές δεν βοηθούν όταν χρειάζονται τόσα χρόνια για να
παραχθεί νέο πετρέλαιο από όλο και πιο εξωτικές περιοχές. Καταλήγουν στο ότι η
παγκόσμια παραγωγή μοιραία κατευθύνεται προς τη μείωση.
Η καταστροφή της ΒΡ επηρέασε μια τοπική οικονομία, έπληξε τη
μετοχή της εταιρείας και τον δείκτη
FTSE 100. Εάν όμως αποτύχουν οι προβλέψεις μας για το
peak
oil, οι συνέπειες θα είναι
δυσανάλογα μεγαλύτερες συγκριτικά. Οι διοικήσεις των εταιρειών που συμμετέχουν
στο βρετανικό
Industry
Task
Force
on
Peak
Oil
and
Energy
Security,
δηλαδή οι
Arup,
SSE,
Solarcentury,
Stagecoach και
Virgin ισχυρίζονται ότι το πρώιμο
peak
oil θα είναι εξίσου επιζήμιο
όσο και η χρηματοπιστωτική κρίση.
Η τελευταία σχεδόν οδήγησε στη δεύτερη Μεγάλη Ύφεση. Η
πετρελαϊκή κρίση μπορεί με τη σειρά της να οδηγήσει σε ανεπανόρθωτη μείωση της
παραγωγής το πολύ από το 2015, πυροδοτώντας μια ενεργειακή μεταδοτική
«ασθένεια».
Στις αρχές Ιουνίου ξεκίνησε η έρευνα των αμερικανικών αρχών
για την υπόθεση της ΒΡ. Ο διευθύνων Τόνι Χέιουορντ, παραδέχθηκε πως είναι
απαραίτητοι νέοι τρόποι αντιμετώπισης κινδύνων με μικρή πιθανότητα, αλλά μεγάλη
επίδραση. Πως όμως θα αντιμετωπίσει η ΒΡ το ενδεχόμενο του
peak
oil που επίσης έχει μεγάλες
επιδράσεις; Η προηγούμενη εμπειρία δεν παρέχει ασφάλεια. Στην περσινή έκθεση
της ΒΡ, ο κ. Χέιουορντ δήλωνε πως «τα δεδομένα μας επιβεβαιώνουν ότι ο πλανήτης
διαθέτει αρκετά αποδεδειγμένα κοιτάσματα ώστε να ικανοποιήσουν τις ανάγκες για
τις επόμενες δεκαετίες». Πρόκειται για υπερβολικά αισιόδοξες απόψεις, που έχουν
να κάνουν με τον ηγετικό ρόλο των συγκεκριμένων ομίλων και την θέση τους στο
ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαί. Ο κ. Χέιουορντ πρόσθεσε ότι είναι εμφανές πως ο
οποιοσδήποτε περιορισμός της παραγωγής θα είναι ανθρωπογενής και όχι
γεωλογικός.
Ο επιχειρηματικός κόσμος πρέπει να επανεξετάσει την εκτίμηση
του ρίσκου. Δύο κλάδοι απογοήτευσαν την κοινωνία. Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος
δήλωνε ότι δημιούργησε μια νέα κατηγορία τραπεζικού προϊόντος και προχώρησε σε
διαφθορά των υπηρεσιών βαθμολόγησης. Η πετρελαϊκή βιομηχανία δήλωσε πως
διαθέτει σπουδαία αποθέματα σε μεγάλα βάθη, τα οποία είναι εκμεταλλεύσιμα με
μικρό κίνδυνο. Στην πορεία επίσης διέφθειρε τις ρυθμιστικές αρχές, τουλάχιστον
στις ΗΠΑ. Οι παραλληλισμοί ανάμεσα στην οικονομική κρίση και την επερχόμενη
πετρελαϊκή έλλειψη είναι προφανείς και ανησυχητικοί. Από δω και πέρα, ο τρόπος
που την αντιμετωπίζει η ΒΡ πρέπει να αποτελεί αντικείμενο κριτικής άνευ
προηγουμένου.