Η έκρηξη στην πλατφόρμα Deepwater Horizon στις 20 Απριλίου αποτέλεσε την αρχή μιας τρομακτικής οικολογικής καταστροφής με σοβαρές επιπτώσεις για την άγρια ζωή, τα οικοσυστήματα και τους ανθρώπους σε μεγάλη περιοχή του Κόλπου του Μεξικού. Η έκρηξη στοίχισε τη ζωή 11 εργατών και είχε ως αποτέλεσμα τη διαρροή 200.000 βαρελιών πετρελαίου ημερησίως, παρά τις προσπάθειες της ΒΡ για περιορισμό της.

Η έκρηξη στην πλατφόρμα Deepwater Horizon στις 20 Απριλίου αποτέλεσε την αρχή μιας τρομακτικής οικολογικής καταστροφής με σοβαρές επιπτώσεις για την άγρια ζωή, τα οικοσυστήματα και τους ανθρώπους σε μεγάλη περιοχή του Κόλπου του Μεξικού. Η έκρηξη στοίχισε τη ζωή 11 εργατών και είχε ως αποτέλεσμα τη διαρροή 200.000 βαρελιών πετρελαίου ημερησίως, παρά τις προσπάθειες της ΒΡ για περιορισμό της.

Με την κυβέρνηση Ομπάμα να προσπαθεί να αντιδράσει γρήγορα, υπάρχει και ένα σημαντικό πολιτικό μήνυμα, ενώ η ΒΡ έσπευσε να δηλώσει ότι «θα πληρώσει αποζημιώσεις για δικαιολογημένα αιτήματα ζημιάς σε περιουσίες, προσωπικές και εμπορικές ζημιές» στα πλαίσια της πολιτικής της για μείωση των επιπτώσεων. Με τις αναμνήσεις του σεισμού της Αϊτής και του τυφώνα Κατρίνα ακόμα νωπές, η περιοχή γνωρίζει καλά τις καταστροφικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές καταστροφές, κάτι που κατανοεί και η κυβέρνηση της Ουάσιγκτον που προσπαθεί να μην επαναλάβει τα λάθη της προεδρίας Μπους στην περίπτωση του Κατρίνα. Πράγματι, ο πρόεδρος Ομπάμα δήλωσε άμεσα ότι είναι υποχρέωση της ΒΡ να αναλάβει όλο το κόστος που σχετίζεται με τη διαρροή, θεωρώντας την υπεύθυνη.

Η αυστηρή αντίδραση της κυβέρνησης έρχεται όμως σε αντίθεση με την έλλειψη προστασίας στην περίπτωση του Δέλτα του Νίγηρα στη Νιγηρία, όπου δραστηριοποιείται ένας άλλος πετρελαϊκός γίγαντας: Η Shell. Από τη μια λοιπόν έχουμε τον ηγέτη μιας υπερδύναμης να προειδοποιεί για τις ευθύνες των πολυεθνικών επιχειρήσεων και από την άλλη μια περιοχή όπου απουσιάζει παντελώς η πολιτική βούληση για προστασία του τοπικού πληθυσμού.

Οι ειρηνικοί διαδηλωτές στο Δέλτα του Νίγηρα που εκφράζουν τα δικαιολογημένα τους παράπονα αντιμετωπίζονται βίαια, με τον στρατό να προστατεύει τις πετρελαϊκές υποδομές της Shell και της νιγηριανής ελίτ. Τα παγκόσμια ΜΜΕ στρέφουν την προσοχή τους στην επίδραση της διαρροής για την Λουιζιάνα, αλλά στο Νίγηρα οι κάτοικοι έρχονται αντιμέτωποι με 14.000 τόνους πετρελαίου που διαρρέουν κάθε χρόνο, ενώ δεν επωφελούνται καθόλου από την παραγωγή του Μαύρου Χρυσού.

Το 1995, η Shell κατηγορήθηκε στις ΗΠΑ για συμμετοχή στη δολοφονία του ακτιβιστή Κεν Σάρο-Γουίνα και της ομάδας των «Εννέα του Ογκόνι» κατά την περίοδο του καθεστώτος Αμπάτσα. Η υπόθεση οδηγήθηκε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό ύψους 15,5 εκατ. δολαρίων, αλλά η εταιρεία δεν ανέλαβε τις ευθύνες. Ας συγκρίνουμε τη στάση αυτή με τα λόγια του Τόνι Χέιουορντ της ΒΡ, ο οποίος τόνισε πως «θα πληρώσουμε για τον καθαρισμό. Είναι ευθύνη μας και την αποδεχόμαστε».

Έρχεται έτσι στο φως η κραυγαλέα διαφορά στην εκτίμηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής ανάμεσα σε ένα φτωχό και ένα πλούσιο μέρος του πλανήτη. Οι ασύμμετρες σχέσεις ισχύος πίσω από την αντιμετώπιση αυτή μαρτυρά διαφορετικά πολιτικά υπόβαθρα, ένα στο οποίο η πολυεθνική εμποδίζεται και ένα στο οποίο συνωμοτεί με την κυβέρνηση για να αποσιωπήσει τις αντιδράσεις.

