Οι κάμψεις της οικονομίας είναι συνήθεις. Οι υφέσεις σπάνιες. Εξ όσων γνωρίζω, υπήρξαν μόνο δύο εποχές στην οικονομική ιστορία οι οποίες χαρακτηρίσθηκαν ευρέως «υφέσεις» στον καιρό τους: τα χρόνια του αποπληθωρισμού και της αστάθειας που ακολούθησαν τον πανικό του 1873 και τα χρόνια της μαζικής ανεργίας που ακολούθησαν τη χρηματο-οικονομική κρίση του 1929-31
Οι κάμψεις της οικονομίας είναι συνήθεις. Οι υφέσεις σπάνιες. Εξ όσων γνωρίζω, υπήρξαν μόνο δύο εποχές στην οικονομική ιστορία οι οποίες χαρακτηρίσθηκαν ευρέως «υφέσεις» στον καιρό τους: τα χρόνια του αποπληθωρισμού και της αστάθειας που ακολούθησαν τον πανικό του 1873 και τα χρόνια της μαζικής ανεργίας που ακολούθησαν τη χρηματο-οικονομική κρίση του 1929-31.

Ούτε η Μακρά Υφεση του 19ου αιώνα ούτε η Μεγάλη Υφεση του 20ού ήταν εποχή αδιάλειπτης πτώσης -αντιθέτως, αμφότερες περιέλαβαν περιόδους ανάπτυξης. Ομως, οι τελευταίες δεν υπήρξαν αρκετές για να περιορίσουν τη ζημία από την αρχική πτώση.

Φοβούμαι πως σήμερα βρισκόμαστε στα πρώτα στάδια μιας τρίτης ύφεσης. Προφανώς, θα μοιάζει περισσότερο με τη Μακρά Υφεση παρά με τη Μεγάλη. Το κόστος, όμως -προς την παγκόσμια οικονομία και τα εκατομμύρια ζωές που πλήττονται από την έλλειψη θέσεων εργασίας- θα είναι ούτως ή άλλως τεράστιο. Και αυτή η τρίτη ύφεση θα συνιστά κυρίως αποτυχία πολιτικής. Ανά τον κόσμο -πιο πρόσφατα στην απογοητευτική σύνοδο κορυφής του G20- οι κυβερνήσεις παραμένουν προσηλωμένες στον πληθωρισμό, ενώ η πραγματική απειλή είναι ο αποπληθωρισμός, ζητώντας «σφίξιμο της ζώνης» όταν το πραγματικό πρόβλημα είναι οι ανεπαρκείς δαπάνες.

Το 2008-09, φάνηκε ότι μάθαμε από το πάθημά μας. Σε αντίθεση με τους προκατόχους τους, που αύξαναν τα επιτόκια στη διάρκεια κρίσεων, οι σημερινοί επικεφαλής της Fed και της ΕΚΤ μείωσαν τα επιτόκια και στήριξαν τις πιστωτικές αγορές. Σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις του παρελθόντος, που προσπάθησαν να ισοσκελίσουν προϋπολογισμούς στη διάρκεια κρίσεων, οι σημερινές επέτρεψαν αύξηση των ελλειμμάτων. Και οι καλύτερες πολιτικές βοήθησαν τον κόσμο να αποφύγει την πλήρη κατάρρευση.

Ομως, οι ιστορικοί του μέλλοντος θα μας πουν ότι δεν ήταν αυτό το τέλος της τρίτης ύφεσης, όπως η επιχειρηματική έκρηξη του 1933 δεν ήταν το τέλος της Μεγάλης Υφεσης. Αλλωστε, η ανεργία -ιδίως η μακροχρόνια- παραμένει σε επίπεδα που θα θεωρούνταν καταστροφικά όχι και τόσο καιρό πριν, ενώ ΗΠΑ και Ευρώπη οδεύουν ολοταχώς προς αποπληθωριστικές παγίδες ιαπωνικού τύπου.

Μπροστά σε μια τόσο ζοφερή εικόνα, θα περίμενε κανείς να κατανοήσουν οι χαράσσοντες την πολιτική ότι δεν έκαναν αρκετά για την ανάκαμψη. Ομως όχι: τους τελευταίους μήνες βλέπουμε επιστροφή στην ορθοδοξία του σκληρού νομίσματος και του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.

Προς τι αυτή η λάθος στροφή; Οι σκληροπυρηνικοί επικαλούνται τα προβλήματα της Ελλάδας και άλλων χωρών. Και οι επενδυτές σε ομόλογα έχουν στραφεί σε κυβερνήσεις με μικρά ελλείμματα. Ομως, τίποτα δεν αποδεικνύει ότι η βραχύβια δημοσιονομική λιτότητα σε εποχές ύφεσης καθησυχάζει τους επενδυτές. Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι τρανή απόδειξη.

Δεν πιστεύω, λοιπόν, ότι το πρόβλημα οφείλεται στην Ελλάδα, ούτε σε μια ρεαλιστική εκτίμηση της ισορροπίας ελλειμμάτων / απασχόλησης. Αντιθέτως, πρόκειται για τη νίκη μιας ορθοδοξίας που ελάχιστη σχέση έχει με την ορθολογική ανάλυση. Το τίμημα θα πληρώσουν δεκάδες εκατομμύρια άνεργοι, πολλοί από τους οποίους για χρόνια, και κάποιοι για πάντα.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 29/06/2010)