Παρά τις μεγαλοστομίες του δημάρχου, η Αθήνα βίωσε τη χειρότερη ίσως αυτοδιοικητική της περίοδο, με όλα τα μέτωπα να οπισθοχωρούν, συντελούσης και της οικονομικής κρίσης. Ετσι, την επέτειο της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος ο δήμος έριξε άμμο στο Σύνταγμα, φόρτωσε την πλατεία με σκαλωσιές και την καλωδίωσε με μεγάφωνα. Παράπλευρη διαπίστωση: η ηχητική ρύπανση έπαψε από καιρό να είναι μέρος του προβληματικού περιβάλλοντος. Οπως άλλωστε και το νέφος.
Παρά τις μεγαλοστομίες του δημάρχου, η Αθήνα βίωσε τη χειρότερη ίσως αυτοδιοικητική της περίοδο, με όλα τα μέτωπα να οπισθοχωρούν, συντελούσης και της οικονομικής κρίσης. Ετσι, την επέτειο της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος ο δήμος έριξε άμμο στο Σύνταγμα, φόρτωσε την πλατεία με σκαλωσιές και την καλωδίωσε με μεγάφωνα. Παράπλευρη διαπίστωση: η ηχητική ρύπανση έπαψε από καιρό να είναι μέρος του προβληματικού περιβάλλοντος. Οπως άλλωστε και το νέφος. 
Ολα αυτά και πολλά άλλα αφομοιώθηκαν στην «καθημερινότητα του πολίτη» που λένε και οι σχολιαστές. Σχεδόν δεν μπορούμε πια χωρίς αυτά. Με την έννοια αυτή, η πολιτική του περιβάλλοντος είναι σχεδόν άχρηστη πια, αφού οι πόλεις έχουν καταστραφεί, τα δάση έχουν καεί, οι παραλίες τσιμεντωθεί και οι πολίτες εθιστεί στη «φτηνή ανάπτυξη» που έλεγε και ο μακαρίτης ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης. Μια ανάπτυξη βέβαια αίολη και ψευδή, αφού οι δείκτες της κατέρρευσαν εντός ολίγων μηνών, μια ανάπτυξη των (πειραγμένων) αριθμών και των παραποιημένων γεγονότων. Τι το θέλαμε το υπουργείο Περιβάλλοντος, και μάλιστα σε μια εποχή χωρίς λεφτά; Για να κατεδαφίσει ακόμη μία φορά, παρουσία μάλιστα του Πρωθυπουργού, την ήδη εκπεσούσα παράγκα της Φαντασίας και να μείνουν εκεί τα παλιοσίδερα και τα καδρόνια να μας θυμίζουν το πώς παραδόθηκαν οι παραλίες στον λαό;

Στην Ελλάδα θα πρέπει για λίγο να ξεχάσουμε τα spreads και τη δύσκολη καθημερινότητα της «εποπτείας» και να ξαναδούμε πριν απ΄ όλα τις βαθύτερες αιτίες αυτού που ονομάστηκε κρίση των ελλειμμάτων ενώ ήταν κρίση της κοινωνίας και των ιδεών. Αυτό που σήμερα βιώνουμε ως αστοχία των μηχανισμών της δημοσιονομικής ρύθμισης είναι στην πραγματικότητα η αποτυχία μιας σειράς πολιτικών και του θεωρητικού τους υποβάθρου για τον ρόλο του κράτους στο καθεστώς της παγκοσμιοποίησης και της οικονομίας του ανταγωνισμού.

Γιατί δεν είναι βέβαια ούτε οι κερδοσκόποι ούτε το μεγάλο κεφάλαιο ούτε οι καταστροφικοί χειρισμοί της άλφα ή της βήτα κυβέρνησης ούτε, πολύ περισσότερο, η σκληρότητα της κυρίας Μέρκελ που μας έφεραν μέχρις εδώ. Οι ρίζες του σήμερα βρίσκονται στις επιλογές του χθες και στην ανέμελη 30ετία 1980-2010. Κυρίως δε στη διαπαιδαγώγηση του λαού, των παραγωγικών τάξεων, των κρατικών υπαλλήλων, των αυτοδιοικητικών οργανισμών, των συνεταιρισμών, των συνδικάτων και φυσικά του κομματικών μηχανισμών, επί τη βάσει της θεωρίας ότι μπορεί η Ελλάδα να ζει μόνο με επιδοτήσεις, δάνεια και ολίγα (μαύρα ενίοτε) έσοδα από τον τουρισμό. 
Οτι μπορεί ένα κράτος διεφθαρμένο, ανίκανο και υπερτροφικό να συνεχίζει να αποτελεί το καταφύγιο των απελπισμένων από την αγορά εργασίας ή της αργόσχολης τάξης (για να θυμηθούμε τον Βεμπλέν) και ότι η ανίερη (πελατειακή) συμμαχία πολιτών και πολιτικών θα συνεχίζεται επ΄ άπειρον. Οτι μπορεί οι συντεχνίες να συνεχίζουν να υπεραμύνονται των κεκτημένων σε μια εποχή έντονων ταξικών αναδιαρθρώσεων και αυτό να το ονομάζουν αριστερή στρατηγική. Οτι μπορούμε, εκτός από τα δανεικά, να ζούμε μόνο με εισαγωγές αγαθών, έχοντας αναθέσει τη βιομηχανική παραγωγή στους κινέζους μικροκαπιταλιστές και τη γεωργία στους οικονομικούς μετανάστες. Οτι, τέλος, μπορούμε να καταναλώνουμε το φυσικό κεφάλαιο (έδαφος, δάση, ποτάμια, τοπίο, βιοποικιλότητα κ.λπ.) προκειμένου να εξυπηρετηθούν μερικές δεκάδες χιλιάδες ευκαιριακά εργαζόμενων στον κλάδο των κατασκευών, λίγοι εργολάβοι και ακόμα λιγότεροι επιχειρηματίες της αρπαχτής, βασικοί μέτοχοι κ.ά. χωρίς μέριμνα για τις μη αντιστρεπτές συνέπειες, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς για την υποθήκη έναντι των μελλοντικών γενεών, χωρίς μηχανισμούς αποτίμησης των ισοζυγίων. 
Το συμπέρασμα είναι ότι θα πρέπει να πούμε, έστω και καθυστερημένα, όλη την αλήθεια στον λαό (και στους εαυτούς μας). Στη συνέχεια θα πρέπει να εφεύρουμε μια εναλλακτική, βιώσιμη, πράσινη κ.λπ. οικονομία, η οποία δεν μπορεί να εξαντλείται σε μια γραφειοκρατική διεκπεραίωση, ολίγες ανεμογεννήτριες και εθελοντικές δενδροφυτεύσεις στα καμένα. Μια οικονομία δηλαδή ανταγωνιστική, ποιοτική και καινοτόμο, παραγωγό εργασίας, χαμηλής ενέργειας και περιορισμένων εισροών. Μια οικονομία αλληλεγγύης, συνεργατικότητας, αξιοκρατίας και ευθύνης. Μια οικονομία που θα τοποθετεί τον ορίζοντα πέραν της (συνήθως) τριετούς θητείας των κυβερνητικών, αυτοδιοικητικών κ.λπ. σχηματισμών. Μια οικονομία δηλαδή διάρκειας και προοπτικής. Ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος είναι πρώην υφυπουργός.
(από την εφημερίδα "Τα Νέα", 22/7/2010)