Επίσης, αυτό δείχνει τη σημασία που έχει η ασφάλεια στην εξόρυξη για τις εταιρείες σε πιο πλούσιες περιοχές όπου οι συνέπειες μιας διαρροής είναι πολύ σπουδαιότερες, καθώς και το ότι δεν είναι ελκυστικές εμπορικά υπό αυτή την άποψη.

Η ειρωνεία είναι ότι η διαρροή της ΒΡ αντί να αποτελέσει αντιπαράδειγμα για την εξάρτησή μας από το πετρέλαιο, απλά θα μετατοπίσει το κέντρο βάρους σε φτωχότερες πετρελαϊκές περιοχές του πλανήτη, οι οποίες δεν διαθέτουν επαρκή οργανωτική και ρυθμιστική προστασία για τον πληθυσμό και το περιβάλλον.

Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τις πιθανές επιπτώσεις της νέας αμερικανικής στροφής κατά της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου. Ως ο μεγαλύτερος καταναλωτής πετρελαίου, οι ΗΠΑ οφείλουν να εισάγουν πετρέλαιο από άλλες περιοχές και από τη στιγμή που η Μέση Ανατολή δεν αποτελεί επιθυμητό προμηθευτή, η προσοχή στρέφεται προς την Αφρική. Ο κατάλογος με τους παραγωγούς της ηπείρου περιλαμβάνει την Αγκόλα, τη Γκαμπόν, τη Νιγηρία και την Γουινέα, οι οποίες παίζουν έναν αυξανόμενο ρόλο στην πετρελαϊκή βιομηχανία και χαρακτηρίζονται από την κατοχή των εσόδων αυτών σε μια μικρή ελίτ. Η απουσία επαρκών μέτρων προστασίας και μηχανισμών αναδιανομής των κερδών από το πετρέλαιο επιδεινώνει τον κίνδυνο μελλοντικών περιβαλλοντικών καταστροφών, κοινωνικής ανισότητας και εντάσεων.

Αν οι ΗΠΑ και η Δύση γενικότερα δεν είναι πρόθυμες να φιλοξενήσουν την επικίνδυνη εξόρυξη πετρελαίου, τότε η πίεση αυξάνεται για περιβάλλοντα στα οποία οι πολυεθνικές μπορούν να αρπάξουν εθνικούς πόρους και να περιθωριοποιήσουν τους τοπικούς πληθυσμούς. Η σύσταση της πετρελαϊκής βιομηχανίας στην Αφρική παρουσιάζει μια περίπλοκη εικόνα, αλλά είτε εξετάζουμε κρατικές εταιρείες όπως η Sonangol της Αγκόλας, είτε ιδιωτικές πολυεθνικές, εντοπίζονται οι ίδιες ευκαιρίες για κοινωνική εκμετάλλευση και ανισότητα.

Στο στρατιωτικό σκέλος, η πρωτοβουλία AFRICOM ανοίγει τον δρόμο για την εκμετάλλευση του αφρικανικού πετρελαίου. Πρόκειται για μια δύναμη με αμερικανική υποστήριξη, η οποία ενισχύει τα σχέδια των ΗΠΑ για την ενέργεια made in Africa, όπως υποδεικνύει και ο βουλευτής Εντ Ρόις: «Είναι στο εθνικό μας συμφέρον να διαφοροποιήσουμε τις ενεργειακές μας πηγές, ιδίως αν αναλογιστούμε το ασταθές πολιτικό κλίμα σε σημεία-κλειδιά του πλανήτη σήμερα. Η επέκταση της παραγωγής στην Αφρική συμβαδίζει με τον σκοπό αυτό».

Στα πλαίσια αυτά, ο προϋπολογισμός του προγράμματος AFRICOM αυξήθηκε το 2009 στα 310 εκατ. δολάρια από 50 εκατ. το 2007. Όπως σημειώνουν αναλυτές, η AFRICOM στην πραγματικότητα αφορά τον τομέα της ενέργειας και απλά φέρει τον μανδύα της καταπολέμησης του ακραίου ισλαμισμού για κάλυψη.

Η αντίδραση στην πετρελαιοκηλίδα της ΒΡ υπογράμμισε τις αντιθέσεις στην προστασία και τα δικαιώματα των τοπικών κοινωνιών σε διάφορες πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές του κόσμου. Ενώ στις ΗΠΑ η ισχύς της κυβέρνησης στράφηκε κατά της ΒΡ υπό το βάρος της προσοχής των ΜΜΕ, στο Δέλτα του Νίγηρα οι κάτοικοι συνεχίζουν να υποφέρουν από την περιβαλλοντική υποβάθμιση και από την έλλειψη οφέλους από την παραγωγή.